κατασκήνωσις: Difference between revisions
Ὤδινεν ὄρος, Ζεὺς δ' ἐφοβεῖτο, τὸ δ' ἔτεκεν μῦν → The mountain was in labor—even Zeus was afraid—but gave birth to a mouse
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(12 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=kataskinosis | |Transliteration C=kataskinosis | ||
|Beta Code=kataskh/nwsis | |Beta Code=kataskh/nwsis | ||
|Definition=εως, ἡ, < | |Definition=-εως, ἡ,<br><span class="bld">A</span> [[encamping]], [[taking up one's quarters]], [[LXX]] ''1 Ch.'' 28.2, al.; καλεῖν τινα πρὸς κατασκήνωσιν Plb.11.26.5; <b class="b3">διδόναι εἰς κ.</b> to give them as [[quarters]], ''OGI''229.57 (Smyrna, iii B.C.); <b class="b3">ἐν κ.</b> in [[camp]], Onos.11.6: pl. -σκηνώσεις βασιλέων ''Gp.''11.2.9.<br><span class="bld">2</span> of birds, [[restingplace]], [[nest]], Ev.Matt.8.20 (pl.). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1379.png Seite 1379]] ἡ, das Lagern, das Lager, das Zelt, Pol. 1, 26, 5 u. Sp. Auch das Nest der Vögel, Hatth. 8, 20. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1379.png Seite 1379]] ἡ, das Lagern, das Lager, das Zelt, Pol. 1, 26, 5 u. Sp. Auch das Nest der Vögel, Hatth. 8, 20. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{bailly | ||
| | |btext=εως (ἡ) :<br />action de planter sa tente :<br /><b>1</b> [[tente]], [[demeure]];<br /><b>2</b> [[nid]].<br />'''Étymologie:''' [[κατασκηνόω]]. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=κατασκήνωσις -εως, ἡ [κατασκηνόω] [[nest]], [[van vogels]]. | |||
}} | }} | ||
{{ | {{elru | ||
| | |elrutext='''κατασκήνωσις:''' εως ἡ<br /><b class="num">1</b> [[лагерь]] или [[палатка]] Polyb.;<br /><b class="num">2</b> [[гнездо]] (τὰ πετεινὰ [[ἔχει]] κατασκηνώσεις NT). | ||
}} | }} | ||
{{StrongGR | {{StrongGR | ||
Line 28: | Line 31: | ||
|lsmtext='''κατασκήνωσις:''' -εως, ἡ, [[στρατοπέδευση]]· λέγεται για πουλιά, [[τόπος]] ανάπαυσης και διαμονής, [[φωλιά]], σε Καινή Διαθήκη | |lsmtext='''κατασκήνωσις:''' -εως, ἡ, [[στρατοπέδευση]]· λέγεται για πουλιά, [[τόπος]] ανάπαυσης και διαμονής, [[φωλιά]], σε Καινή Διαθήκη | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''κατασκήνωσις''': -εως, ἡ, τὸ νὰ τοποθετήσῃ τις τὴν σκηνὴν του, καὶ αὐτὴ ἡ [[σκηνή]], [[στρατοπέδευσις]], [[κατάλυσις]], καλεῖν τινα ἐπὶ κατασκήνωσιν Πολύβ. 11. 26, 5· διδόναι εἰς κατασκήνωσιν, ὡς καταλύματα, Συλλ. Ἐπιγρ. 3137Β. 57· ἐν πορείᾳ καὶ ἐν κατασκηνώσει Ὀνησ. Στρατηγ. 11. 2. 2) ἐπὶ πτηνῶν, [[τόπος]] ἀναπαύσεως καὶ διαμονῆς, [[φωλεά]], αἱ ἀλώπεκες ἔχουσι φωλεοὺς καὶ τὰ πετεινὰ κατασκηνώσεις Εὐαγγ. κ. Ματθ. η´, 20. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |
Latest revision as of 10:29, 25 August 2023
English (LSJ)
-εως, ἡ,
A encamping, taking up one's quarters, LXX 1 Ch. 28.2, al.; καλεῖν τινα πρὸς κατασκήνωσιν Plb.11.26.5; διδόναι εἰς κ. to give them as quarters, OGI229.57 (Smyrna, iii B.C.); ἐν κ. in camp, Onos.11.6: pl. -σκηνώσεις βασιλέων Gp.11.2.9.
2 of birds, restingplace, nest, Ev.Matt.8.20 (pl.).
German (Pape)
[Seite 1379] ἡ, das Lagern, das Lager, das Zelt, Pol. 1, 26, 5 u. Sp. Auch das Nest der Vögel, Hatth. 8, 20.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
action de planter sa tente :
1 tente, demeure;
2 nid.
Étymologie: κατασκηνόω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατασκήνωσις -εως, ἡ [κατασκηνόω] nest, van vogels.
Russian (Dvoretsky)
κατασκήνωσις: εως ἡ
1 лагерь или палатка Polyb.;
2 гнездо (τὰ πετεινὰ ἔχει κατασκηνώσεις NT).
English (Strong)
from κατασκηνόω; an encamping, i.e. (figuratively) a perch: nest.
English (Thayer)
κατασκηνώσεως, ἡ (κατασκηνόω, which see), properly, the pitching of tents, encamping; place of tarrying, encampment, abode: of the haunts of birds, מִשְׁכָּן, Polybius 11,26, 5; Diodorus 17,95).
Greek Monotonic
κατασκήνωσις: -εως, ἡ, στρατοπέδευση· λέγεται για πουλιά, τόπος ανάπαυσης και διαμονής, φωλιά, σε Καινή Διαθήκη
Greek (Liddell-Scott)
κατασκήνωσις: -εως, ἡ, τὸ νὰ τοποθετήσῃ τις τὴν σκηνὴν του, καὶ αὐτὴ ἡ σκηνή, στρατοπέδευσις, κατάλυσις, καλεῖν τινα ἐπὶ κατασκήνωσιν Πολύβ. 11. 26, 5· διδόναι εἰς κατασκήνωσιν, ὡς καταλύματα, Συλλ. Ἐπιγρ. 3137Β. 57· ἐν πορείᾳ καὶ ἐν κατασκηνώσει Ὀνησ. Στρατηγ. 11. 2. 2) ἐπὶ πτηνῶν, τόπος ἀναπαύσεως καὶ διαμονῆς, φωλεά, αἱ ἀλώπεκες ἔχουσι φωλεοὺς καὶ τὰ πετεινὰ κατασκηνώσεις Εὐαγγ. κ. Ματθ. η´, 20.
Middle Liddell
κατασκήνωσις, εως [from κατασκηνόω
an encamping:—of birds, a resting-place, nest, NTest.
Chinese
原文音譯:katask»nwsij 卡他-士咳挪西士
詞類次數:名詞(2)
原文字根:向下-帳棚
字義溯源:宿營,住宿,夜宿,窩;源自(κατασκηνόω)=紮營);由(κατά / καθεῖς / καθημέραν / κατακύπτω)*=下,按照)與(σκηνόω)=住帳棚)組成;其中 (σκηνόω)出自(σκῆνος)=茅舍), (σκῆνος)出自(σκηνή)=帳棚),而 (σκηνή)又出自(σκεῦος)*=器具),或出自 (σκιά)*=蔭)
出現次數:總共(2);太(1);路(1)
譯字彙編:
1) 窩(2) 太8:20; 路9:58