ἴεμαι: Difference between revisions

From LSJ

τὸ λακωνίζειν πολὺ μᾶλλόν ἐστιν φιλοσοφεῖν ἢ φιλογυμναστεῖν → to behave like a Lacedaemonian is much more to love wisdom than to love gymnastics (Plato, Protagoras 342e6)

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\wÄäÖöÜüẞß]+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "εῑ" to "εῖ")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 3: Line 3:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ἵεμαι (Α)<br /><b>1.</b> κινούμαι [[πρός]] τα [[εμπρός]]<br /><b>2.</b> βιάζομαι<br /><b>3.</b> [[επιδιώκω]], [[επιθυμώ]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για ομηρ. τ. με μέλλ. [[εἴσομαι]] και αόρ. [[εἴσατο]], στον οποίο υπετέθη, λόγω μέτρου, αρχικό -<i>F</i>-. Ο [[αρχικός]] τ. του ρήματος [[πρέπει]] να ήταν <i>Fεῑ</i>-<i>μαι</i> (<span style="color: red;"><</span> IE <i>wei</i>- <b>[[πρβλ]].</b> αρχ. ινδ. <i>veti</i>, <i>vyanti</i> «[[επιδιώκω]]», λιθ. <i>veju</i>, <i>vyti</i> «[[κυνηγώ]]», λατ. <i>v</i><i>ī</i><i>s</i> «θέλεις») που μετασχηματίστηκε σε <i>Fείεμαι</i> και αργότερα σε <i>ἵεμαι</i> (με -<i>ι</i>-μακρό) υπό την [[επίδραση]] του [[ἵημι]], <i>ἵεμαι</i> «[[ρίχνω]], [[ορμώ]]», με το οποίο συνέπεσε μορφολογικά [[μετά]] τη σίγηση του <i>F</i>. Σύμφωνα με [[άλλη]] [[υπόθεση]] ο ενεστ. σχηματίστηκε βάσει ενός παρεκτεταμένου θ. <i>weyƏ</i><sup>1</sup>-. Δηλ. [[αρχικός]] ήταν ο τ. <i>Fέyε</i>-<i>μαι</i>, ο [[οποίος]] αντικαταστάθηκε από το <i>Fείμαι</i>, υπό την [[επίδραση]] του <i>Fείσομαι</i>, <i>ἐFείσατο</i>].
|mltxt=ἵεμαι (Α)<br /><b>1.</b> κινούμαι [[πρός]] τα [[εμπρός]]<br /><b>2.</b> βιάζομαι<br /><b>3.</b> [[επιδιώκω]], [[επιθυμώ]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για ομηρ. τ. με μέλλ. [[εἴσομαι]] και αόρ. [[εἴσατο]], στον οποίο υπετέθη, λόγω μέτρου, αρχικό -<i>F</i>-. Ο [[αρχικός]] τ. του ρήματος [[πρέπει]] να ήταν <i>Fεῖ</i>-<i>μαι</i> (<span style="color: red;"><</span> IE <i>wei</i>- [[πρβλ]]. αρχ. ινδ. <i>veti</i>, <i>vyanti</i> «[[επιδιώκω]]», λιθ. <i>veju</i>, <i>vyti</i> «[[κυνηγώ]]», λατ. <i>v</i><i>ī</i><i>s</i> «θέλεις») που μετασχηματίστηκε σε <i>Fείεμαι</i> και αργότερα σε <i>ἵεμαι</i> (με -<i>ι</i>-μακρό) υπό την [[επίδραση]] του [[ἵημι]], <i>ἵεμαι</i> «[[ρίχνω]], [[ορμώ]]», με το οποίο συνέπεσε μορφολογικά [[μετά]] τη σίγηση του <i>F</i>. Σύμφωνα με [[άλλη]] [[υπόθεση]] ο ενεστ. σχηματίστηκε βάσει ενός παρεκτεταμένου θ. <i>weyƏ</i><sup>1</sup>-. Δηλ. [[αρχικός]] ήταν ο τ. <i>Fέyε</i>-<i>μαι</i>, ο [[οποίος]] αντικαταστάθηκε από το <i>Fείμαι</i>, υπό την [[επίδραση]] του <i>Fείσομαι</i>, <i>ἐFείσατο</i>].
}}
}}

Latest revision as of 10:00, 13 October 2022

German (Pape)

[Seite 1239] (als med. zu εἶμι betrachtet, oder zu ἵημι u. deswegen ἵεμαι geschrieben, wie Bekker Il. 12, 274 πρόσσω ἵεσθε), nur praes. u. impf., eiliggehen, forteilen, Xen. An. 1, 5, 8. 3, 4, 41 u. öfter, von Krüger immer ἴεμαι geschr. S. Schäfer Plut. IV p. 326 Elmsl. u. Herm. Soph. O. R. 1242.

Greek Monolingual

ἵεμαι (Α)
1. κινούμαι πρός τα εμπρός
2. βιάζομαι
3. επιδιώκω, επιθυμώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για ομηρ. τ. με μέλλ. εἴσομαι και αόρ. εἴσατο, στον οποίο υπετέθη, λόγω μέτρου, αρχικό -F-. Ο αρχικός τ. του ρήματος πρέπει να ήταν Fεῖ-μαι (< IE wei- πρβλ. αρχ. ινδ. veti, vyanti «επιδιώκω», λιθ. veju, vyti «κυνηγώ», λατ. vīs «θέλεις») που μετασχηματίστηκε σε Fείεμαι και αργότερα σε ἵεμαι (με -ι-μακρό) υπό την επίδραση του ἵημι, ἵεμαι «ρίχνω, ορμώ», με το οποίο συνέπεσε μορφολογικά μετά τη σίγηση του F. Σύμφωνα με άλλη υπόθεση ο ενεστ. σχηματίστηκε βάσει ενός παρεκτεταμένου θ. weyƏ1-. Δηλ. αρχικός ήταν ο τ. Fέyε-μαι, ο οποίος αντικαταστάθηκε από το Fείμαι, υπό την επίδραση του Fείσομαι, ἐFείσατο].