συμπληρωτικός: Difference between revisions

From LSJ

Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
m (LSJ1 replacement)
 
(8 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=symplirotikos
|Transliteration C=symplirotikos
|Beta Code=sumplhrwtiko/s
|Beta Code=sumplhrwtiko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">able to complete, forming an essential part of</b>, ὑγιείας <span class="bibl">Epicur.<span class="title">Ep.</span> 3p.64U.</span>; <b class="b3">εὐδαιμονίας, τελειότητος</b>, <span class="title">Stoic.</span>3.18,35; τῆς ἐννοίας ἢ τῆς οὐσίας Gal.6.200, cf. <span class="bibl">Plot.2.6.1</span>, <span class="bibl">6.2.15</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> [[causing congestion]], τῆς κεφαλῆς Antyll. ap. <span class="bibl">Orib.6.1.8</span>, <span class="bibl">Sor.1.119</span>: abs., σ. τὸ καστόριον <span class="bibl">Id.2.85</span>.</span>
|Definition=συμπληρωτική, συμπληρωτικόν,<br><span class="bld">A</span> [[able to complete]], [[forming an essential part of]], ὑγιείας Epicur.''Ep.'' 3p.64U.; [[εὐδαιμονίας]], [[τελειότητος]], ''Stoic.''3.18,35; τῆς ἐννοίας ἢ τῆς οὐσίας Gal.6.200, cf. Plot.2.6.1, 6.2.15.<br><span class="bld">2</span> [[causing congestion]], τῆς κεφαλῆς Antyll. ap. Orib.6.1.8, Sor.1.119: abs., σ. τὸ καστόριον Id.2.85.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0988.png Seite 988]] ή, όν, zum Ausfüllen, Vollzähigmachen gehörig, vollendend; τῆς τελειότητος Plut. dv. Stoic. 4; S. Emp. oft.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0988.png Seite 988]] ή, όν, zum Ausfüllen, Vollzähigmachen gehörig, vollendend; τῆς τελειότητος Plut. dv. Stoic. 4; S. Emp. oft.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />propre à remplir, achever <i>ou</i> compléter.<br />'''Étymologie:''' [[συμπληρόω]].
}}
{{elru
|elrutext='''συμπληρωτικός:''' [[выполняющий]], [[довершающий]], [[доводящий до конца]] (τινος Plut. Epicur. ap. Diog. L., Sext.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''συμπληρωτικός''': -ή, -όν, ὁ εἰς συμπλήρωσιν [[ἐπιτήδειος]], τινος Ἐπίκουρ. παρὰ Διογ. Λ. 10. 131, Πλούτ. 2. 1060C, κτλ. Ἐπίρρ. -κῶς. Διονύσ. Ἀρεοπ.· οὕτω, συμπληρωματικῶς, Εὐστ. εἰς Διον. Π. 41.
|lstext='''συμπληρωτικός''': -ή, -όν, ὁ εἰς συμπλήρωσιν [[ἐπιτήδειος]], τινος Ἐπίκουρ. παρὰ Διογ. Λ. 10. 131, Πλούτ. 2. 1060C, κτλ. Ἐπίρρ. -κῶς. Διονύσ. Ἀρεοπ.· οὕτω, συμπληρωματικῶς, Εὐστ. εἰς Διον. Π. 41.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />propre à remplir, achever <i>ou</i> compléter.<br />'''Étymologie:''' [[συμπληρόω]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[συμπληρωτικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[συμπληρῶ]]<br />[[κατάλληλος]] για [[συμπλήρωση]], για [[ολοκλήρωση]], [[συμπληρωματικός]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που αποτελεί ουσιώδες [[μέρος]], απαραίτητο [[στοιχείο]] («μὴ δύνασθαί τινος τῶν συμπληρωτικῶν τῆς φύσεως λείποντος [[ἄνθρωπος]] λέγεσθαι», Γρηγ. Νύσσ.)<br /><b>2.</b> ο αλληλοσυμπληρούμενος με κάποιον [[άλλο]] («κοινωνοῡντα τοῡ [[εἶναι]], οὐχ ὡς συμπληρωτικὰ τῆς [[ἀλλήλων]] οὐσίας», <b>Λεόντ. Βυζ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που προκαλεί [[συμφόρηση]] («συμπληρωτικὸν τὸ [[καστόριον]]», Σωρ.). Επίρ. <i>συμπληρωτικῶς</i> Α<br />με τρόπο συμπληρωτικό, [[έτσι]] που να ολοκληρώνεται [[κάτι]].
|mltxt=-ή, -ό / [[συμπληρωτικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[συμπληρῶ]]<br />[[κατάλληλος]] για [[συμπλήρωση]], για [[ολοκλήρωση]], [[συμπληρωματικός]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που αποτελεί ουσιώδες [[μέρος]], απαραίτητο [[στοιχείο]] («μὴ δύνασθαί τινος τῶν συμπληρωτικῶν τῆς φύσεως λείποντος [[ἄνθρωπος]] λέγεσθαι», Γρηγ. Νύσσ.)<br /><b>2.</b> ο αλληλοσυμπληρούμενος με κάποιον [[άλλο]] («κοινωνοῦντα τοῦ [[εἶναι]], οὐχ ὡς συμπληρωτικὰ τῆς [[ἀλλήλων]] οὐσίας», <b>Λεόντ. Βυζ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που προκαλεί [[συμφόρηση]] («συμπληρωτικὸν τὸ [[καστόριον]]», Σωρ.). Επίρ. <i>συμπληρωτικῶς</i> Α<br />με τρόπο συμπληρωτικό, [[έτσι]] που να ολοκληρώνεται [[κάτι]].
}}
{{elru
|elrutext='''συμπληρωτικός:''' выполняющий, довершающий, доводящий до конца (τινος Plut. Epicur. ap. Diog. L., Sext.).
}}
}}

Latest revision as of 10:31, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμπληρωτικός Medium diacritics: συμπληρωτικός Low diacritics: συμπληρωτικός Capitals: ΣΥΜΠΛΗΡΩΤΙΚΟΣ
Transliteration A: symplērōtikós Transliteration B: symplērōtikos Transliteration C: symplirotikos Beta Code: sumplhrwtiko/s

English (LSJ)

συμπληρωτική, συμπληρωτικόν,
A able to complete, forming an essential part of, ὑγιείας Epicur.Ep. 3p.64U.; εὐδαιμονίας, τελειότητος, Stoic.3.18,35; τῆς ἐννοίας ἢ τῆς οὐσίας Gal.6.200, cf. Plot.2.6.1, 6.2.15.
2 causing congestion, τῆς κεφαλῆς Antyll. ap. Orib.6.1.8, Sor.1.119: abs., σ. τὸ καστόριον Id.2.85.

German (Pape)

[Seite 988] ή, όν, zum Ausfüllen, Vollzähigmachen gehörig, vollendend; τῆς τελειότητος Plut. dv. Stoic. 4; S. Emp. oft.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
propre à remplir, achever ou compléter.
Étymologie: συμπληρόω.

Russian (Dvoretsky)

συμπληρωτικός: выполняющий, довершающий, доводящий до конца (τινος Plut. Epicur. ap. Diog. L., Sext.).

Greek (Liddell-Scott)

συμπληρωτικός: -ή, -όν, ὁ εἰς συμπλήρωσιν ἐπιτήδειος, τινος Ἐπίκουρ. παρὰ Διογ. Λ. 10. 131, Πλούτ. 2. 1060C, κτλ. Ἐπίρρ. -κῶς. Διονύσ. Ἀρεοπ.· οὕτω, συμπληρωματικῶς, Εὐστ. εἰς Διον. Π. 41.

Greek Monolingual

-ή, -ό / συμπληρωτικός, -ή, -όν, ΝΜΑ συμπληρῶ
κατάλληλος για συμπλήρωση, για ολοκλήρωση, συμπληρωματικός
μσν.-αρχ.
1. αυτός που αποτελεί ουσιώδες μέρος, απαραίτητο στοιχείο («μὴ δύνασθαί τινος τῶν συμπληρωτικῶν τῆς φύσεως λείποντος ἄνθρωπος λέγεσθαι», Γρηγ. Νύσσ.)
2. ο αλληλοσυμπληρούμενος με κάποιον άλλο («κοινωνοῦντα τοῦ εἶναι, οὐχ ὡς συμπληρωτικὰ τῆς ἀλλήλων οὐσίας», Λεόντ. Βυζ.)
αρχ.
αυτός που προκαλεί συμφόρηση («συμπληρωτικὸν τὸ καστόριον», Σωρ.). Επίρ. συμπληρωτικῶς Α
με τρόπο συμπληρωτικό, έτσι που να ολοκληρώνεται κάτι.