μύκηρος: Difference between revisions
Ψυχῆς ἐπιμέλου τῆς σεαυτοῦ καθὰ δύνῃ → Animae tuae tu curam gere pro viribus → Um deine Seele mühe dich mit aller Kraft
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(5 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=mykiros | |Transliteration C=mykiros | ||
|Beta Code=mu/khros | |Beta Code=mu/khros | ||
|Definition=ὁ, | |Definition=ὁ, = [[ἀμυγδάλη]], [[almond]], Lacon. and Tenian word, Seleuc. ap.Ath.2.52c: Lacon. also [[μούκηρος]] Pamphil.ib.53b:—hence [[μουκηρόβατος]] (leg. [[μουκηρόβαγός]], i.e. μουκηρόϝαγός from [[ἄγνυμι]]), ὁ, = [[καρυοκατάκτης]], Id.ibid.; written μουκηρόβας in [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0216.png Seite 216]] ὁ, Mandel-, Nußbaum, Hesych. Vgl. das lakon. [[μούκηρος]]. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0216.png Seite 216]] ὁ, Mandel-, Nußbaum, Hesych. Vgl. das lakon. [[μούκηρος]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (ὁ) :<br />amandier <i>ou</i> noisettier <i>arbre</i>.<br />'''Étymologie:''' DELG substrat. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μύκηρος''': ὁ, [[ἀμύγδαλον]], Ἀμερίας παρ’ Ἀθην. 52C, Λακωνικ. [[ὡσαύτως]] [[μούκηρος]], Πάμφιλ. [[αὐτόθι]] 53Β· «Λάκωνας δὲ Σέλευκος ἐν γλώσσαις φησὶ καλεῖσθαι τὰ μαλακὰ κάρυα μουκήρους, Τηνίους δὲ καὶ γλυκέα κάρυα» 52C: - παρὰ τῷ αὐτῷ μνημονεύεται καὶ μουκηρόβατος, Λακων. ἀντὶ [[καρυοκατάκτης]], καὶ ἐπὶ τῆς αὐτῆς σημασ. ὁ Ἡσύχ. ἔχει μουκηροβαγόρ· ἐν ἀμφοτέροις τοῖς χωρίοις ὁ Dobree διώρθωσε μουκηροβάκτας, (ἴδε -ϝάκτας, ἐκ τοῦ ϝάγνυμι), Ahr. D. D. σελ. 45 μουκηρο-[[βαγός]], (δηλ. -ϝαγός). - Ἴδε Χατζιδάκην ἐν Ἀθηνᾶς τ. 8, σ. 18 καὶ 21. | |lstext='''μύκηρος''': ὁ, [[ἀμύγδαλον]], Ἀμερίας παρ’ Ἀθην. 52C, Λακωνικ. [[ὡσαύτως]] [[μούκηρος]], Πάμφιλ. [[αὐτόθι]] 53Β· «Λάκωνας δὲ Σέλευκος ἐν γλώσσαις φησὶ καλεῖσθαι τὰ μαλακὰ κάρυα μουκήρους, Τηνίους δὲ καὶ γλυκέα κάρυα» 52C: - παρὰ τῷ αὐτῷ μνημονεύεται καὶ μουκηρόβατος, Λακων. ἀντὶ [[καρυοκατάκτης]], καὶ ἐπὶ τῆς αὐτῆς σημασ. ὁ Ἡσύχ. ἔχει μουκηροβαγόρ· ἐν ἀμφοτέροις τοῖς χωρίοις ὁ Dobree διώρθωσε μουκηροβάκτας, (ἴδε -ϝάκτας, ἐκ τοῦ ϝάγνυμι), Ahr. D. D. σελ. 45 μουκηρο-[[βαγός]], (δηλ. -ϝαγός). - Ἴδε Χατζιδάκην ἐν Ἀθηνᾶς τ. 8, σ. 18 καὶ 21. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{FriskDe | {{FriskDe | ||
|ftr='''μύκηρος''': {múkēros}<br />'''Forms''': lak. [[μούκηρος]]<br />'''Grammar''': m.<br />'''Meaning''': [[Mandel]], [[Nußsorte]] (Ath. 2, 52 c u. 53b, H.;<br />'''Composita''' : μουκηρόβατος (Ath. 2, 53b), -βας (H.) ’[[καρυοκατάκτης]], Nussknacker’, wohl für -[[βάγος]] = -ϝάγος zu (ϝ)άγνυμι [[zerbrechen]]; vgl. [[βάγος]] | |ftr='''μύκηρος''': {múkēros}<br />'''Forms''': lak. [[μούκηρος]]<br />'''Grammar''': m.<br />'''Meaning''': [[Mandel]], [[Nußsorte]] (Ath. 2, 52 c u. 53b, H.;<br />'''Composita''': μουκηρόβατος (Ath. 2, 53b), -βας (H.) ’[[καρυοκατάκτης]], Nussknacker’, wohl für -[[βάγος]] = -ϝάγος zu (ϝ)άγνυμι [[zerbrechen]]; vgl. [[βάγος]]· [[κλάσμα]] ... Λάκωνες H.; Einzelheiten bei E. Kretschmer Glotta 18, 95 f.<br />'''Etymology''': Dunkel. Die Anknüpfung an [[μύσσομαι]], [[μύξα]], lat. ''mūcus'' als "weiche, schleimige Frucht" (Hehn Kulturpflanzen 615) leuchtet semantisch wenig ein. Bechtel Dial. 2, 378 vermutet Zusammenhang mit dem synonymen [[ἀμυγδάλη]].<br />'''Page''' 2,267 | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:41, 25 August 2023
English (LSJ)
ὁ, = ἀμυγδάλη, almond, Lacon. and Tenian word, Seleuc. ap.Ath.2.52c: Lacon. also μούκηρος Pamphil.ib.53b:—hence μουκηρόβατος (leg. μουκηρόβαγός, i.e. μουκηρόϝαγός from ἄγνυμι), ὁ, = καρυοκατάκτης, Id.ibid.; written μουκηρόβας in Hsch.
German (Pape)
[Seite 216] ὁ, Mandel-, Nußbaum, Hesych. Vgl. das lakon. μούκηρος.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
amandier ou noisettier arbre.
Étymologie: DELG substrat.
Greek (Liddell-Scott)
μύκηρος: ὁ, ἀμύγδαλον, Ἀμερίας παρ’ Ἀθην. 52C, Λακωνικ. ὡσαύτως μούκηρος, Πάμφιλ. αὐτόθι 53Β· «Λάκωνας δὲ Σέλευκος ἐν γλώσσαις φησὶ καλεῖσθαι τὰ μαλακὰ κάρυα μουκήρους, Τηνίους δὲ καὶ γλυκέα κάρυα» 52C: - παρὰ τῷ αὐτῷ μνημονεύεται καὶ μουκηρόβατος, Λακων. ἀντὶ καρυοκατάκτης, καὶ ἐπὶ τῆς αὐτῆς σημασ. ὁ Ἡσύχ. ἔχει μουκηροβαγόρ· ἐν ἀμφοτέροις τοῖς χωρίοις ὁ Dobree διώρθωσε μουκηροβάκτας, (ἴδε -ϝάκτας, ἐκ τοῦ ϝάγνυμι), Ahr. D. D. σελ. 45 μουκηρο-βαγός, (δηλ. -ϝαγός). - Ἴδε Χατζιδάκην ἐν Ἀθηνᾶς τ. 8, σ. 18 καὶ 21.
Greek Monolingual
μύκηρος, λακων. τ. μούκηρος, ὁ (Α)
το αμύγδαλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Συνδέεται πιθ. με τα μύσσομαι, μύξα «βλέννα», λατ. mūcus», «βλέννα», οπότε θα είχε σημ. «μαλακός, βλεννώδης καρπός», άποψη που προσκρούει σε σημασιολογικές δυσχέρειες. Κατ' άλλους, η λ. συνδέεται με τη συνώνυμή της αμυγδάλη, οπότε ανάγεται και αυτή στο προελληνικό γλωσσικό υπόστρωμα. Η λ. εμφανίζεται ως α' συνθετικό στο σύνθ. μουκηροβαγός].
Frisk Etymological English
Grammatical information: m.
Meaning: almond, a nut (Ath. 2, 52 c a. 53b, H.
Other forms: Lac. μούκηρος, acc. to Seleuc. and Pamphil. ap. Ath. 2, 52c and 53c Laconian and Teian for ἀμυγδάλη; a further by-form is seen in ἀμιχθαλόεις; further are given ἄμυκτον γλυκύ. οἱ δε ἄμικτον H. and ἀμυκλίς γλυκύς, ἡδύς H. (Fur. 140).
Compounds: μουκηρό-βατος (Ath. 2, 53b), -βας (H.) καρυοκατάκτης, nutcracker', prob. for -βάγος = -Ϝάγος to (Ϝ)άγνυμι break; cf. βάγος κλάσμα ... Λάκωνες H.; details in E. Kretschmer Glotta 18, 95 f.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Unknown. The connection with μύσσομαι, μύξα, lat. mūcus as "weak, slimy fruit" (Hehn Kulturpflanzen 615) seems not helpful. Bechtel Dial. 2, 378 assumes connection with the synonymous ἀμυγδάλη. The variants show that the word is Pre-Greek.
Frisk Etymology German
μύκηρος: {múkēros}
Forms: lak. μούκηρος
Grammar: m.
Meaning: Mandel, Nußsorte (Ath. 2, 52 c u. 53b, H.;
Composita: μουκηρόβατος (Ath. 2, 53b), -βας (H.) ’καρυοκατάκτης, Nussknacker’, wohl für -βάγος = -ϝάγος zu (ϝ)άγνυμι zerbrechen; vgl. βάγος· κλάσμα ... Λάκωνες H.; Einzelheiten bei E. Kretschmer Glotta 18, 95 f.
Etymology: Dunkel. Die Anknüpfung an μύσσομαι, μύξα, lat. mūcus als "weiche, schleimige Frucht" (Hehn Kulturpflanzen 615) leuchtet semantisch wenig ein. Bechtel Dial. 2, 378 vermutet Zusammenhang mit dem synonymen ἀμυγδάλη.
Page 2,267