αἰκιστικός: Difference between revisions
Τί ἐστι θάνατος; Αἰώνιος ὕπνος, ἀνάλυσις σώματος, ταλαιπωρούντων ἐπιθυμία, πνεύματος ἀπόστασις, πλουσίων φόβος, πενήτων ἐπιθυμία, λύσις μελῶν, φυγὴ καὶ ἀπόκτησις βίου, ὕπνου πατήρ, ἀληθινὴ προθεσμία, ἀπόλυσις πάντων. → What is Death? Everlasting sleep, the dissolution of the body, the desire of those who suffer, the departure of the spirit, the fear of rich men, the desire of paupers, the undoing of the limbs, flight from life and the loss of its possession, the father of sleep, an appointed day sure to be met, the breakup of all things.
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(4 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=aikistikos | |Transliteration C=aikistikos | ||
|Beta Code=ai)kistiko/s | |Beta Code=ai)kistiko/s | ||
|Definition=ή, όν | |Definition=αἰκιστική, αἰκιστικόν, [[prone to outrage]], only in Adv. [[αἰκιστικῶς]] Sch.Il.22.336, Poll.8.75, etc. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">1</b> [[ultrajante]], [[ignominioso]] Apollon.<i>Lex</i>.109, como glosa a [[ἀϊκής]] <i>Epim.Hom.Il</i>.p.306, junto a ὑβριστικός Poll.8.75.<br /><b class="num">2</b> adv. -ῶς [[violenta]], [[ultrajantemente]] Poll.8.76, Sch.Er.<i>Il</i>.22.336. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''αἰκιστικός''': -ή, -όν, ἐπιρρεπὴς εἰς τὸ αἰκίζειν· τὸ ἐπίθ. τοῦτο [[εἶναι]] γνωστὸν ἐξ ἐπίρρ. -κῶς, Σχολ. Ἑνετ. Β. 22. 336, Πολυδ. 8. 75· καὶ παρ’ ἄλλοις Γραμμ: - θηλ. [[αἰκίστρια]], ἡ, (ὡς εἰ ἐξ ἀρσεν. αἰκιστής). Σουΐδ. - Ἐπίρρ. -κῶς, Σχολ. Ἑνετ. Β. Ἰλ. Χ. 336. | |lstext='''αἰκιστικός''': -ή, -όν, ἐπιρρεπὴς εἰς τὸ αἰκίζειν· τὸ ἐπίθ. τοῦτο [[εἶναι]] γνωστὸν ἐξ ἐπίρρ. -κῶς, Σχολ. Ἑνετ. Β. 22. 336, Πολυδ. 8. 75· καὶ παρ’ ἄλλοις Γραμμ: - θηλ. [[αἰκίστρια]], ἡ, (ὡς εἰ ἐξ ἀρσεν. αἰκιστής). Σουΐδ. - Ἐπίρρ. -κῶς, Σχολ. Ἑνετ. Β. Ἰλ. Χ. 336. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{pape | ||
| | |ptext=<i>zum [[Mißhandeln]] [[geneigt]]</i>, Poll. 8.75. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:25, 25 August 2023
English (LSJ)
αἰκιστική, αἰκιστικόν, prone to outrage, only in Adv. αἰκιστικῶς Sch.Il.22.336, Poll.8.75, etc.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
1 ultrajante, ignominioso Apollon.Lex.109, como glosa a ἀϊκής Epim.Hom.Il.p.306, junto a ὑβριστικός Poll.8.75.
2 adv. -ῶς violenta, ultrajantemente Poll.8.76, Sch.Er.Il.22.336.
Greek (Liddell-Scott)
αἰκιστικός: -ή, -όν, ἐπιρρεπὴς εἰς τὸ αἰκίζειν· τὸ ἐπίθ. τοῦτο εἶναι γνωστὸν ἐξ ἐπίρρ. -κῶς, Σχολ. Ἑνετ. Β. 22. 336, Πολυδ. 8. 75· καὶ παρ’ ἄλλοις Γραμμ: - θηλ. αἰκίστρια, ἡ, (ὡς εἰ ἐξ ἀρσεν. αἰκιστής). Σουΐδ. - Ἐπίρρ. -κῶς, Σχολ. Ἑνετ. Β. Ἰλ. Χ. 336.
German (Pape)
zum Mißhandeln geneigt, Poll. 8.75.