πτύγμα: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἔστιν οὐδείς, οὐδ' ὁ Μυσῶν ἔσχατοςthere is nobody, not even the last of the Mysians | there is nobody, not even the meanest of mankind

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
m (LSJ1 replacement)
 
(8 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ptygma
|Transliteration C=ptygma
|Beta Code=ptu/gma
|Beta Code=ptu/gma
|Definition=ατος, τό, (πτύσσω) <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[fold]] or [[anything folded]], <b class="b3">πέπλοιο π</b>. <span class="bibl">Il.5.315</span>, cf. <span class="title">AP</span>6.271 (Phaedim.); <b class="b3">π. τοῦ δέρματος</b> [[fold]] of skin, Antyll. ap. <span class="bibl">Orib.45.15.8</span>; <b class="b3">τῆς ὑστέρας</b>, = [[fundus]] uteri, <span class="bibl">Paul.Aeg.3.64</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> Medic., <b class="b2">piece of lint folded up to stop a wound, pledget</b>, Antyll. ap. <span class="bibl">Orib.10.13.27</span>; of a bandage, Gal.18(1).826.</span>
|Definition=-ατος, τό, ([[πτύσσω]])<br><span class="bld">A</span> [[fold]] or [[anything folded]], <b class="b3">πέπλοιο π.</b> Il.5.315, cf. ''AP''6.271 (Phaedim.); <b class="b3">π. τοῦ δέρματος</b> [[fold]] of skin, Antyll. ap. Orib.45.15.8; <b class="b3">τῆς ὑστέρας</b>, = [[fundus]] uteri, Paul.Aeg.3.64.<br><span class="bld">II</span> Medic., [[piece of lint folded up to stop a wound]], [[pledget]], Antyll. ap. Orib.10.13.27; of a bandage, Gal.18(1).826.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0811.png Seite 811]] τό, das Gefaltete, Zusammengelegte; πέπλοιο [[πτύγμα]], das doppelt zusammengelegte Oberkleid, Il. 5, 315; VLL. erkl. [[δίπλωμα]]; vgl. πέπλων ὀλίγον [[πτύγμα]], Phaedim. 3 (VI, 271). – Bei den Aerzten ein doppelt gelegter Lappen, ἐρίου, von Wolle.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0811.png Seite 811]] τό, das Gefaltete, Zusammengelegte; πέπλοιο [[πτύγμα]], das doppelt zusammengelegte Oberkleid, Il. 5, 315; VLL. erkl. [[δίπλωμα]]; vgl. πέπλων ὀλίγον [[πτύγμα]], Phaedim. 3 (VI, 271). – Bei den Aerzten ein doppelt gelegter Lappen, ἐρίου, von Wolle.
}}
}}
{{ls
{{bailly
|lstext='''πτύγμα''': τό, ([[πτύσσω]]) [[δίπλωμα]], πέπλοιο [[πτύγμα]], τὸ [[δίπλωμα]] τοῦ πέπλου, «διπλῷ τῷ πέπλῳ» (Σχόλ.), Ἰλ. Ε. 315, πρβλ. Ἀνθ. Π. 6. 271· - παρὰ τοῖς Ἰατροῖς, [[τεμάχιον]] λινοῦ συναπτομένου πρὸς ἔμφραξιν τραύματος, [[πίλημα]], Ὀρειβασ. 301 Matth.· = ὑποκορ. πτυγμάτιον, τό, πτυγμάτια οἰνελαίῳ ἢ ὀξυκράτῳ βεβρεγμένα Παῦλ. Αἰγ. 102.
|btext=ατος (τό) :<br />[[pli]], [[repli d'une étoffe]].<br />'''Étymologie:''' [[πτύσσω]].
}}
{{elnl
|elnltext=πτύγμα -ατος, τό [πτύσσω] [[plooi]].
}}
}}
{{bailly
{{elru
|btext=ατος (τό) :<br />pli, repli d’une étoffe.<br />'''Étymologie:''' [[πτύσσω]].
|elrutext='''πτύγμα:''' ατος τό складки, складчатость (πέπλοιο π. Hom., Anth.).
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 23: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ατος, τὸ, Α [[πτύσσω]]<br /><b>1.</b> ο [[σχηματισμός]] πτυχής, το να διπλώνεται [[κάτι]] («[[πρόσθε]] δὲ οἱ πέπλοιοι φαεινοῡ πτῡγμα κάλυψεν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[πτυχή]], [[ρυτίδα]] του δέρματος<br /><b>3.</b> [[τεμάχιο]] λινού υφάσματος για [[έμφραξη]] πληγής, [[γάζα]]<br /><b>4.</b> [[είδος]] επιδέσμου.
|mltxt=-ατος, τὸ, Α [[πτύσσω]]<br /><b>1.</b> ο [[σχηματισμός]] πτυχής, το να διπλώνεται [[κάτι]] («[[πρόσθε]] δὲ οἱ πέπλοιοι φαεινοῦ πτῡγμα κάλυψεν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[πτυχή]], [[ρυτίδα]] του δέρματος<br /><b>3.</b> [[τεμάχιο]] λινού υφάσματος για [[έμφραξη]] πληγής, [[γάζα]]<br /><b>4.</b> [[είδος]] επιδέσμου.
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πτύγμα:''' -ατος, τό ([[πτύσσω]]), [[δίπλωμα]], πέπλοιο [[πτύγμα]], [[δίπλωμα]] πέπλου, σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''πτύγμα:''' -ατος, τό ([[πτύσσω]]), [[δίπλωμα]], πέπλοιο [[πτύγμα]], [[δίπλωμα]] πέπλου, σε Ομήρ. Ιλ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''πτύγμα:''' ατος τό складки, складчатость (πέπλοιο π. Hom., Anth.).
|lstext='''πτύγμα''': τό, ([[πτύσσω]]) [[δίπλωμα]], πέπλοιο [[πτύγμα]], τὸ [[δίπλωμα]] τοῦ πέπλου, «διπλῷ τῷ πέπλῳ» (Σχόλ.), Ἰλ. Ε. 315, πρβλ. Ἀνθ. Π. 6. 271· - παρὰ τοῖς Ἰατροῖς, [[τεμάχιον]] λινοῦ συναπτομένου πρὸς ἔμφραξιν τραύματος, [[πίλημα]], Ὀρειβασ. 301 Matth.· = ὑποκορ. πτυγμάτιον, τό, πτυγμάτια οἰνελαίῳ ἢ ὀξυκράτῳ βεβρεγμένα Παῦλ. Αἰγ. 102.
}}
{{elnl
|elnltext=πτύγμα -ατος, τό [πτύσσω] plooi.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[πτύγμα]], ατος, τό, [[πτύσσω]]<br />[[anything]] [[folded]], πέπλοιο [[πτύγμα]] a [[folded]] [[mantle]], Il.
|mdlsjtxt=[[πτύγμα]], ατος, τό, [[πτύσσω]]<br />[[anything]] [[folded]], πέπλοιο [[πτύγμα]] a [[folded]] [[mantle]], Il.
}}
}}

Latest revision as of 10:28, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πτύγμα Medium diacritics: πτύγμα Low diacritics: πτύγμα Capitals: ΠΤΥΓΜΑ
Transliteration A: ptýgma Transliteration B: ptygma Transliteration C: ptygma Beta Code: ptu/gma

English (LSJ)

-ατος, τό, (πτύσσω)
A fold or anything folded, πέπλοιο π. Il.5.315, cf. AP6.271 (Phaedim.); π. τοῦ δέρματος fold of skin, Antyll. ap. Orib.45.15.8; τῆς ὑστέρας, = fundus uteri, Paul.Aeg.3.64.
II Medic., piece of lint folded up to stop a wound, pledget, Antyll. ap. Orib.10.13.27; of a bandage, Gal.18(1).826.

German (Pape)

[Seite 811] τό, das Gefaltete, Zusammengelegte; πέπλοιο πτύγμα, das doppelt zusammengelegte Oberkleid, Il. 5, 315; VLL. erkl. δίπλωμα; vgl. πέπλων ὀλίγον πτύγμα, Phaedim. 3 (VI, 271). – Bei den Aerzten ein doppelt gelegter Lappen, ἐρίου, von Wolle.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
pli, repli d'une étoffe.
Étymologie: πτύσσω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πτύγμα -ατος, τό [πτύσσω] plooi.

Russian (Dvoretsky)

πτύγμα: ατος τό складки, складчатость (πέπλοιο π. Hom., Anth.).

English (Autenrieth)

(πτύσσω): fold, Il. 5.315†.

Greek Monolingual

-ατος, τὸ, Α πτύσσω
1. ο σχηματισμός πτυχής, το να διπλώνεται κάτιπρόσθε δὲ οἱ πέπλοιοι φαεινοῦ πτῡγμα κάλυψεν», Ομ. Ιλ.)
2. πτυχή, ρυτίδα του δέρματος
3. τεμάχιο λινού υφάσματος για έμφραξη πληγής, γάζα
4. είδος επιδέσμου.

Greek Monotonic

πτύγμα: -ατος, τό (πτύσσω), δίπλωμα, πέπλοιο πτύγμα, δίπλωμα πέπλου, σε Ομήρ. Ιλ.

Greek (Liddell-Scott)

πτύγμα: τό, (πτύσσω) δίπλωμα, πέπλοιο πτύγμα, τὸ δίπλωμα τοῦ πέπλου, «διπλῷ τῷ πέπλῳ» (Σχόλ.), Ἰλ. Ε. 315, πρβλ. Ἀνθ. Π. 6. 271· - παρὰ τοῖς Ἰατροῖς, τεμάχιον λινοῦ συναπτομένου πρὸς ἔμφραξιν τραύματος, πίλημα, Ὀρειβασ. 301 Matth.· = ὑποκορ. πτυγμάτιον, τό, πτυγμάτια οἰνελαίῳ ἢ ὀξυκράτῳ βεβρεγμένα Παῦλ. Αἰγ. 102.

Middle Liddell

πτύγμα, ατος, τό, πτύσσω
anything folded, πέπλοιο πτύγμα a folded mantle, Il.