στοιχάς: Difference between revisions

From LSJ

Μεγάλη τυραννὶς ἀνδρὶ πλουσία (τέκνα καὶ) γυνή → Duxisse ditem, servitus magna est viro → Gar sehr tyrannisiert die reiche Frau den Mann

Menander, Monostichoi, 363
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (LSJ1 replacement)
 
(13 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=stoichas
|Transliteration C=stoichas
|Beta Code=stoixa/s
|Beta Code=stoixa/s
|Definition=άδος, ὁ, ἡ, (στοῖχος) <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[in a row one behind another]], esp. <b class="b3">αἱ Στοιχάδες</b> (sc. [[νῆσοι]]), name of the islands which lie [[in a row]] east of Toulon, now <b class="b2">les Îles d' Hyères</b>, <span class="bibl">A.R.4.554</span>, <span class="bibl">Str.4.1.10</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> <b class="b3">ἐλᾶαι σ</b>. olive-trees (prob. because planted [[in rows]]) which were not sacred, like the [[μορίαι]], Sol. ap. <span class="bibl">Poll.5.36</span>, <span class="bibl">Philoch.62</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> <b class="b3">στοιχάς, ἡ</b>, an aromatic plant, [[cassidony]], [[Lavandula Stoechas]], <span class="bibl">Orph.<span class="title">A.</span>918</span>, Dsc. 3.26.</span>
|Definition=στοιχάδος, ὁ, ἡ, ([[στοῖχος]])<br><span class="bld">A</span> [[in a row one behind another]], esp. αἱ [[Στοιχάδες]] (''[[sc.]]'' [[νῆσοι]]), name of the [[island]]s which lie [[in a row]] east of [[Toulon]], now the [[îles d'Hyères]], A.R.4.554, Str.4.1.10.<br><span class="bld">2</span> ἐλᾶαι στοιχάδες [[olive]]-[[tree]]s (prob. because planted [[in rows]]) which were not [[sacred]], like the [[μορίαι]], Sol. ap. Poll.5.36, Philoch.62.<br><span class="bld">II</span> [[στοιχάς]], ἡ, an [[aromatic]] [[plant]], [[cassidony]], [[Lavandula stoechas]], [[Spanish lavender]], [[topped lavender]], [[French lavender]], Orph.A.918, Dsc. 3.26.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0945.png Seite 945]] άδος, ὁ, ἡ, 1) in Reihen od. Zeilen stehend oder liegend. Bei Solon hießen ἐλάαι στοιχάδες, den μορίαις entggstzt, die in Reihen stehenden Oelbäume, die nicht heilig waren, Poll. 5, 36. – 2) cine gewürzige Pflanze; Diosc.; Orph. Arg. 921; auch zuweilen falsch [[στιχάς]] geschrieben.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0945.png Seite 945]] άδος, ὁ, ἡ, 1) in Reihen od. Zeilen stehend oder liegend. Bei Solon hießen ἐλάαι στοιχάδες, den μορίαις entggstzt, die in Reihen stehenden Oelbäume, die nicht heilig waren, Poll. 5, 36. – 2) cine gewürzige Pflanze; Diosc.; Orph. Arg. 921; auch zuweilen falsch [[στιχάς]] geschrieben.
}}
{{ls
|lstext='''στοιχάς''': -άδος, ὁ, ἡ, ([[στοῖχος]]) κατὰ στοίχους ἢ σειράς, ὁ εἷς [[μετὰ]] τὸν ἄλλον, ὁλκάδες Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. 6. 22· - αἱ Στοιχάδες (ἐξυπακ. νῆσοι) σειρὰ νήσων παρὰ τὴν Μασσαλίαν, τὰ νῦν les isles d΄ Hières, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 554, Στράβ. 184· πρβλ. Κυκλάδες, Σποράδες. 2) ἐλαῖαι στοιχάδες, ἐλαιόδενδρα ([[ἴσως]] ὡς πεφυτευμένα εἰς σειράς), τὰ ὁποῖα δὲν ἦσαν ἱερὰ ὡς αἱ μορέαι, Σόλων παρὰ Πολυδ. Ε΄ , 36, Φιλόχ. 62. ΙΙ. [[στοιχάς]], ἡ, ἀρωματικόν τι [[φυτόν]], Lavandula stoechs, Ὀρφ. Ἀργ. 916, Διοσκ. 3. 31.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=άδος<br /><i>adj. f.</i><br />aligné ; <i>subst.</i> ἡ [[στοιχάς]], sorte de lavande, <i>plante</i>.<br />'''Étymologie:''' [[στείχω]].
|btext=άδος<br /><i>adj. f.</i><br />aligné ; <i>subst.</i> ἡ [[στοιχάς]], sorte de lavande, <i>plante</i>.<br />'''Étymologie:''' [[στείχω]].
}}
{{ls
|lstext='''στοιχάς''': -άδος, ὁ, ἡ, ([[στοῖχος]]) κατὰ στοίχους ἢ σειράς, ὁ εἷς μετὰ τὸν ἄλλον, ὁλκάδες Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. 6. 22· - αἱ Στοιχάδες (ἐξυπακ. νῆσοι) σειρὰ νήσων παρὰ τὴν Μασσαλίαν, τὰ νῦν les isles d΄ Hières, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 554, Στράβ. 184· πρβλ. Κυκλάδες, Σποράδες. 2) ἐλαῖαι στοιχάδες, ἐλαιόδενδρα ([[ἴσως]] ὡς πεφυτευμένα εἰς σειράς), τὰ ὁποῖα δὲν ἦσαν ἱερὰ ὡς αἱ μορέαι, Σόλων παρὰ Πολυδ. Ε΄, 36, Φιλόχ. 62. ΙΙ. [[στοιχάς]], ἡ, ἀρωματικόν τι [[φυτόν]], Lavandula stoechs, Ὀρφ. Ἀργ. 916, Διοσκ. 3. 31.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-[[άδος]], ό, ἡ, Α<br /><b>1.</b> αυτός που [[είναι]] τοποθετημένος [[κατά]] στοίχους, [[κατά]] σειρές<br /><b>2.</b> <b>το θηλ.</b> ἡ [[στοιχάς]]<br />[[είδος]] του αρωματικού φυτού [[λαβαντίς]], που ονομάστηκε [[έτσι]] από τις Στοιχάδες νήσους<br /><b>3.</b> (<b>το θηλ. στον πληθ. ως κύριο όν.</b>) <i>αἱ Στοιχάδες</i><br />(ενν. <i>νήσοι</i>) [[σειρά]] νησιών στη νοτιανατολική [[ακτή]] της Γαλλίας, [[κοντά]] στη [[Μασσαλία]], που [[σήμερα]] ονομάζονται νήσοι Υέρ<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «ἐλαῑαι στοιχάδες» — ελαιόδενδρα τα οποία ίσως ονομάστηκαν [[έτσι]] [[επειδή]] ήταν φυτευμένα [[κατά]] σειρές, δεν ήταν όμως ιερά όπως οι [[μορίες]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[στοίχος]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>άς</i>, -[[άδος]]<br />(<b>πρβλ.</b> <i>στιβ</i>-<i>άς</i>)].
|mltxt=-[[άδος]], ό, ἡ, Α<br /><b>1.</b> αυτός που [[είναι]] τοποθετημένος [[κατά]] στοίχους, [[κατά]] σειρές<br /><b>2.</b> <b>το θηλ.</b> ἡ [[στοιχάς]]<br />[[είδος]] του αρωματικού φυτού [[λαβαντίς]], που ονομάστηκε [[έτσι]] από τις Στοιχάδες νήσους<br /><b>3.</b> (<b>το θηλ. στον πληθ. ως κύριο όν.</b>) <i>αἱ Στοιχάδες</i><br />(ενν. <i>νήσοι</i>) [[σειρά]] νησιών στη νοτιανατολική [[ακτή]] της Γαλλίας, [[κοντά]] στη [[Μασσαλία]], που [[σήμερα]] ονομάζονται νήσοι Υέρ<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «ἐλαῖαι στοιχάδες» — ελαιόδενδρα τα οποία ίσως ονομάστηκαν [[έτσι]] [[επειδή]] ήταν φυτευμένα [[κατά]] σειρές, δεν ήταν όμως ιερά όπως οι [[μορίες]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[στοίχος]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>άς</i>, -[[άδος]]<br />([[πρβλ]]. [[στιβάς]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''στοιχάς:''' -[[άδος]], ἡ ([[στοῖχος]]), αυτός που κείται κατά στίχους, κατά σειρές· <i>αἱΣτοιχάδες</i> (ενν. <i>νῆσοι</i>), [[συστάδα]] νησιών κοντά στη [[Μασσαλία]], που [[τώρα]] ονομάζονται les Isles d' Hières, σε Στράβ.
|lsmtext='''στοιχάς:''' -[[άδος]], ἡ ([[στοῖχος]]), αυτός που κείται κατά στίχους, κατά σειρές· <i>αἱ Στοιχάδες</i> (ενν. <i>νῆσοι</i>), [[συστάδα]] νησιών κοντά στη [[Μασσαλία]], που [[τώρα]] ονομάζονται les Îles d'Hyères, σε Στράβ.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[στοιχάς]], άδος, [[στοῖχος]]<br />in rows:— αἱ Στοιχάδες (sc. νῆσοἰ a row of islands off [[Marseilles]], now les Isles d' Hieres, Strab.
|mdlsjtxt=[[στοιχάς]], άδος, [[στοῖχος]]<br />in rows:— αἱ Στοιχάδες (''[[sc.]]'' νῆσοἰ a [[row]] of [[island]]s off [[Marseilles]], now les Îles d'Hyères, Strab.
}}
}}

Latest revision as of 09:05, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στοιχάς Medium diacritics: στοιχάς Low diacritics: στοιχάς Capitals: ΣΤΟΙΧΑΣ
Transliteration A: stoichás Transliteration B: stoichas Transliteration C: stoichas Beta Code: stoixa/s

English (LSJ)

στοιχάδος, ὁ, ἡ, (στοῖχος)
A in a row one behind another, esp. αἱ Στοιχάδες (sc. νῆσοι), name of the islands which lie in a row east of Toulon, now the îles d'Hyères, A.R.4.554, Str.4.1.10.
2 ἐλᾶαι στοιχάδες olive-trees (prob. because planted in rows) which were not sacred, like the μορίαι, Sol. ap. Poll.5.36, Philoch.62.
II στοιχάς, ἡ, an aromatic plant, cassidony, Lavandula stoechas, Spanish lavender, topped lavender, French lavender, Orph.A.918, Dsc. 3.26.

German (Pape)

[Seite 945] άδος, ὁ, ἡ, 1) in Reihen od. Zeilen stehend oder liegend. Bei Solon hießen ἐλάαι στοιχάδες, den μορίαις entggstzt, die in Reihen stehenden Oelbäume, die nicht heilig waren, Poll. 5, 36. – 2) cine gewürzige Pflanze; Diosc.; Orph. Arg. 921; auch zuweilen falsch στιχάς geschrieben.

French (Bailly abrégé)

άδος
adj. f.
aligné ; subst.στοιχάς, sorte de lavande, plante.
Étymologie: στείχω.

Greek (Liddell-Scott)

στοιχάς: -άδος, ὁ, ἡ, (στοῖχος) κατὰ στοίχους ἢ σειράς, ὁ εἷς μετὰ τὸν ἄλλον, ὁλκάδες Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. 6. 22· - αἱ Στοιχάδες (ἐξυπακ. νῆσοι) σειρὰ νήσων παρὰ τὴν Μασσαλίαν, τὰ νῦν les isles d΄ Hières, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 554, Στράβ. 184· πρβλ. Κυκλάδες, Σποράδες. 2) ἐλαῖαι στοιχάδες, ἐλαιόδενδρα (ἴσως ὡς πεφυτευμένα εἰς σειράς), τὰ ὁποῖα δὲν ἦσαν ἱερὰ ὡς αἱ μορέαι, Σόλων παρὰ Πολυδ. Ε΄, 36, Φιλόχ. 62. ΙΙ. στοιχάς, ἡ, ἀρωματικόν τι φυτόν, Lavandula stoechs, Ὀρφ. Ἀργ. 916, Διοσκ. 3. 31.

Greek Monolingual

-άδος, ό, ἡ, Α
1. αυτός που είναι τοποθετημένος κατά στοίχους, κατά σειρές
2. το θηλ.στοιχάς
είδος του αρωματικού φυτού λαβαντίς, που ονομάστηκε έτσι από τις Στοιχάδες νήσους
3. (το θηλ. στον πληθ. ως κύριο όν.) αἱ Στοιχάδες
(ενν. νήσοι) σειρά νησιών στη νοτιανατολική ακτή της Γαλλίας, κοντά στη Μασσαλία, που σήμερα ονομάζονται νήσοι Υέρ
4. φρ. «ἐλαῖαι στοιχάδες» — ελαιόδενδρα τα οποία ίσως ονομάστηκαν έτσι επειδή ήταν φυτευμένα κατά σειρές, δεν ήταν όμως ιερά όπως οι μορίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στοίχος + επίθημα -άς, -άδος
(πρβλ. στιβάς)].

Greek Monotonic

στοιχάς: -άδος, ἡ (στοῖχος), αυτός που κείται κατά στίχους, κατά σειρές· αἱ Στοιχάδες (ενν. νῆσοι), συστάδα νησιών κοντά στη Μασσαλία, που τώρα ονομάζονται les Îles d'Hyères, σε Στράβ.

Middle Liddell

στοιχάς, άδος, στοῖχος
in rows:— αἱ Στοιχάδες (sc. νῆσοἰ a row of islands off Marseilles, now les Îles d'Hyères, Strab.