κινητήριος: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ἄλλως δὲ πολυειδῶς συζευγνύουσι τοῖς πράγµασι τὰ µαθήµατα, ὡς καὶ τῶν πραγµάτων ὁµοιοῦσθαι τοῖς µαθήµασι δυναµένων καὶ τῶν µαθηµάτων τοῖς πράγµασι φύσιν ἐχόντων ἀπεικάζεσθαι καὶ ἀµφοτέρων πρὸς ἄλληλα ἀνθοµοιουµένων → they couple mathematical objects to things in several other ways as well, since things can be assimilated to mathematical objects, and mathematical objects can by nature be likened to things, both being in a relation of mutual resemblance

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
m (LSJ1 replacement)
 
(10 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kinitirios
|Transliteration C=kinitirios
|Beta Code=kinhth/rios
|Beta Code=kinhth/rios
|Definition=α, ον, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> = [[κινητικός]], [[μύωψ]] <span class="bibl">A.<span class="title">Supp.</span>307</span>; <b class="b3">ἀλγεινὰ θυμοῦ κ</b>. ib.<span class="bibl">448</span>; <b class="b3">τὸ κ</b>. [[ladle]], = [[κίνητρον]], Sch.<span class="bibl">Ar.<span class="title">Eq.</span>980</span>.</span>
|Definition=α, ον, = [[κινητικός]], [[μύωψ]] A.''Supp.''307; <b class="b3">ἀλγεινὰ θυμοῦ κ.</b> ib.448; <b class="b3">τὸ κ.</b> [[ladle]], = [[κίνητρον]], Sch.[[Aristophanes|Ar.]]''[[The Knights|Eq.]]''980.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1440.png Seite 1440]] bewegend, in Bewegung setzend; βοηλάτην μύωπα κινητήριον Aesch. Suppl. 303, vgl. 443; – τὸ κινητήριον, Erkl. von [[τορύνη]], Schol. Ar. Equ. 980.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1440.png Seite 1440]] bewegend, in Bewegung setzend; βοηλάτην μύωπα κινητήριον Aesch. Suppl. 303, vgl. 443; – τὸ κινητήριον, Erkl. von [[τορύνη]], Schol. Ar. Equ. 980.
}}
{{bailly
|btext=α, ον :<br />[[qui met en mouvement]], [[qui agite]].<br />'''Étymologie:''' [[κινέω]].
}}
{{elnl
|elnltext=κινητήριος -α -ον [κινητήρ] [[in beweging brengend]].
}}
{{elru
|elrutext='''κῑνητήριος:'''<br /><b class="num">1</b> [[движущий]], [[погоняющий]], [[преследующий]] (μύοψ Aesch.);<br /><b class="num">2</b> [[возбуждающий]], [[вызывающий]] (ἀλγεινὰ θυμοῦ Aesch. - [[varia lectio|v.l.]] κ. ἀλγεῖν ἃ θυμοῦ [[κάρτα]]).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''κῑνητήριος''': -α, -ον, = [[κινητικός]], Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 307· ἀλγεινὰ θυμοῦ κ. [[αὐτόθι]] 448· ― τὸ κινητήριον, [[τορύνη]], μέγα [[κοχλιάριον]], ὡς τὸ [[κίνητρον]], Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἱππ. 980.
|lstext='''κῑνητήριος''': -α, -ον, = [[κινητικός]], Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 307· ἀλγεινὰ θυμοῦ κ. [[αὐτόθι]] 448· ― τὸ κινητήριον, [[τορύνη]], μέγα [[κοχλιάριον]], ὡς τὸ [[κίνητρον]], Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἱππ. 980.
}}
{{bailly
|btext=α, ον :<br />qui met en mouvement, qui agite.<br />'''Étymologie:''' [[κινέω]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-α, -ο,θηλ. και -ος και -ία (Α [[κινητήριος]], -ία, -ον) [[κινητήρ]]<br />[[ικανός]] ή [[κατάλληλος]] να μεταδώσει [[κίνηση]] σε [[κάτι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «κινητήρια [[δύναμη]]» <br />α) η [[δύναμη]], η [[ενέργεια]] που θέτει [[κάτι]] σε [[κίνηση]] ή σε [[λειτουργία]]<br />β) <b>μτφ.</b> το απαραίτητο [[μέσο]] με το οποίο μπορεί να πετύχει [[κάποιος]] [[κάτι]] («κινητήρια [[δύναμη]] [[σήμερα]] [[είναι]] το [[χρήμα]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ κινητήριον</i><br /><b>1.</b> η [[κουτάλα]], το [[κίνητρο]]<br /><b>2.</b> [[οίκος]] ανοχής, [[πορνείο]].
|mltxt=-α, -ο,θηλ. και -ος και -ία (Α [[κινητήριος]], -ία, -ον) [[κινητήρ]]<br />[[ικανός]] ή [[κατάλληλος]] να μεταδώσει [[κίνηση]] σε [[κάτι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «κινητήρια [[δύναμη]]» <br />α) η [[δύναμη]], η [[ενέργεια]] που θέτει [[κάτι]] σε [[κίνηση]] ή σε [[λειτουργία]]<br />β) <b>μτφ.</b> το απαραίτητο [[μέσο]] με το οποίο μπορεί να πετύχει [[κάποιος]] [[κάτι]] («κινητήρια [[δύναμη]] [[σήμερα]] [[είναι]] το [[χρήμα]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ κινητήριον</i><br /><b>1.</b> η [[κουτάλα]], το [[κίνητρο]]<br /><b>2.</b> [[οίκος]] ανοχής, [[πορνείο]].
}}
{{elru
|elrutext='''κῑνητήριος:'''<br /><b class="num">1)</b> движущий, погоняющий, преследующий (μύοψ Aesch.);<br /><b class="num">2)</b> возбуждающий, вызывающий (ἀλγεινὰ θυμοῦ Aesch. - v. l. κ. ἀλγεῖν ἃ θυμοῦ [[κάρτα]]).
}}
{{elnl
|elnltext=κινητήριος -α -ον [κινητήρ] in beweging brengend.
}}
}}

Latest revision as of 11:04, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῑνητήριος Medium diacritics: κινητήριος Low diacritics: κινητήριος Capitals: ΚΙΝΗΤΗΡΙΟΣ
Transliteration A: kinētḗrios Transliteration B: kinētērios Transliteration C: kinitirios Beta Code: kinhth/rios

English (LSJ)

α, ον, = κινητικός, μύωψ A.Supp.307; ἀλγεινὰ θυμοῦ κ. ib.448; τὸ κ. ladle, = κίνητρον, Sch.Ar.Eq.980.

German (Pape)

[Seite 1440] bewegend, in Bewegung setzend; βοηλάτην μύωπα κινητήριον Aesch. Suppl. 303, vgl. 443; – τὸ κινητήριον, Erkl. von τορύνη, Schol. Ar. Equ. 980.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
qui met en mouvement, qui agite.
Étymologie: κινέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κινητήριος -α -ον [κινητήρ] in beweging brengend.

Russian (Dvoretsky)

κῑνητήριος:
1 движущий, погоняющий, преследующий (μύοψ Aesch.);
2 возбуждающий, вызывающий (ἀλγεινὰ θυμοῦ Aesch. - v.l. κ. ἀλγεῖν ἃ θυμοῦ κάρτα).

Greek (Liddell-Scott)

κῑνητήριος: -α, -ον, = κινητικός, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 307· ἀλγεινὰ θυμοῦ κ. αὐτόθι 448· ― τὸ κινητήριον, τορύνη, μέγα κοχλιάριον, ὡς τὸ κίνητρον, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἱππ. 980.

Greek Monolingual

-α, -ο,θηλ. και -ος και -ία (Α κινητήριος, -ία, -ον) κινητήρ
ικανός ή κατάλληλος να μεταδώσει κίνηση σε κάτι
νεοελλ.
φρ. «κινητήρια δύναμη»
α) η δύναμη, η ενέργεια που θέτει κάτι σε κίνηση ή σε λειτουργία
β) μτφ. το απαραίτητο μέσο με το οποίο μπορεί να πετύχει κάποιος κάτι («κινητήρια δύναμη σήμερα είναι το χρήμα»)
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ κινητήριον
1. η κουτάλα, το κίνητρο
2. οίκος ανοχής, πορνείο.