ὀξύβαφον: Difference between revisions
οὐ γὰρ αὐθάδης οὐδ' ἐπαχθής ὁ χρηστός, οὐδ' αὐθέκαστος ἐστιν ὁ σώφρων ἀνήρ → the man of value is not arrogant or insufferable, and the wise man is not a smug
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "Theil" to "Teil") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
(12 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=oksyvafon | |Transliteration C=oksyvafon | ||
|Beta Code=o)cu/bafon | |Beta Code=o)cu/bafon | ||
|Definition=τό, (βάπτω) < | |Definition=τό, ([[βάπτω]])<br><span class="bld">A</span> small [[vinegar]]-[[saucer]]: then, generally, [[shallow earthen vessel]], [[saucer]], Hp. ''Morb.''2.47, Cratin.187, [[Aristophanes|Ar.]]''[[The Birds|Av.]]''361, Antiph. 163.5([[varia lectio|v.l.]]), Eub.65, ''Inscr.Délos'' 407.18 (ii B.C.), etc.<br><span class="bld">2</span> pl., a kind of [[harmonica]] made of saucers of different materials struck with a wooden hammer, Phlp. in de An.353.13 (<b class="b3">ὀψόβ-</b>codd.), Suid.s.v. [[Διοκλῆς]].<br><span class="bld">II</span> as a measure, the [[fourth]] [[part]] of a [[κοτύλη]], about 1/8 of a pint, μέλιτος Alex.172.11, cf. [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[Historia Plantarum|HP]]'' 9.11.7, al., Nic.''Th.''598, Dsc.3.27. (The form ὀξόβαφον ''BGU''781 iii 5 (i A.D.), ''PMed.Strassb.''p.7 K., is condemned by Phryn. ''PS''p.97 B.) | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0351.png Seite 351]] τό, Essignäpfchen zum Eintauchen, [[βάπτω]], u. übh. ein flaches Tischgeschirr; Ar. Av. 361; [[εἶδος]] κύλικος μικρᾶς κεραμέας, Ath. XI, 494 c aus Antiphan; Lucill. 64 (XI, 105); vgl. Ath. II, 67 e u. Suid. – Als Maaß, der vierte | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0351.png Seite 351]] τό, Essignäpfchen zum Eintauchen, [[βάπτω]], u. übh. ein flaches Tischgeschirr; Ar. Av. 361; [[εἶδος]] κύλικος μικρᾶς κεραμέας, Ath. XI, 494 c aus Antiphan; Lucill. 64 (XI, 105); vgl. Ath. II, 67 e u. Suid. – Als Maaß, der vierte Teil der [[κοτύλη]] od. 24 Drachmen. – Auch ein musikalisches Instrument, z. B. Anonym. Bellerm. de mus. 17. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (τό) :<br /><b>I.</b> [[sorte de saucière pour le vinaigre]] ; <i>p. ext.</i><br /><b>1</b> [[saucière]] <i>ou</i> bol <i>en gén.</i><br /><b>2</b> [[vase à boire en forme de saucière]];<br /><b>II.</b> [[mesure d'un quart de cotyle]] <i>ou</i> de 24 drachmes.<br />'''Étymologie:''' [[ὀξύς]], [[βάπτω]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὀξύβᾰφον:''' (ῠ) τό<br /><b class="num">1</b> [[уксусник]] Arph.;<br /><b class="num">2</b> [[соусник]] Arph.;<br /><b class="num">3</b> [[оксибаф]] (мера жидкостей = 0.0684 л). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὀξύβᾰφον''': τό, ([[βάπτω]]) μικρὸν ὄξους δεκτικὸν [[σκεῦος]], ἀλλὰ καὶ [[ποτήριον]] καὶ [[εἶδος]] μικρᾶς κύλικος κεραμέας, Κρατῖνος ἐν «Πυτίνῃ» 8, Ἀριστοφ. Ὄρν. 361, πρβλ. Εὔβουλον ἐν «Μυλωθρίδι» 1. 2, κτλ. 2) μικρὸν [[εἶδος]] κυμβάλου, Chappell Anc. Music σ. 293. ΙΙ. ὡς [[μέτρον]], τὸ τέταρτον κοτύλης, [[περίπου]] τὸ ἓν ὄγδοον τῆς λίτρας, μέλιτος Ἄλεξ. ἐν «Παννυχίδι» 1. 11, πρβλ. Νικ. Θηρ. 598. | |lstext='''ὀξύβᾰφον''': τό, ([[βάπτω]]) μικρὸν ὄξους δεκτικὸν [[σκεῦος]], ἀλλὰ καὶ [[ποτήριον]] καὶ [[εἶδος]] μικρᾶς κύλικος κεραμέας, Κρατῖνος ἐν «Πυτίνῃ» 8, Ἀριστοφ. Ὄρν. 361, πρβλ. Εὔβουλον ἐν «Μυλωθρίδι» 1. 2, κτλ. 2) μικρὸν [[εἶδος]] κυμβάλου, Chappell Anc. Music σ. 293. ΙΙ. ὡς [[μέτρον]], τὸ τέταρτον κοτύλης, [[περίπου]] τὸ ἓν ὄγδοον τῆς λίτρας, μέλιτος Ἄλεξ. ἐν «Παννυχίδι» 1. 11, πρβλ. Νικ. Θηρ. 598. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὀξύβᾰφον:''' τό ([[βάπτω]]), μικρό [[δοχείο]] για τη [[φύλαξη]] του ξιδιού· [[έπειτα]], γενικά, ρηχό [[δοχείο]], μικρό [[κύπελλο]], σε Αριστοφ. | |lsmtext='''ὀξύβᾰφον:''' τό ([[βάπτω]]), μικρό [[δοχείο]] για τη [[φύλαξη]] του ξιδιού· [[έπειτα]], γενικά, ρηχό [[δοχείο]], μικρό [[κύπελλο]], σε Αριστοφ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=ὀξύ-βᾰφον, ου, τό, [[βάπτω]]<br />a [[vinegar]]-[[saucer]], then, [[generally]], a [[shallow]] [[vessel]], [[saucer]], Ar. | |mdlsjtxt=ὀξύ-βᾰφον, ου, τό, [[βάπτω]]<br />a [[vinegar]]-[[saucer]], then, [[generally]], a [[shallow]] [[vessel]], [[saucer]], Ar. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 07:43, 10 April 2024
English (LSJ)
τό, (βάπτω)
A small vinegar-saucer: then, generally, shallow earthen vessel, saucer, Hp. Morb.2.47, Cratin.187, Ar.Av.361, Antiph. 163.5(v.l.), Eub.65, Inscr.Délos 407.18 (ii B.C.), etc.
2 pl., a kind of harmonica made of saucers of different materials struck with a wooden hammer, Phlp. in de An.353.13 (ὀψόβ-codd.), Suid.s.v. Διοκλῆς.
II as a measure, the fourth part of a κοτύλη, about 1/8 of a pint, μέλιτος Alex.172.11, cf. Thphr. HP 9.11.7, al., Nic.Th.598, Dsc.3.27. (The form ὀξόβαφον BGU781 iii 5 (i A.D.), PMed.Strassb.p.7 K., is condemned by Phryn. PSp.97 B.)
German (Pape)
[Seite 351] τό, Essignäpfchen zum Eintauchen, βάπτω, u. übh. ein flaches Tischgeschirr; Ar. Av. 361; εἶδος κύλικος μικρᾶς κεραμέας, Ath. XI, 494 c aus Antiphan; Lucill. 64 (XI, 105); vgl. Ath. II, 67 e u. Suid. – Als Maaß, der vierte Teil der κοτύλη od. 24 Drachmen. – Auch ein musikalisches Instrument, z. B. Anonym. Bellerm. de mus. 17.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
I. sorte de saucière pour le vinaigre ; p. ext.
1 saucière ou bol en gén.
2 vase à boire en forme de saucière;
II. mesure d'un quart de cotyle ou de 24 drachmes.
Étymologie: ὀξύς, βάπτω.
Russian (Dvoretsky)
ὀξύβᾰφον: (ῠ) τό
1 уксусник Arph.;
2 соусник Arph.;
3 оксибаф (мера жидкостей = 0.0684 л).
Greek (Liddell-Scott)
ὀξύβᾰφον: τό, (βάπτω) μικρὸν ὄξους δεκτικὸν σκεῦος, ἀλλὰ καὶ ποτήριον καὶ εἶδος μικρᾶς κύλικος κεραμέας, Κρατῖνος ἐν «Πυτίνῃ» 8, Ἀριστοφ. Ὄρν. 361, πρβλ. Εὔβουλον ἐν «Μυλωθρίδι» 1. 2, κτλ. 2) μικρὸν εἶδος κυμβάλου, Chappell Anc. Music σ. 293. ΙΙ. ὡς μέτρον, τὸ τέταρτον κοτύλης, περίπου τὸ ἓν ὄγδοον τῆς λίτρας, μέλιτος Ἄλεξ. ἐν «Παννυχίδι» 1. 11, πρβλ. Νικ. Θηρ. 598.
Greek Monolingual
ὀξύβαφον και ὀξόβαφον, τὸ (Α)
1. μικρό δοχείο για το ξίδι, αγγείο ξιδιού, ξιδερό
2. είδος μικρού πήλινου ποτηριού
3. μονάδα μέτρησης, ισοδύναμη με το 1/4 της κοτύλης, περίπου 1/8 της λίτρας
4. μικρό είδος κυμβάλου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄξος «ξίδι» + βάπτω.
Greek Monotonic
ὀξύβᾰφον: τό (βάπτω), μικρό δοχείο για τη φύλαξη του ξιδιού· έπειτα, γενικά, ρηχό δοχείο, μικρό κύπελλο, σε Αριστοφ.
Middle Liddell
ὀξύ-βᾰφον, ου, τό, βάπτω
a vinegar-saucer, then, generally, a shallow vessel, saucer, Ar.