συνδυαστικός: Difference between revisions
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(6 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=syndyastikos | |Transliteration C=syndyastikos | ||
|Beta Code=sunduastiko/s | |Beta Code=sunduastiko/s | ||
|Definition= | |Definition=συνδυαστική, συνδυαστικόν, [[disposed to live in pairs]], ἄνθρωπος γὰρ τῇ φύσει συνδυαστικὸν μᾶλλον ἢ πολιτικόν [[Aristotle|Arist.]]''[[Nicomachean Ethics|EN]]''1162a17, cf. Hierocl. p.52 A. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1009.png Seite 1009]] ή, όν, zur Verbindung zweier Personen oder Sachen gehörig; [[ἄνθρωπος]] γὰρ τῇ φύσει συνδυαστικὸν [[μᾶλλον]] ἢ πολιτικόν, Arist. eth. 8, 12. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1009.png Seite 1009]] ή, όν, zur Verbindung zweier Personen oder Sachen gehörig; [[ἄνθρωπος]] γὰρ τῇ φύσει συνδυαστικὸν [[μᾶλλον]] ἢ πολιτικόν, Arist. eth. 8, 12. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{bailly | ||
| | |btext=ή, όν :<br />[[apte à s'unir deux à deux]].<br />'''Étymologie:''' [[συνδυάζω]]. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=συνδυαστικός -ή -όν [συνδυάζω] [[geneigd om in paren of koppels te leven]], [[in paren of koppels levend]]. | |||
}} | }} | ||
{{ | {{elru | ||
| | |elrutext='''συνδυαστικός:''' склонный к жизни парой, т. е. к браку Arst. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 25: | Line 28: | ||
|lsmtext='''συνδυαστικός:''' -ή, -όν, αυτός που έχει την [[τάση]] να ζει κατά ζεύγη, σε Αριστ. | |lsmtext='''συνδυαστικός:''' -ή, -όν, αυτός που έχει την [[τάση]] να ζει κατά ζεύγη, σε Αριστ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''συνδυαστικός''': -ή, -όν, ἐπιρρεπὴς πρὸς συνδυασμόν, πρὸς συζυγικὴν ἢ κατὰ ζεύγη ζωήν, [[ἄνθρωπος]] γὰρ τῇ φύσει συνδυαστικὸν [[μᾶλλον]] ἢ πολιτικὸν Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 8. 12, 7, πρβλ. Ἱεροκλ. παρὰ Στοβ. σ. 414. 41. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[συνδυαστικός]], ή, όν<br />disposed to [[live]] in pairs, Arist. | |mdlsjtxt=[[συνδυαστικός]], ή, όν<br />disposed to [[live]] in pairs, Arist. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 13:13, 25 August 2023
English (LSJ)
συνδυαστική, συνδυαστικόν, disposed to live in pairs, ἄνθρωπος γὰρ τῇ φύσει συνδυαστικὸν μᾶλλον ἢ πολιτικόν Arist.EN1162a17, cf. Hierocl. p.52 A.
German (Pape)
[Seite 1009] ή, όν, zur Verbindung zweier Personen oder Sachen gehörig; ἄνθρωπος γὰρ τῇ φύσει συνδυαστικὸν μᾶλλον ἢ πολιτικόν, Arist. eth. 8, 12.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
apte à s'unir deux à deux.
Étymologie: συνδυάζω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συνδυαστικός -ή -όν [συνδυάζω] geneigd om in paren of koppels te leven, in paren of koppels levend.
Russian (Dvoretsky)
συνδυαστικός: склонный к жизни парой, т. е. к браку Arst.
Greek Monolingual
-ή, -ό / συνδυαστικός, -ή, -όν, ΝΜΑ συνδυάζω
ο ικανός ή ο κατάλληλος στο συνταίριασμα ή στη συσχέτιση
νεοελλ.
φρ. α) «συνδυαστική ανάλυση»
μαθημ. κλάδος τών μαθηματικών στον οποίο μελετώνται οι συνδυασμοί, οι μεταθέσεις και οι διατάξεις στοιχείων που αποτελούν πεπερασμένα σύνολα
β) «συνδυαστική αρχή»
φυσ. η σχέση ανάμεσα στις γραμμές ενός φάσματος και σε μια σειρά όρων, κατάλληλα επιλεγμένων, έτσι ώστε οι συχνότητες τών φασματικών γραμμών να εκφράζονται ως διαφορές αυτών τών όρων
γ) «συνδυαστική ικανότητα»
(ψυχολ.) η ικανότητα της νόησης να ανευρίσκει τις σχέσεις ανάμεσα στα αντικείμενα, τα φαινόμενα και τις έννοιες και, με νέους συνδυασμούς παραστάσεων και άλλων στοιχείων του ψυχικού βίου, να δημιουργεί νέα κατασκευάσματα ή, με τον συνδυασμό δύο ή περισσοτέρων νέων παραστάσεων, να συγκροτεί μια νέα παράσταση
αρχ.
επιτήδειος ή επιρρεπής προς τη συζυγική ή κατά ζεύγη ζωή.
επίρρ...
συνδυαστικώς και συνδυαστικά Ν
με συνδυαστικό τρόπο.
Greek Monotonic
συνδυαστικός: -ή, -όν, αυτός που έχει την τάση να ζει κατά ζεύγη, σε Αριστ.
Greek (Liddell-Scott)
συνδυαστικός: -ή, -όν, ἐπιρρεπὴς πρὸς συνδυασμόν, πρὸς συζυγικὴν ἢ κατὰ ζεύγη ζωήν, ἄνθρωπος γὰρ τῇ φύσει συνδυαστικὸν μᾶλλον ἢ πολιτικὸν Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 8. 12, 7, πρβλ. Ἱεροκλ. παρὰ Στοβ. σ. 414. 41.
Middle Liddell
συνδυαστικός, ή, όν
disposed to live in pairs, Arist.