εὔθυνος: Difference between revisions
δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → when the oak falls, everyone cuts wood | when an oak has fallen, every man gathers wood | on the fall of an oak, every man gathers wood | when an oak has fallen, every man becomes a woodcutter | one takes advantage of somebody who has lost his strength | one takes advantage of somebody who has lost his power | when the tree is fallen, every man goes to it with his hatchet
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
|||
(9 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=eythynos | |Transliteration C=eythynos | ||
|Beta Code=eu)/qunos | |Beta Code=eu)/qunos | ||
|Definition=ὁ, < | |Definition=ὁ,<br><span class="bld">A</span> [[corrector]], [[chastiser]], [[judge]], [[Aeschylus|A.]]''[[The Persians|Pers.]]''828, ''Eu.''273 (lyr.).<br><span class="bld">II</span> at Athens and elsewhere, [[public examiner]] (cf. [[εὔθυνα]]), ''IG''12.188, Decr. ap. And.1.78, [[Plato|Pl.]]''[[Leges|Lg.]]''945a sq., Arist.''Pol.''1322b11, ''Ath.''48.4, ''SIG'' 38.3(Teos, VB.C.); official of a guild, ''Supp.Epigr.''2.458 (Moesia, ii/iii A.D.), etc. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1071.png Seite 1071]] ὁ, der Untersucher, der Richter. [[εὔθυνος]] [[βαρύς]] Aesch. Pers. 814, vgl. Eum. 263. Bes. in Athen die Behörde, welche von den Beamten, nachdem sie ihr Amt niedergelegt hatten, die Rechenschaft (vgl. [[εὔθυνα]]) abnahm, Andoc. 1, 78, im Gesetz; Plat. Legg. XII, 945 a ff.; Arist. Pol. 6. 3.; Vgl, [[λογιστής]], Böckh, s Staatsh. I S. 205 f.; Hermann's Gr. Staatsalterth. §. 154. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1071.png Seite 1071]] ὁ, der Untersucher, der Richter. [[εὔθυνος]] [[βαρύς]] Aesch. Pers. 814, vgl. Eum. 263. Bes. in Athen die Behörde, welche von den Beamten, nachdem sie ihr Amt niedergelegt hatten, die Rechenschaft (vgl. [[εὔθυνα]]) abnahm, Andoc. 1, 78, im Gesetz; Plat. Legg. XII, 945 a ff.; Arist. Pol. 6. 3.; Vgl, [[λογιστής]], Böckh, s Staatsh. I S. 205 f.; Hermann's Gr. Staatsalterth. §. 154. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (ὁ) :<br />[[juge]].<br />'''Étymologie:''' [[εὐθύνω]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''εὔθῡνος:''' ὁ<br /><b class="num">1</b> [[судья]], [[каратель]] Aesch.;<br /><b class="num">2</b> (в Афинах), [[эвтин]] или [[эвфин]], [[финансовый ревизор]], (член контрольной комиссии из десяти человек, производившей обследование состояния счетов должностных лиц) Plat., Arst. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''εὔθυνος''': -ον, ὁ εὐθύνων, διορθῶν, τιμωρῶν, [[δικαστής]], Αἰσχύλ. Πέρσ. 828, Εὐμ. 273· πρβλ. [[εὐθυντήρ]]. II. «[[ὄνομα]] ἀρχῆς παρ’ Ἀθηναίοις, [[δέκα]] δὲ τὸν ἀριθμὸν ἦσαν ἄνδρες, παρ’ οἷς ἐδίδοσαν οἱ πρεσβεύσαντες ἢ ἄρξαντες ἢ διοικήσαντές τι τῶν δημοσίων τὰς εὐθύνας, διείλεκται περὶ αὐτῶν Ἀριστοτέλης ἐν τῇ Ἀθηναίων Πολιτείᾳ» (Ἁρποκρ.), κληροῦσι δὲ καὶ εὐθύνους ἕνα τῆς φυλῆς ἑκάστης καὶ παρέδρους δύο ἑκάστῳ τῶν εὐθύνων Ἀριστοτέλ. Ἀθην. Πολ. σ. 69. 10 (ἔκδ. Blass), [[νόμος]] παρ’ Ἀνδοκ. 10. 39, Πλάτ. Νόμ. 945A κἑξ., Ἀριστ. Πολιτικ. 6. 8, 16· ἴδε Böckh Ρ. Ε. 1. 254 κἑξ.· - ὅτι δὲ ἡ τῶν λογιστῶν ἀρχὴ ἦτο [[διάφορος]] τῆς τῶν εὐθύνων ἴδε Ἀριστ. Ἀθην. Πολ. 69. 8 (ἔκδ. Blass). Ἴδε καὶ Λεξ. Ἑλλ. Ἀρχαιοτ. Σμὶθ μετάφρ. Σ. Τσιβανοπούλου) σ. 366. - Ἴδε Κόντου Παρατηρ. εἰς Ἀριστ. Ἀθην. Πολ. ἐν Ἀθηνᾶς τ. Δ΄, σ. 132. | |lstext='''εὔθυνος''': -ον, ὁ εὐθύνων, διορθῶν, τιμωρῶν, [[δικαστής]], Αἰσχύλ. Πέρσ. 828, Εὐμ. 273· πρβλ. [[εὐθυντήρ]]. II. «[[ὄνομα]] ἀρχῆς παρ’ Ἀθηναίοις, [[δέκα]] δὲ τὸν ἀριθμὸν ἦσαν ἄνδρες, παρ’ οἷς ἐδίδοσαν οἱ πρεσβεύσαντες ἢ ἄρξαντες ἢ διοικήσαντές τι τῶν δημοσίων τὰς εὐθύνας, διείλεκται περὶ αὐτῶν Ἀριστοτέλης ἐν τῇ Ἀθηναίων Πολιτείᾳ» (Ἁρποκρ.), κληροῦσι δὲ καὶ εὐθύνους ἕνα τῆς φυλῆς ἑκάστης καὶ παρέδρους δύο ἑκάστῳ τῶν εὐθύνων Ἀριστοτέλ. Ἀθην. Πολ. σ. 69. 10 (ἔκδ. Blass), [[νόμος]] παρ’ Ἀνδοκ. 10. 39, Πλάτ. Νόμ. 945A κἑξ., Ἀριστ. Πολιτικ. 6. 8, 16· ἴδε Böckh Ρ. Ε. 1. 254 κἑξ.· - ὅτι δὲ ἡ τῶν λογιστῶν ἀρχὴ ἦτο [[διάφορος]] τῆς τῶν εὐθύνων ἴδε Ἀριστ. Ἀθην. Πολ. 69. 8 (ἔκδ. Blass). Ἴδε καὶ Λεξ. Ἑλλ. Ἀρχαιοτ. Σμὶθ μετάφρ. Σ. Τσιβανοπούλου) σ. 366. - Ἴδε Κόντου Παρατηρ. εἰς Ἀριστ. Ἀθην. Πολ. ἐν Ἀθηνᾶς τ. Δ΄, σ. 132. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''εὔθῡνος:''' ὁ ([[εὐθύνω]]),·<br /><b class="num">I.</b> [[διορθωτής]], [[τιμωρός]], [[δικαστής]], σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> στην Αθήνα, [[εξεταστής]], [[ελεγκτής]] λογαριασμών, σε Πλάτ. | |lsmtext='''εὔθῡνος:''' ὁ ([[εὐθύνω]]),·<br /><b class="num">I.</b> [[διορθωτής]], [[τιμωρός]], [[δικαστής]], σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> στην Αθήνα, [[εξεταστής]], [[ελεγκτής]] λογαριασμών, σε Πλάτ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |
Latest revision as of 13:07, 23 March 2024
English (LSJ)
ὁ,
A corrector, chastiser, judge, A.Pers.828, Eu.273 (lyr.).
II at Athens and elsewhere, public examiner (cf. εὔθυνα), IG12.188, Decr. ap. And.1.78, Pl.Lg.945a sq., Arist.Pol.1322b11, Ath.48.4, SIG 38.3(Teos, VB.C.); official of a guild, Supp.Epigr.2.458 (Moesia, ii/iii A.D.), etc.
German (Pape)
[Seite 1071] ὁ, der Untersucher, der Richter. εὔθυνος βαρύς Aesch. Pers. 814, vgl. Eum. 263. Bes. in Athen die Behörde, welche von den Beamten, nachdem sie ihr Amt niedergelegt hatten, die Rechenschaft (vgl. εὔθυνα) abnahm, Andoc. 1, 78, im Gesetz; Plat. Legg. XII, 945 a ff.; Arist. Pol. 6. 3.; Vgl, λογιστής, Böckh, s Staatsh. I S. 205 f.; Hermann's Gr. Staatsalterth. §. 154.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
juge.
Étymologie: εὐθύνω.
Russian (Dvoretsky)
εὔθῡνος: ὁ
1 судья, каратель Aesch.;
2 (в Афинах), эвтин или эвфин, финансовый ревизор, (член контрольной комиссии из десяти человек, производившей обследование состояния счетов должностных лиц) Plat., Arst.
Greek (Liddell-Scott)
εὔθυνος: -ον, ὁ εὐθύνων, διορθῶν, τιμωρῶν, δικαστής, Αἰσχύλ. Πέρσ. 828, Εὐμ. 273· πρβλ. εὐθυντήρ. II. «ὄνομα ἀρχῆς παρ’ Ἀθηναίοις, δέκα δὲ τὸν ἀριθμὸν ἦσαν ἄνδρες, παρ’ οἷς ἐδίδοσαν οἱ πρεσβεύσαντες ἢ ἄρξαντες ἢ διοικήσαντές τι τῶν δημοσίων τὰς εὐθύνας, διείλεκται περὶ αὐτῶν Ἀριστοτέλης ἐν τῇ Ἀθηναίων Πολιτείᾳ» (Ἁρποκρ.), κληροῦσι δὲ καὶ εὐθύνους ἕνα τῆς φυλῆς ἑκάστης καὶ παρέδρους δύο ἑκάστῳ τῶν εὐθύνων Ἀριστοτέλ. Ἀθην. Πολ. σ. 69. 10 (ἔκδ. Blass), νόμος παρ’ Ἀνδοκ. 10. 39, Πλάτ. Νόμ. 945A κἑξ., Ἀριστ. Πολιτικ. 6. 8, 16· ἴδε Böckh Ρ. Ε. 1. 254 κἑξ.· - ὅτι δὲ ἡ τῶν λογιστῶν ἀρχὴ ἦτο διάφορος τῆς τῶν εὐθύνων ἴδε Ἀριστ. Ἀθην. Πολ. 69. 8 (ἔκδ. Blass). Ἴδε καὶ Λεξ. Ἑλλ. Ἀρχαιοτ. Σμὶθ μετάφρ. Σ. Τσιβανοπούλου) σ. 366. - Ἴδε Κόντου Παρατηρ. εἰς Ἀριστ. Ἀθην. Πολ. ἐν Ἀθηνᾶς τ. Δ΄, σ. 132.
Greek Monolingual
εὔθυνος, -ον (Α)
1. αυτός που τιμωρεί, ο δικαστής
2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ εὔθυνοι
(στην Αθήνα) οι δέκα άρχοντες που ασκούσαν τον έλεγχο της διαχείρισης τών δημόσιων λειτουργών όταν έληγε η θητεία τους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευθύνω (< ευθύς). Η κυριολεκτική σημασία της λ. «αυτός που ισιώνει» διευρύνθηκε σε «αυτός που διορθώνει (και, κατ' επέκταση, κρίνει ή τιμωρεί)», και εξειδικεύθηκε αργότερα (όταν η λέξη έγινε τεχνικός όρος) στη δήλωση μιας συγκεκριμένης κατηγορίας δημόσιων λειτουργών στην αρχαία Αθήνα].
Greek Monotonic
εὔθῡνος: ὁ (εὐθύνω),·
I. διορθωτής, τιμωρός, δικαστής, σε Αισχύλ.
II. στην Αθήνα, εξεταστής, ελεγκτής λογαριασμών, σε Πλάτ.
Middle Liddell
εὔθῡνος, ὁ, εὐθύνω
I. a corrector, chastiser, judge, Aesch.
II. at Athens, an examiner, auditor, Plat.