τρίχινος: Difference between revisions

From LSJ

μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.

Source
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
 
(8 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{LSJ1
{{LSJ1
|Full diacritics=τρῐχῐνος
|Full diacritics=τρῐ́χῐνος
|Medium diacritics=τρίχινος
|Medium diacritics=τρίχινος
|Low diacritics=τρίχινος
|Low diacritics=τρίχινος
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=trichinos
|Transliteration C=trichinos
|Beta Code=tri/xinos
|Beta Code=tri/xinos
|Definition=η, ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[of hair]], περικαλύμματα <span class="bibl">Pl.<span class="title">Plt.</span>279e</span>, cf. <span class="bibl">Poll.7.208</span>; χιτῶνες <span class="bibl">X.<span class="title">An.</span>4.8.3</span>; <b class="b3">σάκκοι, σάκκος</b>, <span class="bibl"><span class="title">PSI</span>4.427.3</span> (iii B. C.), <span class="bibl"><span class="title">PTeb.</span>796.10</span> (ii B. C.), <span class="bibl"><span class="title">Apoc.</span> 6.12</span>, <span class="bibl">Sor.2.85</span>, <span class="bibl"><span class="title">PGoodsp.Cair.</span>30 xxxix 15</span> (ii A. D.); ἱδρῷα <span class="bibl"><span class="title">BGU</span>1515</span> (iii B. C.); ῥάκη <span class="bibl">Alciphr.3.42</span>.</span>
|Definition=η, ον,<br><span class="bld">A</span> [[of hair]], περικαλύμματα Pl.Plt.279e, cf. Poll.7.208; χιτῶνες X.An.4.8.3; [[σάκκοι]], [[σάκκος]], PSI4.427.3 (iii B. C.), PTeb.796.10 (ii B. C.), Apoc. 6.12, Sor.2.85, PGoodsp.Cair.30 xxxix 15 (ii A. D.); ἱδρῷα BGU1515 (iii B. C.); ῥάκη Alciphr.3.42.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1150.png Seite 1150]] von, aus Haaren, hären; Plat. Polit. 279 e; Xen. An. 4, 8, 3; ῥάκη Alciphr. 3, 42.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1150.png Seite 1150]] von, aus Haaren, hären; Plat. Polit. 279 e; Xen. An. 4, 8, 3; ῥάκη Alciphr. 3, 42.
}}
{{ls
|lstext='''τρίχῐνος''': -η, -ον, ὁ ἐκ τριχῶν πεποιημένος, περικαλύμματα Πλάτ. Πολιτικ. 279Ε· χιτῶνες Ξεν. Ἀν. 4. 8, 3. ΙΙ. τρίχινον, τό, [[ἔνδυμα]] ἐκ τριχῶν, Πολυδ. Ζ΄, 208.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=η, ον :<br />fait de crin <i>ou</i> de poils.<br />'''Étymologie:''' [[θρίξ]].
|btext=η, ον :<br />fait de crin <i>ou</i> de poils.<br />'''Étymologie:''' [[θρίξ]].
}}
{{elnl
|elnltext=τρίχινος -η -ον [θρίξ] [[van haren]], [[van haar]], [[uit haar bestaand]].
}}
{{elru
|elrutext='''τρίχῐνος:''' (ρῐ) волосяной (χιτῶνες Xen.; περικαλύμματα Plat.): [[σάκκος]] τ. NT власяница.
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR
Line 23: Line 26:
}}
}}
{{Thayer
{{Thayer
|txtha=τρίχινη, τρίχινον ([[θρίξ]], [[which]] [[see]]), made of [[hair]] (Vulg. cilicinus): [[σάκκος]], b.). ([[Xenophon]], [[Plato]], the Sept., others.)
|txtha=τρίχινη, τρίχινον ([[θρίξ]], [[which]] [[see]]), made of [[hair]] (Vulg. [[cilicinus]]): [[σάκκος]], b.). ([[Xenophon]], [[Plato]], the Sept., others.)
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[τρίχινος]], -ίνη, -ον, ΝΜΑ<br />κατασκευασμένος από [[τρίχες]] (α. «τρίχινα [[σχοινιά]]» β. «τριχίνους χιτῶνας», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ τρίχινον</i><br />[[ένδυμα]] υφασμένο από [[τρίχες]]<br /><b>αρχ.</b><br />(για [[δορά]]) αυτός που έχει [[τρίχες]] («ἐνδύσονται δέρριν τριχίνην», ΠΔ).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θρίξ]], <i>τριχός</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ινος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>πήλ</i>-<i>ινος</i>)].
|mltxt=-η, -ο / [[τρίχινος]], -ίνη, -ον, ΝΜΑ<br />κατασκευασμένος από [[τρίχες]] (α. «τρίχινα [[σχοινιά]]» β. «τριχίνους χιτῶνας», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ τρίχινον</i><br />[[ένδυμα]] υφασμένο από [[τρίχες]]<br /><b>αρχ.</b><br />(για [[δορά]]) αυτός που έχει [[τρίχες]] («ἐνδύσονται δέρριν τριχίνην», ΠΔ).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θρίξ]], <i>τριχός</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ινος</i> ([[πρβλ]]. [[πήλινος]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τρίχῐνος:''' -η, -ον ([[θρίξ]], τριχ-ός), φτιαγμένος από [[τρίχες]], σε Ξεν.
|lsmtext='''τρίχῐνος:''' -η, -ον ([[θρίξ]], τριχ-ός), φτιαγμένος από [[τρίχες]], σε Ξεν.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''τρίχῐνος:''' (ρῐ) волосяной (χιτῶνες Xen.; περικαλύμματα Plat.): [[σάκκος]] τ. NT власяница.
|lstext='''τρίχῐνος''': -η, -ον, ὁ ἐκ τριχῶν πεποιημένος, περικαλύμματα Πλάτ. Πολιτικ. 279Ε· χιτῶνες Ξεν. Ἀν. 4. 8, 3. ΙΙ. τρίχινον, τό, [[ἔνδυμα]] ἐκ τριχῶν, Πολυδ. Ζ΄, 208.
}}
{{elnl
|elnltext=τρίχινος -η -ον [θρίξ] van haren, van haar, uit haar bestaand.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Latest revision as of 16:34, 11 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρῐ́χῐνος Medium diacritics: τρίχινος Low diacritics: τρίχινος Capitals: ΤΡΙΧΙΝΟΣ
Transliteration A: tríchinos Transliteration B: trichinos Transliteration C: trichinos Beta Code: tri/xinos

English (LSJ)

η, ον,
A of hair, περικαλύμματα Pl.Plt.279e, cf. Poll.7.208; χιτῶνες X.An.4.8.3; σάκκοι, σάκκος, PSI4.427.3 (iii B. C.), PTeb.796.10 (ii B. C.), Apoc. 6.12, Sor.2.85, PGoodsp.Cair.30 xxxix 15 (ii A. D.); ἱδρῷα BGU1515 (iii B. C.); ῥάκη Alciphr.3.42.

German (Pape)

[Seite 1150] von, aus Haaren, hären; Plat. Polit. 279 e; Xen. An. 4, 8, 3; ῥάκη Alciphr. 3, 42.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
fait de crin ou de poils.
Étymologie: θρίξ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τρίχινος -η -ον [θρίξ] van haren, van haar, uit haar bestaand.

Russian (Dvoretsky)

τρίχῐνος: (ρῐ) волосяной (χιτῶνες Xen.; περικαλύμματα Plat.): σάκκος τ. NT власяница.

English (Strong)

from θρίξ; hairy, i.e. made of hair (mohair): of hair.

English (Thayer)

τρίχινη, τρίχινον (θρίξ, which see), made of hair (Vulg. cilicinus): σάκκος, b.). (Xenophon, Plato, the Sept., others.)

Greek Monolingual

-η, -ο / τρίχινος, -ίνη, -ον, ΝΜΑ
κατασκευασμένος από τρίχες (α. «τρίχινα σχοινιά» β. «τριχίνους χιτῶνας», Ξεν.)
μσν.-αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ τρίχινον
ένδυμα υφασμένο από τρίχες
αρχ.
(για δορά) αυτός που έχει τρίχες («ἐνδύσονται δέρριν τριχίνην», ΠΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θρίξ, τριχός + κατάλ. -ινος (πρβλ. πήλινος)].

Greek Monotonic

τρίχῐνος: -η, -ον (θρίξ, τριχ-ός), φτιαγμένος από τρίχες, σε Ξεν.

Greek (Liddell-Scott)

τρίχῐνος: -η, -ον, ὁ ἐκ τριχῶν πεποιημένος, περικαλύμματα Πλάτ. Πολιτικ. 279Ε· χιτῶνες Ξεν. Ἀν. 4. 8, 3. ΙΙ. τρίχινον, τό, ἔνδυμα ἐκ τριχῶν, Πολυδ. Ζ΄, 208.

Middle Liddell

τρίχῐνος, η, ον θρίξ, τριχός
of hair, Xen.

Chinese

原文音譯:tr⋯cinoj 特里希挪士
詞類次數:形容詞(1)
原文字根:髮狀的
字義溯源:毛狀的,毛製的,毛;源自(θρίξ / δέρρις)*=髮)
出現次數:總共(1);啓(1)
譯字彙編
1) 毛(1) 啓6:12

English (Woodhouse)

made of hair

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)