πανδέκτης: Difference between revisions
Πατὴρ οὐχ ὁ γεννήσας, ἀλλ' ὁ θρέψας σε → Non qui te genuit, est qui nutrivit pater → Dein Vater ist, wer Nahrung dir, nicht Leben gab | nicht Vater ist, wer Leben, sondern Nahrung gab
m (LSJ1 replacement) |
|||
(5 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=pandektis | |Transliteration C=pandektis | ||
|Beta Code=pande/kths | |Beta Code=pande/kths | ||
|Definition= | |Definition=πανδέκτου, ὁ,<br><span class="bld">A</span> [[all-receiver]]: in plural [[πανδέκται]], [[οἱ]], name of a [[Universal Dictionary]] or ''Encyclopedia'', such as those compiled by Tiro and Dorotheus, Gell.13.9.<br><span class="bld">2</span> in plural, also, [[the Pandects]], i.e. the law-books of Justinian, ''Cod.Just.''1.17.1.12, al.: sg., <b class="b3">ὁ π.</b>, = ''Digesta'', Id.''Const.'' Δέδωκεν 1.<br><span class="bld">II</span> Stoic word for ἐπίρρημα 11, Charis.p.190 K. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0457.png Seite 457]] ὁ, Alles in sich aufnehmend, Alles in sich enthaltend, Sp., bes. [[βίβλος]], u. im plur. die Pandekten. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0457.png Seite 457]] ὁ, Alles in sich aufnehmend, Alles in sich enthaltend, Sp., bes. [[βίβλος]], u. im plur. die Pandekten. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πανδέκτης:''' [[содержащий все]]: αἱ Πανδέκται (''[[sc.]]'' βίβλοι) поздн. Пандекты, энциклопедические справочники. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 17: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο, θηλ. [[πανδέκτειρα]], ΝΑ<br /><b>1.</b> αυτός που δέχεται [[μέσα]] του τα [[πάντα]]<br /><b>2.</b> (<b>στον πληθ. ως κύριο όν.</b>) <i>οι Πανδέκτες</i> ή <i>οι Πανδέκται</i><br />το σημαντικότερο [[έργο]] της ιουστινιάνειας νομοθεσίας, που συνίσταται σε [[συλλογή]] επεξεργασμένων και κεκαθαρμένων από αντιφατικότητες διατάξεων της ρωμαϊκής νομοθεσίας και το οποίο συντάχθηκε από τον σοφό νομομαθή Τριβωνιανό και [[επιτροπή]] εξεχόντων νομικών με [[εντολή]] του Βυζαντινού αυτοκράτορα Ιουστινιανού<br /><b>νεοελλ.</b><br />(<b>κατ' επέκτ.</b>) [[κάθε]] [[συλλογή]] νόμων ή κειμένων<br /><b>μσν.</b><br />[[είδος]] πλοίου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (στους Στωικούς) <b>γραμμ.</b> το [[επίρρημα]]<br /><b>2.</b> ([[κατά]] τον Συνέσιο) <b>ειρων.</b> επιπόλαια και [[χωρίς]] [[κρίση]] [[πολυμαθής]] [[άνθρωπος]]<br /><b>3.</b> <b>στον πληθ.</b> [[ονομασία]] γενικών ή εγκυκλοπαιδικών λεξικών, όπως ήταν αυτά που συνέταξαν ο Τύρων και ο Δωρόθεος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[δέκτης]] (<span style="color: red;"><</span> [[δέχομαι]]), | |mltxt=ο, θηλ. [[πανδέκτειρα]], ΝΑ<br /><b>1.</b> αυτός που δέχεται [[μέσα]] του τα [[πάντα]]<br /><b>2.</b> (<b>στον πληθ. ως κύριο όν.</b>) <i>οι Πανδέκτες</i> ή <i>οι Πανδέκται</i><br />το σημαντικότερο [[έργο]] της ιουστινιάνειας νομοθεσίας, που συνίσταται σε [[συλλογή]] επεξεργασμένων και κεκαθαρμένων από αντιφατικότητες διατάξεων της ρωμαϊκής νομοθεσίας και το οποίο συντάχθηκε από τον σοφό νομομαθή Τριβωνιανό και [[επιτροπή]] εξεχόντων νομικών με [[εντολή]] του Βυζαντινού αυτοκράτορα Ιουστινιανού<br /><b>νεοελλ.</b><br />(<b>κατ' επέκτ.</b>) [[κάθε]] [[συλλογή]] νόμων ή κειμένων<br /><b>μσν.</b><br />[[είδος]] πλοίου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (στους Στωικούς) <b>γραμμ.</b> το [[επίρρημα]]<br /><b>2.</b> ([[κατά]] τον Συνέσιο) <b>ειρων.</b> επιπόλαια και [[χωρίς]] [[κρίση]] [[πολυμαθής]] [[άνθρωπος]]<br /><b>3.</b> <b>στον πληθ.</b> [[ονομασία]] γενικών ή εγκυκλοπαιδικών λεξικών, όπως ήταν αυτά που συνέταξαν ο Τύρων και ο Δωρόθεος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[δέκτης]] (<span style="color: red;"><</span> [[δέχομαι]]), [[πρβλ]]. [[πολυδέκτης]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:26, 25 August 2023
English (LSJ)
πανδέκτου, ὁ,
A all-receiver: in plural πανδέκται, οἱ, name of a Universal Dictionary or Encyclopedia, such as those compiled by Tiro and Dorotheus, Gell.13.9.
2 in plural, also, the Pandects, i.e. the law-books of Justinian, Cod.Just.1.17.1.12, al.: sg., ὁ π., = Digesta, Id.Const. Δέδωκεν 1.
II Stoic word for ἐπίρρημα 11, Charis.p.190 K.
German (Pape)
[Seite 457] ὁ, Alles in sich aufnehmend, Alles in sich enthaltend, Sp., bes. βίβλος, u. im plur. die Pandekten.
Russian (Dvoretsky)
πανδέκτης: содержащий все: αἱ Πανδέκται (sc. βίβλοι) поздн. Пандекты, энциклопедические справочники.
Greek (Liddell-Scott)
πανδέκτης: -ου, ὁ τὰ πάντα δεχόμενος· ἐν τῷ πληθ., πανδέκται, οἱ, ὄνομα καθολικοῦ λεξικοῦ ἢ εἴδους ἐγκυκλοπαιδικοῦ λεξικ., οἷα συνέταξαν ὁ Τίρων καὶ ὁ Δωρόθεος˙ ἕκαστον δὲ τούτων ἐκαλεῖτο πανδέκτης, Δωρόθεος ἐν τῷ πρώτῳ π. Κλήμ. Ἀλ. 399, πρβλ. Γέλλ. 13. 9. 2) ἐν τῷ πληθ. ὡσαύτως, καθολικὴ συλλογὴ νόμων γενομένη κατὰ διαταγὴν τοῦ Ἰουστινιανοῦ, ἧς ἔκαστον βιβλίον ἦτο εἷς πανδέκτης, ἴδε Δουκάγγ. ΙΙ. παρὰ Συνέσ. 240D, πανδέκτης φαίνεται ὅτι σημαίνει τὸν ἐπιπολαίως πολυμαθῆ ἄνθρωπον. ΙΙΙ. παρὰ τοῖς Στωϊκοῖς ἡ λέξ. πανδέκτης ἐσήμαινεν ἐπίρρημα, Διομήδ. 190, 24, 194, 20. IV. εἶδος πλοίου, Κ. Πορφυρ. Ἔκθ. Βασ. Τάξ. 468, 1.
Greek Monolingual
ο, θηλ. πανδέκτειρα, ΝΑ
1. αυτός που δέχεται μέσα του τα πάντα
2. (στον πληθ. ως κύριο όν.) οι Πανδέκτες ή οι Πανδέκται
το σημαντικότερο έργο της ιουστινιάνειας νομοθεσίας, που συνίσταται σε συλλογή επεξεργασμένων και κεκαθαρμένων από αντιφατικότητες διατάξεων της ρωμαϊκής νομοθεσίας και το οποίο συντάχθηκε από τον σοφό νομομαθή Τριβωνιανό και επιτροπή εξεχόντων νομικών με εντολή του Βυζαντινού αυτοκράτορα Ιουστινιανού
νεοελλ.
(κατ' επέκτ.) κάθε συλλογή νόμων ή κειμένων
μσν.
είδος πλοίου
αρχ.
1. (στους Στωικούς) γραμμ. το επίρρημα
2. (κατά τον Συνέσιο) ειρων. επιπόλαια και χωρίς κρίση πολυμαθής άνθρωπος
3. στον πληθ. ονομασία γενικών ή εγκυκλοπαιδικών λεξικών, όπως ήταν αυτά που συνέταξαν ο Τύρων και ο Δωρόθεος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + δέκτης (< δέχομαι), πρβλ. πολυδέκτης.