νευρόσπασμα: Difference between revisions

From LSJ

τὸ λακωνίζειν πολὺ μᾶλλόν ἐστιν φιλοσοφεῖν ἢ φιλογυμναστεῖν → to behave like a Lacedaemonian is much more to love wisdom than to love gymnastics (Plato, Protagoras 342e6)

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
m (LSJ1 replacement)
 
(7 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=nevrospasma
|Transliteration C=nevrospasma
|Beta Code=neuro/spasma
|Beta Code=neuro/spasma
|Definition=ατος, τό, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> = [[νευρόσπαστον]], in pl., <span class="bibl"><span class="title">EM</span>454.17</span>, Phot. s.v. [[θραύματα]].</span>
|Definition=-ατος, τό, = [[νευρόσπαστον]], in plural, ''EM''454.17, Phot. [[sub verbo|s.v.]] [[θραύματα]].
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=το (ΑΜ [[νευρόσπασμα]])<br />αυτό που κινείται με χορδές, το νευρόσπαστο<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[άνθρωπος]] [[χωρίς]] ισχυρή [[βούληση]], που ενεργεί με [[υποκίνηση]] άλλου και όχι αυτοβούλως<br /><b>2.</b> πολύ [[ανήσυχος]] και [[νευρικός]] [[άνθρωπος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νεῦρον]] <span style="color: red;">+</span> [[σπάσμα]] (<span style="color: red;"><</span> <i>σπῶ</i>), <b>πρβλ.</b> <i>από</i>-<i>σπασμα</i>].
|mltxt=το (ΑΜ [[νευρόσπασμα]])<br />αυτό που κινείται με χορδές, το νευρόσπαστο<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[άνθρωπος]] [[χωρίς]] ισχυρή [[βούληση]], που ενεργεί με [[υποκίνηση]] άλλου και όχι αυτοβούλως<br /><b>2.</b> πολύ [[ανήσυχος]] και [[νευρικός]] [[άνθρωπος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νεῦρον]] <span style="color: red;">+</span> [[σπάσμα]] (<span style="color: red;"><</span> <i>σπῶ</i>), [[πρβλ]]. [[απόσπασμα]]].
}}
{{pape
|ptext=τό, = νευρόσπαστον, in <i>Vetera Lexica</i> Erkl. von θαύματα, vgl. Ruhnk. zu Tim. p. 140.
}}
}}

Latest revision as of 11:29, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νευρόσπασμα Medium diacritics: νευρόσπασμα Low diacritics: νευρόσπασμα Capitals: ΝΕΥΡΟΣΠΑΣΜΑ
Transliteration A: neuróspasma Transliteration B: neurospasma Transliteration C: nevrospasma Beta Code: neuro/spasma

English (LSJ)

-ατος, τό, = νευρόσπαστον, in plural, EM454.17, Phot. s.v. θραύματα.

Greek (Liddell-Scott)

νευρόσπασμα: τό, = νευρόσπαστον, Ἐτυμολ. Μέγ. 454. 17, Φώτ.

Greek Monolingual

το (ΑΜ νευρόσπασμα)
αυτό που κινείται με χορδές, το νευρόσπαστο
νεοελλ.
1. άνθρωπος χωρίς ισχυρή βούληση, που ενεργεί με υποκίνηση άλλου και όχι αυτοβούλως
2. πολύ ανήσυχος και νευρικός άνθρωπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεῦρον + σπάσμα (< σπῶ), πρβλ. απόσπασμα].

German (Pape)

τό, = νευρόσπαστον, in Vetera Lexica Erkl. von θαύματα, vgl. Ruhnk. zu Tim. p. 140.