ἑτερόμορφος: Difference between revisions

From LSJ

ἢ τοὺς πότους ἐρεῖς δῆλον ὅτι καὶ τὰ δεῖπνα καὶ ἐσθῆτα καὶ ἀφροδίσια, καὶ δέδιας μὴ τούτων ἐνδεὴς γενόμενος ἀπόλωμαι. οὐκ ἐννοεῖς δὲ ὅτι τὸ μὴ διψῆν τοῦ πιεῖν πολὺ κάλλιον καὶ τὸ μὴ πεινῆν τοῦ φαγεῖν καὶ τὸ μὴ ῥιγοῦν τοῦ ἀμπεχόνης εὐπορεῖν; → There you'll go, talking of drinking and dining and dressing up and screwing, worrying I'll be lost without all that. Don't you realize how much better it is to have no thirst, than to drink? to have no hunger, than to eat? to not be cold, than to possess a wardrobe of finery? (Lucian, On Mourning 16)

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
m (LSJ1 replacement)
 
(8 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=eteromorfos
|Transliteration C=eteromorfos
|Beta Code=e(tero/morfos
|Beta Code=e(tero/morfos
|Definition=ον, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[of different]] or [[diverse form]], <span class="bibl">Ael.<span class="title">NA</span>12.16</span>, <span class="bibl">Ph.1.655</span>; opp. [[ἀνθρωποειδής]], <span class="bibl">Ptol. <span class="title">Tetr.</span>145</span>; so of monstrosities, <span class="bibl">Alex.Aphr.<span class="title">Pr.</span>2.47</span>: hence ἑτερο-μορφία, ἡ, [[monstrosity]], of the Minotaur, Isid.<span class="title">Etym.</span>11.3.9.</span>
|Definition=ἑτερόμορφον, [[of different form]] or [[of diverse form]], Ael.''NA''12.16, Ph.1.655; opp. [[ἀνθρωποειδής]], Ptol. ''Tetr.''145; so of monstrosities, Alex.Aphr.''Pr.''2.47: hence [[ἑτερομορφία]], ἡ, [[monstrosity]], of the [[Minotaur]], Isid.''Etym.''11.3.9.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1049.png Seite 1049]] von verschiedener Gestalt, Ael. N. A. 12, 16.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1049.png Seite 1049]] von verschiedener Gestalt, Ael. N. A. 12, 16.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />[[d'une forme différente]].<br />'''Étymologie:''' [[ἕτερος]], [[μορφή]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἑτερόμορφος''': -ον, ἔχων διάφορον μορφήν, Αἰλ. π. Ζ. 12. 16, Φίλων 1. 655.
|lstext='''ἑτερόμορφος''': -ον, ἔχων διάφορον μορφήν, Αἰλ. π. Ζ. 12. 16, Φίλων 1. 655.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />d’une forme différente.<br />'''Étymologie:''' [[ἕτερος]], [[μορφή]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[ἑτερόμορφος]], -ον)<br />αυτός που έχει [[μορφή]] διαφορετική από κάποιον [[άλλο]] ή απ' ό, τι [[είναι]] σύνηθες<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που παρεκκλίνει από τη φυσιολογική [[μορφή]]<br /><b>2.</b> [[εκείνος]] που έχει τερατογονική [[διάπλαση]], ο [[τερατόμορφος]]<br /><b>3.</b> (για έντομα) αυτός που υφίσταται μεταμορφώσεις [[κατά]] την ανάπτυξή του<br /><b>4.</b> [[διμορφισμός]], η ύπαρξη ατόμων του ίδιου είδους με διαφορετική [[μορφή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ετερο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>μορφος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μορφή]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ά</i>-<i>μορφος</i>, <i>πολύ</i>-<i>μορφος</i>].
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[ἑτερόμορφος]], -ον)<br />αυτός που έχει [[μορφή]] διαφορετική από κάποιον [[άλλο]] ή απ' ό, τι [[είναι]] σύνηθες<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που παρεκκλίνει από τη φυσιολογική [[μορφή]]<br /><b>2.</b> [[εκείνος]] που έχει τερατογονική [[διάπλαση]], ο [[τερατόμορφος]]<br /><b>3.</b> (για έντομα) αυτός που υφίσταται μεταμορφώσεις [[κατά]] την ανάπτυξή του<br /><b>4.</b> [[διμορφισμός]], η ύπαρξη ατόμων του ίδιου είδους με διαφορετική [[μορφή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ετερο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>μορφος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μορφή]]), [[πρβλ]]. [[άμορφος]], [[πολύμορφος]]].
}}
}}

Latest revision as of 10:44, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑτερόμορφος Medium diacritics: ἑτερόμορφος Low diacritics: ετερόμορφος Capitals: ΕΤΕΡΟΜΟΡΦΟΣ
Transliteration A: heterómorphos Transliteration B: heteromorphos Transliteration C: eteromorfos Beta Code: e(tero/morfos

English (LSJ)

ἑτερόμορφον, of different form or of diverse form, Ael.NA12.16, Ph.1.655; opp. ἀνθρωποειδής, Ptol. Tetr.145; so of monstrosities, Alex.Aphr.Pr.2.47: hence ἑτερομορφία, ἡ, monstrosity, of the Minotaur, Isid.Etym.11.3.9.

German (Pape)

[Seite 1049] von verschiedener Gestalt, Ael. N. A. 12, 16.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
d'une forme différente.
Étymologie: ἕτερος, μορφή.

Greek (Liddell-Scott)

ἑτερόμορφος: -ον, ἔχων διάφορον μορφήν, Αἰλ. π. Ζ. 12. 16, Φίλων 1. 655.

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ ἑτερόμορφος, -ον)
αυτός που έχει μορφή διαφορετική από κάποιον άλλο ή απ' ό, τι είναι σύνηθες
νεοελλ.
1. αυτός που παρεκκλίνει από τη φυσιολογική μορφή
2. εκείνος που έχει τερατογονική διάπλαση, ο τερατόμορφος
3. (για έντομα) αυτός που υφίσταται μεταμορφώσεις κατά την ανάπτυξή του
4. διμορφισμός, η ύπαρξη ατόμων του ίδιου είδους με διαφορετική μορφή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο- + -μορφος (< μορφή), πρβλ. άμορφος, πολύμορφος].