Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κεραμεύω: Difference between revisions

From LSJ

Ἀλλ’ ἐσθ’ ὁ θάνατος λοῖσθος ἰατρός κακῶν → But death is the ultimate healer of ills

Sophocles, Fragment 698
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
m (LSJ1 replacement)
 
(9 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kerameyo
|Transliteration C=kerameyo
|Beta Code=kerameu/w
|Beta Code=kerameu/w
|Definition=<span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> to [[be a potter]], <span class="bibl">Phryn.Com.15</span>, <span class="bibl">Pl.<span class="title">R.</span>467a</span>, etc. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> c. acc., <b class="b3">κ. κανθάρους</b> [[make earthenware]] cups, <span class="bibl">Epig.4</span>; <b class="b3">τὰ τρύβλια κακῶς κ., τὴν δὲ πόλιν εὖ καὶ καλῶς</b> he [[tinkers]] the state, of the demagogue Cephalos, whose father was a potter, <span class="bibl">Ar.<span class="title">Ec.</span>253</span>; <b class="b3">κ. τὸν κεραμέα</b> [[make a pot of]] the potter, <span class="bibl">Pl.<span class="title">Euthd.</span>301d</span>; <b class="b3">τὸ Νέστορος ποτήριον πολλοὶ -εύουσι</b>, i.e. [[discuss its manufacture]], <span class="bibl">Ath.11.781d</span>:—Med., <b class="b3">ἐκεραμεύσαντο… ποτήρια</b> [[they had]] them [[made]], <span class="bibl">Pherecr.143</span>:—Pass., χύτρα κεκεραμευμένη ὑπὸ ἀγαθοῦ κεραμέως <span class="bibl">Pl.<span class="title">Hp.Ma.</span>288d</span>, cf. <span class="bibl">Nicostr.Com.10</span>.</span>
|Definition=<span class="bld">A</span> to [[be a potter]], Phryn.Com.15, [[Plato|Pl.]]''[[Republic|R.]]'' 467a, etc.<br><span class="bld">2</span> c. acc., <b class="b3">κ. κανθάρους</b> [[make earthenware]] cups, Epig.4; <b class="b3">τὰ τρύβλια κακῶς κ., τὴν δὲ πόλιν εὖ καὶ καλῶς</b> he [[tinkers]] the state, of the demagogue Cephalos, whose father was a potter, Ar.''Ec.''253; <b class="b3">κ. τὸν κεραμέα</b> [[make a pot of]] the potter, Pl.''Euthd.''301d; <b class="b3">τὸ Νέστορος ποτήριον πολλοὶ -εύουσι</b>, i.e. [[discuss its manufacture]], Ath.11.781d:—Med., <b class="b3">ἐκεραμεύσαντο… ποτήρια</b> [[they had]] them made, Pherecr.143:—Pass., χύτρα κεκεραμευμένη ὑπὸ ἀγαθοῦ κεραμέως Pl.''Hp.Ma.''288d, cf. Nicostr.Com.10.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1420.png Seite 1420]] Töpfer sein, Töpferarbeit machen, Plat. Euthyd . 301 c u. öfter; auch pass., εἰ ἡ [[χύτρα]] κεκεραμευμένη εἴη ὑπ' ἀγαθοῦ κεραμέως Hipp. mai. 288 d, wie Ar. bei Ath. XI, 478 d. Uebertr. sagt Ar. Eccl. 252 τὰ τρύβλια κακῶς κεραμεύειν, τὴν δὲ πόλιν εὖ καὶ [[καλῶς]], von dem Demagogen Kephalos, dem Sohne eines Töpfers, er töpfert den Staat gut zusammen.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1420.png Seite 1420]] Töpfer sein, Töpferarbeit machen, Plat. Euthyd . 301 c u. öfter; auch pass., εἰ ἡ [[χύτρα]] κεκεραμευμένη εἴη ὑπ' ἀγαθοῦ κεραμέως Hipp. mai. 288 d, wie Ar. bei Ath. XI, 478 d. Übertr. sagt Ar. Eccl. 252 τὰ τρύβλια κακῶς κεραμεύειν, τὴν δὲ πόλιν εὖ καὶ [[καλῶς]], von dem Demagogen Kephalos, dem Sohne eines Töpfers, er töpfert den Staat gut zusammen.
}}
}}
{{ls
{{bailly
|lstext='''κερᾰμεύω''': εἶμαι [[κεραμεύς]], [[ἐργάζομαι]] εἰς κατασκευὴν πηλίνων ἀγγείων, Φρύνιχ. Κωμ. ἐν «Κωμασταῖς» 1, Πλάτ., κλ. 2) μετ’ αἰτ., κ. κανθάρους, [[κατασκευάζω]] πήλινα ποτήρια, Ἐπιγέν. ἐν «Ἡρωΐνῃ» 1· τὰ τρύβλια κακῶς κ., τὴν δὲ πόλιν εὖ καὶ [[καλῶς]], περὶ τοῦ δημαγωγοῦ Κεφάλου, οὗ ὁ πατὴρ ἦτο [[κεραμεύς]], Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 253· καὶ ἐάν… τὸν κεραμέα κεραμεύσῃ, τὸν μεταχειρισθῇ ὡς ὕλην κεραμευτικήν, Πλάτ. Εὐθύδ. 301D. ― Μέσ., ἐκεραμεύσαντο… ποτήρια, κατεσκεύασαν, Φερεκρ. ἐν «Τυραννίδι» 1.
|btext=<b>1</b> [[façonner en argile]];<br /><b>2</b> <i>fig.</i> façonner comme de l'argile.<br />'''Étymologie:''' [[κεραμεύς]].
}}
{{elnl
|elnltext=κεραμεύω [κεραμεύς] pottenbakker zijn. fabriceren, kneden, overdr. bakken:. τὰ τρύβλια κακῶς κεραμεύειν, τὴν δὲ πόλιν εὖ καὶ καλῶς van pottenbakken bakt hij niets, maar de stad bakt hij een prachtige poets Aristoph. Ec. 253.
}}
}}
{{bailly
{{elru
|btext=<b>1</b> façonner en argile;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> façonner comme de l’argile.<br />'''Étymologie:''' [[κεραμεύς]].
|elrutext='''κεραμεύω:''' [[заниматься гончарным делом]], [[лепить]] (τὰ τρύβλια Arph.; ἡ [[χύτρα]] κεκεραμευμένη ὑπ᾽ ἀγαθοῦ κεραμέως Plat.).
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=(ΑΜ [[κεραμεύω]]) [[κέραμος]]<br />[[είμαι]] [[κεραμέας]], [[κατασκευάζω]] πήλινα αγγεία («πολὺν χρόνον διακονοῡντες θεωροῡσι πρὶν ἅπτεσθαι τοῦ κεραμεύειν»).
|mltxt=(ΑΜ [[κεραμεύω]]) [[κέραμος]]<br />[[είμαι]] [[κεραμέας]], [[κατασκευάζω]] πήλινα αγγεία («πολὺν χρόνον διακονοῦν
τες θεωροῦσι πρὶν ἅπτεσθαι τοῦ κεραμεύειν»).
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κερᾰμεύω:''' μέλ. <i>-σω</i> ([[κεραμεύς]]),<br /><b class="num">1.</b> είμαι [[κεραμέας]], [[δουλεύω]] με το υλικό του πηλού, σε Πλάτ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> με αιτ., <i>κ. τὸν κεραμέα</i>, τον μεταχειρίζεται σαν κεραμική ύλη, στον ίδ.
|lsmtext='''κερᾰμεύω:''' μέλ. <i>-σω</i> ([[κεραμεύς]]),<br /><b class="num">1.</b> είμαι [[κεραμέας]], [[δουλεύω]] με το υλικό του πηλού, σε Πλάτ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> με αιτ., <i>κ. τὸν κεραμέα</i>, τον μεταχειρίζεται σαν κεραμική ύλη, στον ίδ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κεραμεύω:''' заниматься гончарным делом, лепить (τὰ τρύβλια Arph.; ἡ [[χύτρα]] κεκεραμευμένη ὑπ᾽ ἀγαθοῦ κεραμέως Plat.).
|lstext='''κερᾰμεύω''': εἶμαι [[κεραμεύς]], [[ἐργάζομαι]] εἰς κατασκευὴν πηλίνων ἀγγείων, Φρύνιχ. Κωμ. ἐν «Κωμασταῖς» 1, Πλάτ., κλ. 2) μετ’ αἰτ., κ. κανθάρους, [[κατασκευάζω]] πήλινα ποτήρια, Ἐπιγέν. ἐν «Ἡρωΐνῃ» 1· τὰ τρύβλια κακῶς κ., τὴν δὲ πόλιν εὖ καὶ [[καλῶς]], περὶ τοῦ δημαγωγοῦ Κεφάλου, οὗ ὁ πατὴρ ἦτο [[κεραμεύς]], Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 253· καὶ ἐάν… τὸν κεραμέα κεραμεύσῃ, τὸν μεταχειρισθῇ ὡς ὕλην κεραμευτικήν, Πλάτ. Εὐθύδ. 301D. ― Μέσ., ἐκεραμεύσαντο… ποτήρια, κατεσκεύασαν, Φερεκρ. ἐν «Τυραννίδι» 1.
}}
{{elnl
|elnltext=κεραμεύω [κεραμεύς] pottenbakker zijn. fabriceren, kneden, overdr. bakken:. τὰ τρύβλια κακῶς κεραμεύειν, τὴν δὲ πόλιν εὖ καὶ καλῶς van pottenbakken bakt hij niets, maar de stad bakt hij een prachtige poets Aristoph. Ec. 253.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=κερᾰμεύω, fut. -σω [[κεραμεύς]]<br /><b class="num">1.</b> to be a [[potter]], [[work]] in [[earthenware]], Plat., etc.<br /><b class="num">2.</b> c. acc., κ. τὸν κεραμέα to make a pot of the [[potter]], Plat.
|mdlsjtxt=κερᾰμεύω, fut. -σω [[κεραμεύς]]<br /><b class="num">1.</b> to be a [[potter]], [[work]] in [[earthenware]], Plat., etc.<br /><b class="num">2.</b> c. acc., κ. τὸν κεραμέα to make a pot of the [[potter]], Plat.
}}
}}

Latest revision as of 10:17, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κερᾰμεύω Medium diacritics: κεραμεύω Low diacritics: κεραμεύω Capitals: ΚΕΡΑΜΕΥΩ
Transliteration A: kerameúō Transliteration B: kerameuō Transliteration C: kerameyo Beta Code: kerameu/w

English (LSJ)

A to be a potter, Phryn.Com.15, Pl.R. 467a, etc.
2 c. acc., κ. κανθάρους make earthenware cups, Epig.4; τὰ τρύβλια κακῶς κ., τὴν δὲ πόλιν εὖ καὶ καλῶς he tinkers the state, of the demagogue Cephalos, whose father was a potter, Ar.Ec.253; κ. τὸν κεραμέα make a pot of the potter, Pl.Euthd.301d; τὸ Νέστορος ποτήριον πολλοὶ -εύουσι, i.e. discuss its manufacture, Ath.11.781d:—Med., ἐκεραμεύσαντο… ποτήρια they had them made, Pherecr.143:—Pass., χύτρα κεκεραμευμένη ὑπὸ ἀγαθοῦ κεραμέως Pl.Hp.Ma.288d, cf. Nicostr.Com.10.

German (Pape)

[Seite 1420] Töpfer sein, Töpferarbeit machen, Plat. Euthyd . 301 c u. öfter; auch pass., εἰ ἡ χύτρα κεκεραμευμένη εἴη ὑπ' ἀγαθοῦ κεραμέως Hipp. mai. 288 d, wie Ar. bei Ath. XI, 478 d. Übertr. sagt Ar. Eccl. 252 τὰ τρύβλια κακῶς κεραμεύειν, τὴν δὲ πόλιν εὖ καὶ καλῶς, von dem Demagogen Kephalos, dem Sohne eines Töpfers, er töpfert den Staat gut zusammen.

French (Bailly abrégé)

1 façonner en argile;
2 fig. façonner comme de l'argile.
Étymologie: κεραμεύς.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κεραμεύω [κεραμεύς] pottenbakker zijn. fabriceren, kneden, overdr. bakken:. τὰ τρύβλια κακῶς κεραμεύειν, τὴν δὲ πόλιν εὖ καὶ καλῶς van pottenbakken bakt hij niets, maar de stad bakt hij een prachtige poets Aristoph. Ec. 253.

Russian (Dvoretsky)

κεραμεύω: заниматься гончарным делом, лепить (τὰ τρύβλια Arph.; ἡ χύτρα κεκεραμευμένη ὑπ᾽ ἀγαθοῦ κεραμέως Plat.).

Greek Monolingual

(ΑΜ κεραμεύω) κέραμος
είμαι κεραμέας, κατασκευάζω πήλινα αγγεία («πολὺν χρόνον διακονοῦν τες θεωροῦσι πρὶν ἅπτεσθαι τοῦ κεραμεύειν»).

Greek Monotonic

κερᾰμεύω: μέλ. -σω (κεραμεύς),
1. είμαι κεραμέας, δουλεύω με το υλικό του πηλού, σε Πλάτ. κ.λπ.
2. με αιτ., κ. τὸν κεραμέα, τον μεταχειρίζεται σαν κεραμική ύλη, στον ίδ.

Greek (Liddell-Scott)

κερᾰμεύω: εἶμαι κεραμεύς, ἐργάζομαι εἰς κατασκευὴν πηλίνων ἀγγείων, Φρύνιχ. Κωμ. ἐν «Κωμασταῖς» 1, Πλάτ., κλ. 2) μετ’ αἰτ., κ. κανθάρους, κατασκευάζω πήλινα ποτήρια, Ἐπιγέν. ἐν «Ἡρωΐνῃ» 1· τὰ τρύβλια κακῶς κ., τὴν δὲ πόλιν εὖ καὶ καλῶς, περὶ τοῦ δημαγωγοῦ Κεφάλου, οὗ ὁ πατὴρ ἦτο κεραμεύς, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 253· καὶ ἐάν… τὸν κεραμέα κεραμεύσῃ, τὸν μεταχειρισθῇ ὡς ὕλην κεραμευτικήν, Πλάτ. Εὐθύδ. 301D. ― Μέσ., ἐκεραμεύσαντο… ποτήρια, κατεσκεύασαν, Φερεκρ. ἐν «Τυραννίδι» 1.

Middle Liddell

κερᾰμεύω, fut. -σω κεραμεύς
1. to be a potter, work in earthenware, Plat., etc.
2. c. acc., κ. τὸν κεραμέα to make a pot of the potter, Plat.