γονυπετής: Difference between revisions

From LSJ

Θησαυρός ἐστι τῶν κακῶν κακὴ γυνή → Ingens mali thesaurus est mulier mala → Ein Schatz an allem Schlechten ist ein schlechtes Weib

Menander, Monostichoi, 233
(4)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(22 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=gonypetis
|Transliteration C=gonypetis
|Beta Code=gonupeth/s
|Beta Code=gonupeth/s
|Definition=ές, (πεσεῖν) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">falling on the knee</b>, <span class="bibl">Tim.<span class="title">Pers.</span>189</span>; <b class="b3">ἕδραι γ</b>. a <b class="b2">kneeling</b> posture, <span class="bibl">E.<span class="title">Ph.</span>293</span>.</span>
|Definition=γονυπετές, ([[πεσεῖν]]) [[falling on the knee]], Tim.''Pers.''189; <b class="b3">ἕδραι γονυπετεῖς</b> a [[kneeling]] [[posture]], E.''Ph.''293.
}}
{{DGE
|dgtxt=(γονῠπετής) -ές<br /><b class="num">1</b> [[postrado de hinojos]] σῶμα Tim.15.176, [[ἕδραι γονυπετεῖς]] = [[posturas arrodilladas]]</i> E.<i>Ph</i>.293, [[ἱκέτης]] Synes.<i>Ep</i>.41 (p.58), como pred. ὁ δ' ... γ. ἐδεῖτο αὐτοῦ App.<i>Ill</i>.9, ἀποδέχονται γονυπετεῖς τὴν ἐπαρχότητα reciben postrados de hinojos el cargo de prefecto</i> Lyd.<i>Mag</i>.2.9.<br /><b class="num">2</b> adv. [[γονυπετῶς]] = [[de hinojos]] προτρέποντος Lyd.<i>Mag</i>.2.17.
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0502.png Seite 502]] ές, [[kniefällig]], [[fußfällig]], γονυπετεῖς ἕδ ρας προσπιτνῶ σ' [[ἄναξ]] Eur. Phoen. 300; Synes.
}}
{{elnl
|elnltext=[[γονυπετής]] -ές [[γόνυ]], [[πίπτω]] [[geknield]], [[op zijn knieën]]:. γονυπετεῖς ἕδρας [[προσπίτνω]] σε in een geknielde positie val ik voor u neer Eur. Phoen. 293.
}}
{{elru
|elrutext='''γονυπετής:''' [[упавший на колени]], [[павший на колени]], [[коленопреклоненный]] Eur.
}}
{{ls
|lstext='''γονῠπετής''': -ές, (πεσεῖν) πίπτων εἰς τὰ γόνατα, ἕδραι γον., ἡ [[στάσις]] τοῦ γονατισμένου, γονατιστός, Εὐρ. Φοιν. 293, Συνέσ. Ἐπ. 57.
}}
{{grml
|mltxt=-ές (AM [[γονυπετής]], -ές)<br />ο [[γονατιστός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[γόνυ]] <span style="color: red;">+</span> -<i>πετής</i> <span style="color: red;"><</span> [[πίπτω]] ([[πρβλ]]. [[δυσπετής]], [[χαμαιπετής]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''γονῠπετής:''' -ές (πί-πτω), αυτός που πέφτει στα [[γόνατα]]· <i>ἕδραι γονυπετεῖς</i>, η [[στάση]] ικεσίας του γονατισμένου, σε Ευρ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[γόνυ]], [[πίπτω]]<br />falling on the [[knee]], ἕδραι γον. a kneeling [[posture]], Eur.
}}
{{mantoulidis
|mantxt=(=[[γονατιστός]]). Σύνθετο ἀπό τό [[γόνυ]] + [[πεσεῖν]] ([[πίπτω]]). Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό [[γόνυ]] καί στό [[ρῆμα]] [[πίπτω]].
}}
}}

Latest revision as of 11:09, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γονῠπετής Medium diacritics: γονυπετής Low diacritics: γονυπετής Capitals: ΓΟΝΥΠΕΤΗΣ
Transliteration A: gonypetḗs Transliteration B: gonypetēs Transliteration C: gonypetis Beta Code: gonupeth/s

English (LSJ)

γονυπετές, (πεσεῖν) falling on the knee, Tim.Pers.189; ἕδραι γονυπετεῖς a kneeling posture, E.Ph.293.

Spanish (DGE)

(γονῠπετής) -ές
1 postrado de hinojos σῶμα Tim.15.176, ἕδραι γονυπετεῖς = posturas arrodilladas E.Ph.293, ἱκέτης Synes.Ep.41 (p.58), como pred. ὁ δ' ... γ. ἐδεῖτο αὐτοῦ App.Ill.9, ἀποδέχονται γονυπετεῖς τὴν ἐπαρχότητα reciben postrados de hinojos el cargo de prefecto Lyd.Mag.2.9.
2 adv. γονυπετῶς = de hinojos προτρέποντος Lyd.Mag.2.17.

German (Pape)

[Seite 502] ές, kniefällig, fußfällig, γονυπετεῖς ἕδ ρας προσπιτνῶ σ' ἄναξ Eur. Phoen. 300; Synes.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γονυπετής -ές γόνυ, πίπτω geknield, op zijn knieën:. γονυπετεῖς ἕδρας προσπίτνω σε in een geknielde positie val ik voor u neer Eur. Phoen. 293.

Russian (Dvoretsky)

γονυπετής: упавший на колени, павший на колени, коленопреклоненный Eur.

Greek (Liddell-Scott)

γονῠπετής: -ές, (πεσεῖν) πίπτων εἰς τὰ γόνατα, ἕδραι γον., ἡ στάσις τοῦ γονατισμένου, γονατιστός, Εὐρ. Φοιν. 293, Συνέσ. Ἐπ. 57.

Greek Monolingual

-ές (AM γονυπετής, -ές)
ο γονατιστός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γόνυ + -πετής < πίπτω (πρβλ. δυσπετής, χαμαιπετής)].

Greek Monotonic

γονῠπετής: -ές (πί-πτω), αυτός που πέφτει στα γόνατα· ἕδραι γονυπετεῖς, η στάση ικεσίας του γονατισμένου, σε Ευρ.

Middle Liddell

γόνυ, πίπτω
falling on the knee, ἕδραι γον. a kneeling posture, Eur.

Mantoulidis Etymological

(=γονατιστός). Σύνθετο ἀπό τό γόνυ + πεσεῖν (πίπτω). Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό γόνυ καί στό ρῆμα πίπτω.