παράρυμα: Difference between revisions

From LSJ

Ἴσον θεῷ σου τοὺς φίλους τιμᾶν θέλε → Honora amicos tamquam honorares deos → Verehre willig deine Freunde Göttern gleich

Menander, Monostichoi, 269
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")
m (LSJ1 replacement)
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=pararyma
|Transliteration C=pararyma
|Beta Code=para/ruma
|Beta Code=para/ruma
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> v. [[παράρρυμα]]. παραρυμίς· <b class="b3">τὸ παρὰ τὸν ῥυμόν</b>, Hsch. παραρυτεῖν· [[παρέχειν]] (fort. [[παραχεῖν]]), Id. παρασαβάζω, v. [[παραισαβάζω]].</span>
|Definition=v. [[παράρρυμα]]. παραρυμίς· <b class="b3">τὸ παρὰ τὸν ῥυμόν</b>, [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] παραρυτεῖν· [[παρέχειν]] (fort. [[παραχεῖν]]), Id. παρασαβάζω, v. [[παραισαβάζω]].
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=παράρυμα zie παράρρυμα.
|elnltext=παράρυμα zie παράρρυμα.
}}
}}

Latest revision as of 09:15, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παράρυμα Medium diacritics: παράρυμα Low diacritics: παράρυμα Capitals: ΠΑΡΑΡΥΜΑ
Transliteration A: paráryma Transliteration B: pararyma Transliteration C: pararyma Beta Code: para/ruma

English (LSJ)

v. παράρρυμα. παραρυμίς· τὸ παρὰ τὸν ῥυμόν, Hsch. παραρυτεῖν· παρέχειν (fort. παραχεῖν), Id. παρασαβάζω, v. παραισαβάζω.

German (Pape)

[Seite 497] = παράῤῥυμα, f. L.

Greek Monolingual

-ατος, το, ΝΑ
νεοελλ.
ναυτ. μακριά πάνινη λωρίδα σε σχήμα επιμήκους ορθογωνίου που χρησιμοποιείται ως παραπέτασμα, σε μικρά ιστιοφόρα ή αλιευτικά σκάφη με χαμηλά έξαλα και έχει σκοπό να προφυλάξει το πλοίο από την εισροή νερού εξαιτίας πλάγιων κυματισμών, αλλ. κατάβλημα, κν. μουσαμάς της μπάντας
αρχ.
1. καθετί που απλώνεται κατά μήκος ή πάνω από κάτι ως παραπέτασμα για την προστασία του
2. παραπέτασμα από δέρμα ή από κετσέ που απλωνόταν κατά μήκος τών πλευρών τών πλοίων για προστασία τών ανδρών
3. το δέσιμο τών επιδέσμων
4. φρ. «παράρρυμα ποδός» — κάλυμμα του ποδιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + ῥῦμα (< ἐρύω [Ι] «σύρω, τραβώ»)].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παράρυμα zie παράρρυμα.