λιάζω: Difference between revisions

From LSJ

Καλὸν τὸ γηρᾶν καὶ τὸ μὴ γηρᾶν πάλιν → Res pulchra senium, pulchra non senescere → Schön ist das Altsein, doch nicht alt sein wieder auch

Menander, Monostichoi, 283
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
m (LSJ1 replacement)
 
(4 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=liazo
|Transliteration C=liazo
|Beta Code=lia/zw
|Beta Code=lia/zw
|Definition=(A), v. foreg. sub fin.<br /><span class="bld">λιάζω</span> (B), (λίαν) <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">to be over-enthusiastic</b>, [παρὰ τὸ] λίαν λιάζειν <span class="bibl">A.D. <span class="title">Pron.</span>34.27</span>; <b class="b3">λιάζειν· λίαν ἐσπουδακέναι</b>, Phot.</span>
|Definition=(A), v. [[λιάζομαι]] sub fin.<br /><br />(B), ([[λίαν]]) to [[be over-enthusiastic]], [παρὰ τὸ] λίαν λιάζειν A.D. ''Pron.''34.27; <b class="b3">λιάζειν· λίαν ἐσπουδακέναι</b>, Phot.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[λιάζω]] (Α)<br /><b>βλ.</b> [[λιάζομαι]].<br /> <b>(II)</b><br />[[λιάζω]] (Α) [[λίαν]]<br /><b>1.</b> βρίσκομαι σε υπέρμετρο ενθουσιασμό<br /><b>2.</b> ([[κατά]] τον <b>Φώτ.</b>) «λιάζειν<br />[[λίαν]] ἐσπουδακέναι».<br /> <b>(III)</b><br />και [[ηλιάζω]] (AM [[ἡλιάζω]])<br />[[εκθέτω]] [[κάτι]] στην [[επίδραση]] τών ηλιακών ακτίνων, [[απλώνω]] [[κάτι]] στον ήλιο<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>παθ.</b> [[λιάζομαι]]<br />[[κάθομαι]] στον ήλιο και ζεσταίνομαι<br /><b>αρχ.</b><br /><b>παθ.</b> α) (για οίνο) [[αναβράζω]], ζυμώνομαι<br />β) κρεμιέμαι [[κάπου]] και εκτίθεμαι στον ήλιο ώσπου να πεθάνω.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἡλιάζω]] <span style="color: red;"><</span> [[ἥλιος]], με [[αποβολή]] του αρκτικού άτονου η<br />(<b>[[πρβλ]].</b> [[ολίγος]]: [[λίγος]])].
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[λιάζω]] (Α)<br /><b>βλ.</b> [[λιάζομαι]].<br /> <b>(II)</b><br />[[λιάζω]] (Α) [[λίαν]]<br /><b>1.</b> βρίσκομαι σε υπέρμετρο ενθουσιασμό<br /><b>2.</b> ([[κατά]] τον <b>Φώτ.</b>) «λιάζειν<br />[[λίαν]] ἐσπουδακέναι».<br /> <b>(III)</b><br />και [[ηλιάζω]] (AM [[ἡλιάζω]])<br />[[εκθέτω]] [[κάτι]] στην [[επίδραση]] τών ηλιακών ακτίνων, [[απλώνω]] [[κάτι]] στον ήλιο<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>παθ.</b> [[λιάζομαι]]<br />[[κάθομαι]] στον ήλιο και ζεσταίνομαι<br /><b>αρχ.</b><br /><b>παθ.</b> α) (για οίνο) [[αναβράζω]], ζυμώνομαι<br />β) κρεμιέμαι [[κάπου]] και εκτίθεμαι στον ήλιο ώσπου να πεθάνω.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἡλιάζω]] <span style="color: red;"><</span> [[ἥλιος]], με [[αποβολή]] του αρκτικού άτονου η<br />([[πρβλ]]. [[ολίγος]]: [[λίγος]])].
}}
}}

Latest revision as of 16:06, 24 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λιάζω Medium diacritics: λιάζω Low diacritics: λιάζω Capitals: ΛΙΑΖΩ
Transliteration A: liázō Transliteration B: liazō Transliteration C: liazo Beta Code: lia/zw

English (LSJ)

(A), v. λιάζομαι sub fin.

(B), (λίαν) to be over-enthusiastic, [παρὰ τὸ] λίαν λιάζειν A.D. Pron.34.27; λιάζειν· λίαν ἐσπουδακέναι, Phot.

German (Pape)

[Seite 41] beugen, vgl. ἀλίαστος, Buttm. Lexil. I, 73 ff.; Hesych. erkl. ῥίπτειν, ταράσσειν; – im Gebrauch war nur λιάζομαι, ἐλιάσθην, seitwärts ausweichen, weggehen, gew. von Menschen, ἑτάρων ἄφαρ ἕζετο νόσφι λιασθείς, Il. 1, 349 u. öfter, beim Angriff, 15, 520. 21, 255, ἐκ ποταμοῖο, ἀπὸ πυρκαϊῆς, aus dem Strom entrinnend, vom Scheiterhaufen weggehend, Od. 5, 462 Il. 23, 231, δεῦρο λιάσθης, hierher entwichst du, 22, 12. Auch von den Meereswellen, ἀμφὶ δ' ἄρα σφι λιάζετο κῦμα θαλάσσης, die Woge wich zur Seite um die aus der Tiefe des Meeres heraufsteigenden Göttinnen, Il. 24, 96; vom Traumbilde entschwinden, λιάσθη ἐς πνοιὰς ἀνέμων Od. 4, 838. – Zuweilen = ausgleiten, sinken, πρηνὴς ἐλιάσθη, er fiel vornüber, Il. 15, 543, προτὶ γαίῃ, 20, 418. 420; αὐτὰρ ὁ ὄρνις αὐχέν' ἀπεκρέμασεν, σὺν δὲ πτερὰ πυκνὰ λίασθεν, die Flügel sanken, des sterbenden Vogels, 23, 879, wo Aristarch. λίασσεν las, er ließ die Flügel sinken. – Einzeln auch bei sp. D., σπουδῇ πρός σ' ἐλιάσθην Eur. Hec. 100, ὡς ἐν γῇ λελίαστο – Ἰφικλείης Mosch. 4, 118, Ap. Rh.

Greek Monolingual

(I)
λιάζω (Α)
βλ. λιάζομαι.
(II)
λιάζω (Α) λίαν
1. βρίσκομαι σε υπέρμετρο ενθουσιασμό
2. (κατά τον Φώτ.) «λιάζειν
λίαν ἐσπουδακέναι».
(III)
και ηλιάζω (AM ἡλιάζω)
εκθέτω κάτι στην επίδραση τών ηλιακών ακτίνων, απλώνω κάτι στον ήλιο
νεοελλ.
παθ. λιάζομαι
κάθομαι στον ήλιο και ζεσταίνομαι
αρχ.
παθ. α) (για οίνο) αναβράζω, ζυμώνομαι
β) κρεμιέμαι κάπου και εκτίθεμαι στον ήλιο ώσπου να πεθάνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἡλιάζω < ἥλιος, με αποβολή του αρκτικού άτονου η
(πρβλ. ολίγος: λίγος)].