μυριοπλασίων: Difference between revisions

From LSJ

ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
m (LSJ1 replacement)
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=myrioplasion
|Transliteration C=myrioplasion
|Beta Code=murioplasi/wn
|Beta Code=murioplasi/wn
|Definition=ον, gen. ονος, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[ten thousand fold]], <span class="bibl">Archim. <span class="title">Aren.</span>2.1</span>, al. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> [[infinitely more than]], used like a Comp. c. gen., <span class="bibl">Cleom.2.1</span>, al.</span>
|Definition=μυριοπλασίον, gen. ονος,<br><span class="bld">A</span> [[ten thousand fold]], Archim. ''Aren.''2.1, al.<br><span class="bld">II</span> [[infinitely more than]], used like a Comp. c. gen., Cleom.2.1, al.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μῡριοπλᾰσίων''': -ον, γεν -ονος, [[δέκα]] χιλιάδας φορὰς [[τόσος]], Ἀρχιμήδ. (;) ΙΙ. ἀπείρως περισσότερος, ὡς συγκρ. [[μετὰ]] γεν., Κλεομήδ. σ. 98.
|lstext='''μῡριοπλᾰσίων''': -ον, γεν -ονος, [[δέκα]] χιλιάδας φορὰς [[τόσος]], Ἀρχιμήδ. (;) ΙΙ. ἀπείρως περισσότερος, ὡς συγκρ. μετὰ γεν., Κλεομήδ. σ. 98.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μυριοπλασίων]], -ον (ΑΜ)<br />ο άπειρες φορές [[περισσότερος]] ή μεγαλύτερος από κάποιον<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που [[είναι]] [[δέκα]] χιλιάδες φορές [[τόσος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μυριοπλάσιος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ίων</i> (<b>πρβλ.</b> <i>εκατονταπλασίων</i>)].
|mltxt=[[μυριοπλασίων]], -ον (ΑΜ)<br />ο άπειρες φορές [[περισσότερος]] ή μεγαλύτερος από κάποιον<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που [[είναι]] [[δέκα]] χιλιάδες φορές [[τόσος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μυριοπλάσιος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ίων</i> (<b>πρβλ.</b> <i>εκατονταπλασίων</i>)].
}}
{{pape
|ptext=[ῡ], ονος, = [[μυριοπλάσιος]], Sp.
}}
}}

Latest revision as of 10:53, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῡρῐοπλᾰσίων Medium diacritics: μυριοπλασίων Low diacritics: μυριοπλασίων Capitals: ΜΥΡΙΟΠΛΑΣΙΩΝ
Transliteration A: myrioplasíōn Transliteration B: myrioplasiōn Transliteration C: myrioplasion Beta Code: murioplasi/wn

English (LSJ)

μυριοπλασίον, gen. ονος,
A ten thousand fold, Archim. Aren.2.1, al.
II infinitely more than, used like a Comp. c. gen., Cleom.2.1, al.

Greek (Liddell-Scott)

μῡριοπλᾰσίων: -ον, γεν -ονος, δέκα χιλιάδας φορὰς τόσος, Ἀρχιμήδ. (;) ΙΙ. ἀπείρως περισσότερος, ὡς συγκρ. μετὰ γεν., Κλεομήδ. σ. 98.

Greek Monolingual

μυριοπλασίων, -ον (ΑΜ)
ο άπειρες φορές περισσότερος ή μεγαλύτερος από κάποιον
αρχ.
αυτός που είναι δέκα χιλιάδες φορές τόσος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μυριοπλάσιος + κατάλ. -ίων (πρβλ. εκατονταπλασίων)].

German (Pape)

[ῡ], ονος, = μυριοπλάσιος, Sp.