ευσέβεια: Difference between revisions

From LSJ

νοῦς γὰρ ἡμῶν ἐστιν ἐν ἑκάστῳ θεός → Mortalium cuique sua mens est deus → In jedem von uns nämlich wirkt sein Geist als Gott

Menander, Monostichoi, 434
m (Text replacement - "σημεῑ" to "σημεῖ")
mNo edit summary
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (ΑΜ [[εὐσέβεια]], Α και [[εὐσεβία]] και εὐσεβίη) [[ευσεβής]]<br /><b>1.</b> [[σεβασμός]] [[προς]] τον θεό, [[αναγνώριση]] της θεότητός του και [[τήρηση]] τών εντολών του («[[εὐσέβεια]] πρὸς τὸν Θεόν»)<br /><b>2.</b> [[βαθύς]] [[σεβασμός]] [[προς]] τους γονείς, δασκάλους κ.λπ. («[[ευσέβεια]] [[προς]] τους γονείς»)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> το [[σύνολο]] τών χριστιανών, η [[χριστιανοσύνη]]<br /><b>2.</b> το [[σύνολο]] τών ορθοδόξων, η [[ορθοδοξία]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «[[γυρίζω]] τινὰ εἰς εὐσέβειαν» — [[οδηγώ]] κάποιον στην ορθή [[πίστη]]<br />β) «στρέφομαι εἰς τὴν εὐσέβειαν» — κλείνομαι σε [[μονή]], [[γίνομαι]] [[μοναχός]]<br />γ) «[[ἄνθρωπος]] τῆς εὐσεβείας» — ιερωμένος<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> ενάρετη ζωή, καλή [[διαγωγή]]<br /><b>2.</b> ορθή [[πίστη]], ορθόδοξη [[πίστη]] (α. «Σταυρόν... σημεῖον εὐσεβείας» β. «τὸ [[κεφάλαιον]] τῆς τῶν Χριστιανῶν εὐσεβείας τὸ πιστεύειν τὸν μονογενῆ Θεόν», Γρηγ. Νύσσ.)<br /><b>3.</b> ως τιμητικό [[επίθετο]] Ρωμαίων ή Βυζαντινών αυτοκρατόρων (α. «ἡ Σὴ [[εὐσέβεια]]» β. «ἡ Ὑμετέρα [[εὐσέβεια]]»)<br /><b>4.</b> <b>πληθ.</b> <i>αἱ εὐσέβειαι</i><br />πράξεις ευσεβείας, οι αγαθοεργίες («ευσεβείας παρέχων τοίς πένησιν»)<br /><b>αρχ.</b><br />[[φήμη]] ή [[χαρακτηρισμός]] που προήλθε από ευσεβή [[διαγωγή]].
|mltxt=η (ΑΜ [[εὐσέβεια]], Α και [[εὐσεβία]] και εὐσεβίη) [[ευσεβής]]<br /><b>1.</b> [[σεβασμός]] [[προς]] τον θεό, [[αναγνώριση]] της θεότητός του και [[τήρηση]] τών εντολών του («[[εὐσέβεια]] πρὸς τὸν Θεόν»)<br /><b>2.</b> [[βαθύς]] [[σεβασμός]] [[προς]] τους γονείς, δασκάλους κ.λπ. («[[ευσέβεια]] [[προς]] τους γονείς»)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> το [[σύνολο]] τών χριστιανών, η [[χριστιανοσύνη]]<br /><b>2.</b> το [[σύνολο]] τών ορθοδόξων, η [[ορθοδοξία]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «[[γυρίζω]] τινὰ εἰς εὐσέβειαν» — [[οδηγώ]] κάποιον στην ορθή [[πίστη]]<br />β) «στρέφομαι εἰς τὴν εὐσέβειαν» — κλείνομαι σε [[μονή]], [[γίνομαι]] [[μοναχός]]<br />γ) «[[ἄνθρωπος]] τῆς εὐσεβείας» — ιερωμένος<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> ενάρετη ζωή, καλή [[διαγωγή]]<br /><b>2.</b> ορθή [[πίστη]], ορθόδοξη [[πίστη]] (α. «Σταυρόν... σημεῖον εὐσεβείας» β. «τὸ [[κεφάλαιον]] τῆς τῶν Χριστιανῶν εὐσεβείας τὸ πιστεύειν τὸν μονογενῆ Θεόν», Γρηγ. Νύσσ.)<br /><b>3.</b> ως τιμητικό [[επίθετο]] Ρωμαίων ή Βυζαντινών αυτοκρατόρων (α. «ἡ Σὴ [[εὐσέβεια]]» β. «ἡ Ὑμετέρα [[εὐσέβεια]]»)<br /><b>4.</b> <b>πληθ.</b> <i>αἱ εὐσέβειαι</i><br />πράξεις ευσεβείας, οι αγαθοεργίες («ευσεβείας παρέχων τοίς πένησιν»)<br /><b>αρχ.</b><br />[[φήμη]] ή [[χαρακτηρισμός]] που προήλθε από ευσεβή [[διαγωγή]].
}}
{{trml
|trtx====[[piety]]===
Arabic: تَقْوَى‎; Armenian: բարեպաշտություն; Bulgarian: набожност; Catalan: pietat; Chinese Mandarin: 虔誠/虔诚; Czech: zbožnost; Dutch: [[vroomheid]]; Esperanto: pieco; Finnish: hurskaus; French: [[piété]]; Galician: piedade; Georgian: ღვთისმოსაობა, ღვთისმოშიშობა; German: [[Frömmigkeit]]; Greek: [[ευσέβεια]]; Ancient Greek: [[εὐσέβεια]], [[τὸ εὐσεβές]], [[ὁσιότης]]; Hungarian: vallásosság; Irish: crábhadh, cráifeacht, beannaíocht; Italian: [[pietà]]; Japanese: 篤信; Kazakh: құдайшылдық; Latvian: pietāte; Macedonian: набожност, благочестие; Manx: craueeaght; Maori: whakaponotanga; Occitan: pietat; Polish: pobożność, bogobojność; Portuguese: [[piedade]]; Romanian: evlavie, pietate; Russian: [[набожность]], [[благочестие]]; Scottish Gaelic: cràbhadh; Spanish: [[piedad]]; Swedish: fromhet; Turkish: dindarlık, sofuluk, takva, züht; Ukrainian: набожність; Yiddish: פֿרומקייט‎
}}
}}

Latest revision as of 07:45, 9 January 2024

Greek Monolingual

η (ΑΜ εὐσέβεια, Α και εὐσεβία και εὐσεβίη) ευσεβής
1. σεβασμός προς τον θεό, αναγνώριση της θεότητός του και τήρηση τών εντολών του («εὐσέβεια πρὸς τὸν Θεόν»)
2. βαθύς σεβασμός προς τους γονείς, δασκάλους κ.λπ. («ευσέβεια προς τους γονείς»)
μσν.
1. το σύνολο τών χριστιανών, η χριστιανοσύνη
2. το σύνολο τών ορθοδόξων, η ορθοδοξία
3. φρ. α) «γυρίζω τινὰ εἰς εὐσέβειαν» — οδηγώ κάποιον στην ορθή πίστη
β) «στρέφομαι εἰς τὴν εὐσέβειαν» — κλείνομαι σε μονή, γίνομαι μοναχός
γ) «ἄνθρωπος τῆς εὐσεβείας» — ιερωμένος
μσν.-αρχ.
1. ενάρετη ζωή, καλή διαγωγή
2. ορθή πίστη, ορθόδοξη πίστη (α. «Σταυρόν... σημεῖον εὐσεβείας» β. «τὸ κεφάλαιον τῆς τῶν Χριστιανῶν εὐσεβείας τὸ πιστεύειν τὸν μονογενῆ Θεόν», Γρηγ. Νύσσ.)
3. ως τιμητικό επίθετο Ρωμαίων ή Βυζαντινών αυτοκρατόρων (α. «ἡ Σὴ εὐσέβεια» β. «ἡ Ὑμετέρα εὐσέβεια»)
4. πληθ. αἱ εὐσέβειαι
πράξεις ευσεβείας, οι αγαθοεργίες («ευσεβείας παρέχων τοίς πένησιν»)
αρχ.
φήμη ή χαρακτηρισμός που προήλθε από ευσεβή διαγωγή.

Translations

piety

Arabic: تَقْوَى‎; Armenian: բարեպաշտություն; Bulgarian: набожност; Catalan: pietat; Chinese Mandarin: 虔誠/虔诚; Czech: zbožnost; Dutch: vroomheid; Esperanto: pieco; Finnish: hurskaus; French: piété; Galician: piedade; Georgian: ღვთისმოსაობა, ღვთისმოშიშობა; German: Frömmigkeit; Greek: ευσέβεια; Ancient Greek: εὐσέβεια, τὸ εὐσεβές, ὁσιότης; Hungarian: vallásosság; Irish: crábhadh, cráifeacht, beannaíocht; Italian: pietà; Japanese: 篤信; Kazakh: құдайшылдық; Latvian: pietāte; Macedonian: набожност, благочестие; Manx: craueeaght; Maori: whakaponotanga; Occitan: pietat; Polish: pobożność, bogobojność; Portuguese: piedade; Romanian: evlavie, pietate; Russian: набожность, благочестие; Scottish Gaelic: cràbhadh; Spanish: piedad; Swedish: fromhet; Turkish: dindarlık, sofuluk, takva, züht; Ukrainian: набожність; Yiddish: פֿרומקייט‎