ῥύπτω: Difference between revisions
Αὐρήλιοι... πατρὶ... καὶ μητρὶ... μνήμης χάριν → The Aurelii, in memory of their father and mother (inscription from Aizonai, Phrygia)
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(9 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=rypto | |Transliteration C=rypto | ||
|Beta Code=r(u/ptw | |Beta Code=r(u/ptw | ||
|Definition=(ῥύπος) | |Definition=([[ῥύπος]]) [[cleanse]], [[wash]], esp. with [[soap]] or [[lye]], ῥύπτω τὰ ἱμάτια Id.''Mete.''359a22; τὰν γλῶτταν Ti.Locr.100e; τὰς χεῖρας Phylotim. ap. Ath.3.79c:—Med., [[wash oneself]], Antiph.148.3, [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[Historia Plantarum|HP]]'' 9.9.3, [[falsa lectio|f.l.]] in Nic.''Al.''530; aor. ἐρρύψαντο Ph.1.613; λουομένη τὰς τρίχας ἐρρύπτετο Polyaen.8.27: [[proverb|prov.]], [[ἐξ ὅτου 'γὼ ῥύπτομαι]] = ever since I began to [[wash]], i.e. from my [[childhood]], [[Aristophanes|Ar.]]''[[Acharnians|Ach.]]'' 17. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0852.png Seite 852]] den Schmutz wegnehmen, reinigen, säubern, waschen, u. med. sich waschen, sich schnäuzen; ἐξ ὅτου 'γὼ ῥύπτομαι, Ar. Ach. 17, di. seit meiner Kindheit; Tim. Locr. 100 e; Folgde, wie Nic. Al. 469. Von den Atticisten wird ῥύπτομαι für attisch statt des hellenistischen σμήχομαι erkl. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0852.png Seite 852]] den Schmutz wegnehmen, reinigen, säubern, waschen, u. med. sich waschen, sich schnäuzen; ἐξ ὅτου 'γὼ ῥύπτομαι, Ar. Ach. 17, di. seit meiner Kindheit; Tim. Locr. 100 e; Folgde, wie Nic. Al. 469. Von den Atticisten wird ῥύπτομαι für attisch statt des hellenistischen σμήχομαι erkl. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=[[nettoyer]], [[laver]].<br />'''Étymologie:''' [[ῥύπος]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ῥύπτω:''' [[чистить]], [[вытирать]], [[мыть]] (τὰν γλῶτταν Plat.; τὰ ἱμάτια Arst.): ἐξ [[ὅτου]] ᾽γὼ ῥύπτομαι Arph. с тех пор как я сам моюсь, т. е. с самого детства. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ῥύπτω''': ([[ῥύπος]]) ἀφαιρῶ ἀκαθαρσίαν ἀπό τινος, [[καθαρίζω]], [[πλύνω]], [[μάλιστα]] διὰ σάπωνος ἢ στακτῆς κονίας ἐκ τῆς τέφρας, ῥ. τὰ ἱμάτια Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 3, 36· τὰν γλῶτταν Τίμ. Λοκρ. 100Ε· τὰς χεῖρας Φιλότιμ. παρ’ Ἀθην. 79C. - Παθ., λούομαι, Ἀντιφάνης ἐν «Μαλθακῇ» 1, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 9, 3, Νικ. Ἀλεξιφ. 530· [[παροιμία]], ἐξ ὅτου ’γὼ ῥύπτομαι, ἀφ’ ὅτου ἤρχισα νὰ νίπτωμαι, δηλ. ἐκ παιδικῆς μου ἡλικίας, Ἀριστοφ. Ἀχ. 17, πρβλ. Ἰουβεν. 2. 152. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ῥύψαι· σμῆξαι, πλῦναι. λοιδορῆσαι, ῥοφῆσαι, καθᾶραι». | |lstext='''ῥύπτω''': ([[ῥύπος]]) ἀφαιρῶ ἀκαθαρσίαν ἀπό τινος, [[καθαρίζω]], [[πλύνω]], [[μάλιστα]] διὰ σάπωνος ἢ στακτῆς κονίας ἐκ τῆς τέφρας, ῥ. τὰ ἱμάτια Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 3, 36· τὰν γλῶτταν Τίμ. Λοκρ. 100Ε· τὰς χεῖρας Φιλότιμ. παρ’ Ἀθην. 79C. - Παθ., λούομαι, Ἀντιφάνης ἐν «Μαλθακῇ» 1, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 9, 3, Νικ. Ἀλεξιφ. 530· [[παροιμία]], ἐξ ὅτου ’γὼ ῥύπτομαι, ἀφ’ ὅτου ἤρχισα νὰ νίπτωμαι, δηλ. ἐκ παιδικῆς μου ἡλικίας, Ἀριστοφ. Ἀχ. 17, πρβλ. Ἰουβεν. 2. 152. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ῥύψαι· σμῆξαι, πλῦναι. λοιδορῆσαι, ῥοφῆσαι, καθᾶραι». | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ῥύπτω:''' μέλ. <i>-ψω</i> ([[ῥύπος]]), [[απομακρύνω]] τη βρωμιά απ' τα ενδύματά μου, [[καθαρίζω]], [[πλένω]], σε Αριστ. — Παθ., λούζομαι, ἐξ [[ὅτου]] ἐγὼ ῥύπτομαι, από [[τότε]], από τη [[στιγμή]] από την οποία άρχισα να πλένομαι, δηλ. από [[παιδί]], από την παιδική μου [[ηλικία]], σε Αριστοφ. | |lsmtext='''ῥύπτω:''' μέλ. <i>-ψω</i> ([[ῥύπος]]), [[απομακρύνω]] τη βρωμιά απ' τα ενδύματά μου, [[καθαρίζω]], [[πλένω]], σε Αριστ. — Παθ., λούζομαι, ἐξ [[ὅτου]] ἐγὼ ῥύπτομαι, από [[τότε]], από τη [[στιγμή]] από την οποία άρχισα να πλένομαι, δηλ. από [[παιδί]], από την παιδική μου [[ηλικία]], σε Αριστοφ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[ῥύπος]]<br />to [[remove]] [[dirt]] from garments, to [[wash]], Arist.:—Pass. to [[wash]] [[oneself]], ἐξ [[ὅτου]] ἐγὼ ῥύπτομαι [[ever]] [[since]] I began to [[wash]], i. e. from [[childhood]], Ar. | |mdlsjtxt=[[ῥύπος]]<br />to [[remove]] [[dirt]] from garments, to [[wash]], Arist.:—Pass. to [[wash]] [[oneself]], ἐξ [[ὅτου]] ἐγὼ ῥύπτομαι [[ever]] [[since]] I began to [[wash]], i. e. from [[childhood]], Ar. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:26, 25 August 2023
English (LSJ)
(ῥύπος) cleanse, wash, esp. with soap or lye, ῥύπτω τὰ ἱμάτια Id.Mete.359a22; τὰν γλῶτταν Ti.Locr.100e; τὰς χεῖρας Phylotim. ap. Ath.3.79c:—Med., wash oneself, Antiph.148.3, Thphr. HP 9.9.3, f.l. in Nic.Al.530; aor. ἐρρύψαντο Ph.1.613; λουομένη τὰς τρίχας ἐρρύπτετο Polyaen.8.27: prov., ἐξ ὅτου 'γὼ ῥύπτομαι = ever since I began to wash, i.e. from my childhood, Ar.Ach. 17.
German (Pape)
[Seite 852] den Schmutz wegnehmen, reinigen, säubern, waschen, u. med. sich waschen, sich schnäuzen; ἐξ ὅτου 'γὼ ῥύπτομαι, Ar. Ach. 17, di. seit meiner Kindheit; Tim. Locr. 100 e; Folgde, wie Nic. Al. 469. Von den Atticisten wird ῥύπτομαι für attisch statt des hellenistischen σμήχομαι erkl.
French (Bailly abrégé)
nettoyer, laver.
Étymologie: ῥύπος.
Russian (Dvoretsky)
ῥύπτω: чистить, вытирать, мыть (τὰν γλῶτταν Plat.; τὰ ἱμάτια Arst.): ἐξ ὅτου ᾽γὼ ῥύπτομαι Arph. с тех пор как я сам моюсь, т. е. с самого детства.
Greek (Liddell-Scott)
ῥύπτω: (ῥύπος) ἀφαιρῶ ἀκαθαρσίαν ἀπό τινος, καθαρίζω, πλύνω, μάλιστα διὰ σάπωνος ἢ στακτῆς κονίας ἐκ τῆς τέφρας, ῥ. τὰ ἱμάτια Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 3, 36· τὰν γλῶτταν Τίμ. Λοκρ. 100Ε· τὰς χεῖρας Φιλότιμ. παρ’ Ἀθην. 79C. - Παθ., λούομαι, Ἀντιφάνης ἐν «Μαλθακῇ» 1, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 9, 3, Νικ. Ἀλεξιφ. 530· παροιμία, ἐξ ὅτου ’γὼ ῥύπτομαι, ἀφ’ ὅτου ἤρχισα νὰ νίπτωμαι, δηλ. ἐκ παιδικῆς μου ἡλικίας, Ἀριστοφ. Ἀχ. 17, πρβλ. Ἰουβεν. 2. 152. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ῥύψαι· σμῆξαι, πλῦναι. λοιδορῆσαι, ῥοφῆσαι, καθᾶραι».
Greek Monolingual
Α
1. καθαρίζω κάτι από τους ρύπους, από τις ακαθαρσίες που έχει
2. (ιδίως) πλένω κάτι με σαπούνι ή με σταχτόνερο
3. παροιμ. φρ. «ἐξ ὅτου 'γὼ ῥύπτομαι» — αφ' ότου άρχισα να πλύνομαι, δηλαδή από την παιδική μου ηλικία (Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥύπος + ενεστωτικό επίθημα ye/°-, πιθ. κατά το νίπτω.
Greek Monotonic
ῥύπτω: μέλ. -ψω (ῥύπος), απομακρύνω τη βρωμιά απ' τα ενδύματά μου, καθαρίζω, πλένω, σε Αριστ. — Παθ., λούζομαι, ἐξ ὅτου ἐγὼ ῥύπτομαι, από τότε, από τη στιγμή από την οποία άρχισα να πλένομαι, δηλ. από παιδί, από την παιδική μου ηλικία, σε Αριστοφ.
Middle Liddell
ῥύπος
to remove dirt from garments, to wash, Arist.:—Pass. to wash oneself, ἐξ ὅτου ἐγὼ ῥύπτομαι ever since I began to wash, i. e. from childhood, Ar.