ψόθος: Difference between revisions

From LSJ

πενία μόνα τὰς τέχνας ἐγείρει → poverty alone promotes skilled work, necessity is the mother of invention, necessity is the mother of all invention, poverty is the mother of invention, out of necessity comes invention, out of necessity came invention, frugality is the mother of invention

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
 
(8 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=psothos
|Transliteration C=psothos
|Beta Code=yo/qos
|Beta Code=yo/qos
|Definition=ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> = [[ἀκαθαρσία]], <span class="bibl">Phryn.Com.95</span> (fr. Hsch. (where also = [[ψώρα]] and [[θόρυβος]]), Phot., Suid.); = [[ψόφος]] acc. to Theognost.<span class="title">Can.</span>54.</span>
|Definition=ὁ, = [[ἀκαθαρσία]] ([[filth]], [[dirt]], [[uncleanness]]), Phryn.Com.95 (fr. [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] (where also = [[ψώρα]] and [[θόρυβος]]), Phot., Suid.); = [[ψόφος]] ([[noise]]), acc. to Theognost.''Can.''54.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1401.png Seite 1401]] 1) = [[ψόφος]], [[θόρυβος]] (vgl. θήρ u. φήρ), VLL. – 2) = [[ψόλος]], VLL.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1401.png Seite 1401]] 1) = [[ψόφος]], [[θόρυβος]] (vgl. θήρ u. φήρ), VLL. – 2) = [[ψόλος]], VLL.
}}
{{elru
|elrutext='''ψόθος:''' ὁ Arph. = [[ψοθοιός]].
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 17: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />και ψοῑθος, ὁ, Α<br /><b>1.</b> ([[κατά]] το λεξ. [[Σούδα]]) α) [[αιθάλη]], [[καπνός]]<br />β) [[ρύπος]], [[ακαθαρσία]]<br /><b>2.</b> (μόνον ο τ. <i>ψοῑθος</i>) ([[κατά]] το Μέγα Ετυμολογικόν, τον <b>Φώτ.</b> και το λεξ. [[Σούδα]]) [[σποδός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. συνδέεται με το [[επιφώνημα]] <i>ψό</i> και εμφανίζει το ίδιο δασύ [[σύμφωνο]] -<i>θ</i>- με τα συνώνυμα [[ὄνθος]], [[σπέλεθος]], [[σπύραθος]].<br /><b>(II)</b><br />ὁ Α<br />([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b> και τον Θεόγνωστ.) [[θόρυβος]], [[ψόφος]] (Ι).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. συνδέεται με το [[επιφώνημα]] <i>ψό</i> και έχει σχηματιστεί πιθ. [[κατά]] τα συνώνυμα [[ψόφος]] [Ι], [[ῥόθος]].
|mltxt=<b>(I)</b><br />και ψοῑθος, ὁ, Α<br /><b>1.</b> ([[κατά]] το λεξ. [[Σούδα]]) α) [[αιθάλη]], [[καπνός]]<br />β) [[ρύπος]], [[ακαθαρσία]]<br /><b>2.</b> (μόνον ο τ. <i>ψοῖθος</i>) ([[κατά]] το Μέγα Ετυμολογικόν, τον <b>Φώτ.</b> και το λεξ. [[Σούδα]]) [[σποδός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. συνδέεται με το [[επιφώνημα]] <i>ψό</i> και εμφανίζει το ίδιο δασύ [[σύμφωνο]] -<i>θ</i>- με τα συνώνυμα [[ὄνθος]], [[σπέλεθος]], [[σπύραθος]].<br /><b>(II)</b><br />ὁ Α<br />([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b> και τον Θεόγνωστ.) [[θόρυβος]], [[ψόφος]] (Ι).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. συνδέεται με το [[επιφώνημα]] <i>ψό</i> και έχει σχηματιστεί πιθ. [[κατά]] τα συνώνυμα [[ψόφος]] [Ι], [[ῥόθος]].
}}
{{elru
|elrutext='''ψόθος:''' ὁ Arph. = [[ψοθοιός]].
}}
}}
{{FriskDe
{{FriskDe
|ftr='''ψόθος''': 1.<br />{psóthos}<br />'''Grammar''': m.<br />'''Meaning''': = [[ἀκαθαρσία]], [[ῥύπος]], [[ψώρα]] (A.''Fr''. 82 = 21 M., Ar. ''Fr''. 829, Phryn.Kom., H., Phot., Suid.); ψόθιον (-ίον cod.)· αἰθαλῶδες, ψοθόν· [[μέλαν]] H.; auch ψοθώ<ρ>α· [[ψώρα]], ψόθωρ<ον>· αὐχμηρόν H. (vgl. Wackernagel Phil. 95, 191), [[ψοθόκη]]· [[ἀκαθαρσία]] (Hdn. Gr.), [[ψοθοιὸς]] ὁ [[ἀκάθαρτος]] (Theognost. ''Kan''.).<br />'''Etymology''' : Volkstümliche Wörter ohne feste schriftliche Tradition. Am nächsten kommt [[ψόλος]] (s.d.); zum θ-Element vgl. die synonymen [[ὄνθος]], [[σπέλεθος]], σπύραθοι.<br />'''Page''' 2,1139<br />2.<br />{psóthos}<br />'''Meaning''': ... [[θόρυβος]], ψοθάλλειν· ψοφεῖν H.; ψοθεῦσιν = ψοφέουσιν (Kall.''Fr''. 194, 106).<br />'''Etymology''' : Kreuzung von [[ψόφος]] und [[ῥόθος]]; ψοθάλλειν nach ψάλλειν u.a.<br />'''Page''' 2,1139
|ftr='''ψόθος''': 1.<br />{psóthos}<br />'''Grammar''': m.<br />'''Meaning''': = [[ἀκαθαρσία]], [[ῥύπος]], [[ψώρα]] (A.''Fr''. 82 = 21 M., Ar. ''Fr''. 829, Phryn.Kom., H., Phot., Suid.); ψόθιον (-ίον cod.)· αἰθαλῶδες, ψοθόν· [[μέλαν]] H.; auch ψοθώ<ρ>α· [[ψώρα]], ψόθωρ<ον>· αὐχμηρόν H. (vgl. Wackernagel Phil. 95, 191), [[ψοθόκη]]· [[ἀκαθαρσία]] (Hdn. Gr.), [[ψοθοιὸς]] ὁ [[ἀκάθαρτος]] (Theognost. ''Kan''.).<br />'''Etymology''': Volkstümliche Wörter ohne feste schriftliche Tradition. Am nächsten kommt [[ψόλος]] (s.d.); zum θ-Element vgl. die synonymen [[ὄνθος]], [[σπέλεθος]], σπύραθοι.<br />'''Page''' 2,1139<br />2.<br />{psóthos}<br />'''Meaning''': ... [[θόρυβος]], ψοθάλλειν· ψοφεῖν H.; ψοθεῦσιν = ψοφέουσιν (Kall.''Fr''. 194, 106).<br />'''Etymology''': Kreuzung von [[ψόφος]] und [[ῥόθος]]; ψοθάλλειν nach ψάλλειν u.a.<br />'''Page''' 2,1139
}}
}}

Latest revision as of 14:51, 6 February 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ψόθος Medium diacritics: ψόθος Low diacritics: ψόθος Capitals: ΨΟΘΟΣ
Transliteration A: psóthos Transliteration B: psothos Transliteration C: psothos Beta Code: yo/qos

English (LSJ)

ὁ, = ἀκαθαρσία (filth, dirt, uncleanness), Phryn.Com.95 (fr. Hsch. (where also = ψώρα and θόρυβος), Phot., Suid.); = ψόφος (noise), acc. to Theognost.Can.54.

German (Pape)

[Seite 1401] 1) = ψόφος, θόρυβος (vgl. θήρ u. φήρ), VLL. – 2) = ψόλος, VLL.

Russian (Dvoretsky)

ψόθος: ὁ Arph. = ψοθοιός.

Greek (Liddell-Scott)

ψόθος: ὁ, = ψόφος, κατὰ διαλεκτικὴν μεταβολήν, Θεόγνωστ. ἐν Κραμ. Ὀξ. Ἀν. 54. 13. ΙΙ. = ψόλος, Ἡσύχ., Σουΐδ.· κατὰ τὸν Φρύνιχ. παρὰ Φωτ., = ἀκαθαρσία· ἐντεῦθεν ἐπίθ. ψόθιος, -α, -ον, καὶ ψόθωρος, ον, = ψολόεις, Ἡσύχ. Ἐκ τοῦ ψόλος κατὰ διαλεκτικὴν μεταβολήν, ὡς τὸ Λατ. lacryma, ἐκ τοῦ δάκρυον, κλπ.)

Greek Monolingual

(I)
και ψοῑθος, ὁ, Α
1. (κατά το λεξ. Σούδα) α) αιθάλη, καπνός
β) ρύπος, ακαθαρσία
2. (μόνον ο τ. ψοῖθος) (κατά το Μέγα Ετυμολογικόν, τον Φώτ. και το λεξ. Σούδα) σποδός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με το επιφώνημα ψό και εμφανίζει το ίδιο δασύ σύμφωνο -θ- με τα συνώνυμα ὄνθος, σπέλεθος, σπύραθος.
(II)
ὁ Α
(κατά τον Ησύχ. και τον Θεόγνωστ.) θόρυβος, ψόφος (Ι).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με το επιφώνημα ψό και έχει σχηματιστεί πιθ. κατά τα συνώνυμα ψόφος [Ι], ῥόθος.

Frisk Etymology German

ψόθος: 1.
{psóthos}
Grammar: m.
Meaning: = ἀκαθαρσία, ῥύπος, ψώρα (A.Fr. 82 = 21 M., Ar. Fr. 829, Phryn.Kom., H., Phot., Suid.); ψόθιον (-ίον cod.)· αἰθαλῶδες, ψοθόν· μέλαν H.; auch ψοθώ<ρ>α· ψώρα, ψόθωρ<ον>· αὐχμηρόν H. (vgl. Wackernagel Phil. 95, 191), ψοθόκη· ἀκαθαρσία (Hdn. Gr.), ψοθοιὸςἀκάθαρτος (Theognost. Kan.).
Etymology: Volkstümliche Wörter ohne feste schriftliche Tradition. Am nächsten kommt ψόλος (s.d.); zum θ-Element vgl. die synonymen ὄνθος, σπέλεθος, σπύραθοι.
Page 2,1139
2.
{psóthos}
Meaning: ... θόρυβος, ψοθάλλειν· ψοφεῖν H.; ψοθεῦσιν = ψοφέουσιν (Kall.Fr. 194, 106).
Etymology: Kreuzung von ψόφος und ῥόθος; ψοθάλλειν nach ψάλλειν u.a.
Page 2,1139