Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

μετωπίδιος: Difference between revisions

From LSJ

Ῥᾷον παραινεῖν ἢ παθόντα καρτερεῖν → Patientiam suadere facile, non pati → Es spricht sich leichter zu, als stark zu sein im Leid

Menander, Monostichoi, 471
m (Text replacement - " v.l. " to " v.l. ")
m (LSJ1 replacement)
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=metopidios
|Transliteration C=metopidios
|Beta Code=metwpi/dios
|Beta Code=metwpi/dios
|Definition=ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> = [[μετωπιαῖος]], [[ἱδρώς]] <span class="bibl">Hp.<span class="title">Mul.</span>2.171</span> (cj. for -[[ιδαῖος]]; [[varia lectio|v.l.]] [[περιμετωπίδιος]]) ; πλέγμα <span class="title">AP</span>9.543 (Phil.).</span>
|Definition=μετωπίδιον, = [[μετωπιαῖος]], [[ἱδρώς]] Hp.''Mul.''2.171 (cj. for -[[ιδαῖος]]; [[varia lectio|v.l.]] [[περιμετωπίδιος]]); πλέγμα ''AP''9.543 (Phil.).
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0164.png Seite 164]] = [[μετωπιαῖος]]; [[ἱδρώς]], Hipp.; [[πλέγμα]], Philp. 62 (IX, 543).
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0164.png Seite 164]] = [[μετωπιαῖος]]; [[ἱδρώς]], Hipp.; [[πλέγμα]], Philp. 62 (IX, 543).
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />[[du front]].<br />'''Étymologie:''' [[μέτωπον]].
}}
{{elru
|elrutext='''μετωπίδιος:''' (πῐ) набрасываемый на лоб, лобный ([[πλέγμα]] Anth.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μετωπίδιος''': -ον, = [[μετωπιαῖος]], Ἀνθ. Π. 9. 543· ἴδε Λοβ. Φρύν. 557.
|lstext='''μετωπίδιος''': -ον, = [[μετωπιαῖος]], Ἀνθ. Π. 9. 543· ἴδε Λοβ. Φρύν. 557.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />du front.<br />'''Étymologie:''' [[μέτωπον]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μετωπίδιος]], -ία, -ον (Α)<br />[[μετωπιαίος]], [[μετωπικός]], του μετώπου («[[μετωπίδιος]] [[ἱδρώς]]», Ιπποκρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέτωπον]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -[[ίδιος]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>πτερ</i>-[[ίδιος]], <i>ωμ</i>-[[ίδιος]])].
|mltxt=[[μετωπίδιος]], -ία, -ον (Α)<br />[[μετωπιαίος]], [[μετωπικός]], του μετώπου («[[μετωπίδιος]] [[ἱδρώς]]», Ιπποκρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέτωπον]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -[[ίδιος]] ([[πρβλ]]. [[πτερίδιος]], [[ωμίδιος]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μετωπίδιος:''' -ον ([[μέτωπον]]), αυτός που βρίσκεται στο [[μέτωπο]], σε Ανθ.
|lsmtext='''μετωπίδιος:''' -ον ([[μέτωπον]]), αυτός που βρίσκεται στο [[μέτωπο]], σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''μετωπίδιος:''' (πῐ) набрасываемый на лоб, лобный ([[πλέγμα]] Anth.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[μετωπίδιος]], ον [[μέτωπον]]<br />on the [[forehead]], Anth.
|mdlsjtxt=[[μετωπίδιος]], ον [[μέτωπον]]<br />on the [[forehead]], Anth.
}}
}}

Latest revision as of 11:07, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μετωπίδιος Medium diacritics: μετωπίδιος Low diacritics: μετωπίδιος Capitals: ΜΕΤΩΠΙΔΙΟΣ
Transliteration A: metōpídios Transliteration B: metōpidios Transliteration C: metopidios Beta Code: metwpi/dios

English (LSJ)

μετωπίδιον, = μετωπιαῖος, ἱδρώς Hp.Mul.2.171 (cj. for -ιδαῖος; v.l. περιμετωπίδιος); πλέγμα AP9.543 (Phil.).

German (Pape)

[Seite 164] = μετωπιαῖος; ἱδρώς, Hipp.; πλέγμα, Philp. 62 (IX, 543).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
du front.
Étymologie: μέτωπον.

Russian (Dvoretsky)

μετωπίδιος: (πῐ) набрасываемый на лоб, лобный (πλέγμα Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

μετωπίδιος: -ον, = μετωπιαῖος, Ἀνθ. Π. 9. 543· ἴδε Λοβ. Φρύν. 557.

Greek Monolingual

μετωπίδιος, -ία, -ον (Α)
μετωπιαίος, μετωπικός, του μετώπου («μετωπίδιος ἱδρώς», Ιπποκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέτωπον + επίθημα -ίδιος (πρβλ. πτερίδιος, ωμίδιος)].

Greek Monotonic

μετωπίδιος: -ον (μέτωπον), αυτός που βρίσκεται στο μέτωπο, σε Ανθ.

Middle Liddell

μετωπίδιος, ον μέτωπον
on the forehead, Anth.