πυκνώνω: Difference between revisions

From LSJ

Ἀνὴρ δίκαιός ἐστιν οὐχ ὁ μὴ ἀδικῶν, ἀλλ' ὅστις ἀδικεῖν δυνάμενος μὴ βούλεται → Non iustus omnis abstinens iniuriae est, sed qui nocere quum potest, tunc abstinet → Gerecht ist nicht schon der Mann, der kein Unrecht tut, sondern wer Unrecht tuen könnte, doch nicht will

Menander, Monostichoi, 639
m (Text replacement - "οῦν " to "οῦν")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=πυκνῶ, -όω, ΝΜΑ [[πυκνός]]<br /><b>1.</b> [[καθιστώ]] [[κάτι]] πυκνό, [[προκαλώ]] [[μεγάλη]] [[προσέγγιση]] τών συστατικών, [[συμπυκνώνω]] («ὁ ἀτμὸς πυκνοῦται καὶ σταγόνες ἀποπίπτουσι», Ιπποκρ.)<br /><b>2.</b> (σχετικά με [[πολλά]] και χωρισμένα [[μεταξύ]] τους πράγματα) [[φέρνω]] πολύ [[κοντά]], [[συνωθώ]] (α. «[[πυκνώνω]] τις γραμμές του στρατού» β. «πυκνοῦσθαι εἰς ἐλάττω τόπον», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[κάνω]] [[κάτι]] παχύρρευστο<br /><b>2.</b> [[κάνω]] [[κάτι]] πολυαριθμότερο ή συχνότερο, [[πολλαπλασιάζω]] [[κάτι]] («πύκνωσε τις επισκέψεις της»)<br /><b>3.</b> [[γίνομαι]] [[πυκνός]], συμπυκνώνομαι<br /><b>4.</b> (στην προστ. αορ.) <i>πυκνώσατε</i><br />(ως στρατιωτικό και γυμναστικό [[παράγγελμα]]) συμπτηχθείτε, τοποθετηθείτε σε πυκνή [[τάξη]], σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] το <i>αραιώσατε</i><br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για το [[αποτέλεσμα]] του ψύχους) [[στερεοποιώ]], [[παγώνω]], [[πήζω]] («το... ψυχρόν, οὐ μόνον σκληρύνει, ἀλλὰ καὶ πυκνοῑ», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[συσφίγγω]], [[στενεύω]], («πυκνοῦντοὺς πόρους», Θεόφρ.)<br /><b>3.</b> (σχετικά με το [[στομάχι]]) [[υπερπληρώ]]<br /><b>4.</b> [[καλύπτω]] [[κάτι]] [[πυκνά]] με [[κάτι]] [[άλλο]] («νέφεσι πυκνοῡσι τὸν οὐρανόν, [[καικίας]] μὲν [[σφόδρα]], λὶψ δὲ ἀραιοτέροις», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>(λογ.)</b> [[συμπτύσσω]] ως [[προς]] τη [[σημασία]], ως [[προς]] το [[νόημα]]<br /><b>6.</b> <b>μέσ.</b> <i>πυκνοῦμαι</i>, -<i>όομαι</i><br />(για την [[αναπνοή]]) συγκρατούμαι<br /><b>7.</b> <b>παθ.</b> [[είμαι]] [[σύντομος]] και [[περιεκτικός]] («πεπύκνωται [ὁ Λυσίας] τοῖς χρήμασι», Δίον. Αλ.)<br /><b>8.</b> <b>φρ.</b> «πυκνῶ ἐμαυτόν» — συγκεντρώνομαι σκεπτόμενος, [[συγκεντρώνω]] τον νου μου σε [[κάτι]].
|mltxt=πυκνῶ, -όω, ΝΜΑ [[πυκνός]]<br /><b>1.</b> [[καθιστώ]] [[κάτι]] πυκνό, [[προκαλώ]] [[μεγάλη]] [[προσέγγιση]] τών συστατικών, [[συμπυκνώνω]] («ὁ ἀτμὸς πυκνοῦται καὶ σταγόνες ἀποπίπτουσι», Ιπποκρ.)<br /><b>2.</b> (σχετικά με [[πολλά]] και χωρισμένα [[μεταξύ]] τους πράγματα) [[φέρνω]] πολύ [[κοντά]], [[συνωθώ]] (α. «[[πυκνώνω]] τις γραμμές του στρατού» β. «πυκνοῦσθαι εἰς ἐλάττω τόπον», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[κάνω]] [[κάτι]] παχύρρευστο<br /><b>2.</b> [[κάνω]] [[κάτι]] πολυαριθμότερο ή συχνότερο, [[πολλαπλασιάζω]] [[κάτι]] («πύκνωσε τις επισκέψεις της»)<br /><b>3.</b> [[γίνομαι]] [[πυκνός]], συμπυκνώνομαι<br /><b>4.</b> (στην προστ. αορ.) <i>πυκνώσατε</i><br />(ως στρατιωτικό και γυμναστικό [[παράγγελμα]]) συμπτηχθείτε, τοποθετηθείτε σε πυκνή [[τάξη]], σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] το <i>αραιώσατε</i><br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για το [[αποτέλεσμα]] του ψύχους) [[στερεοποιώ]], [[παγώνω]], [[πήζω]] («το... ψυχρόν, οὐ μόνον σκληρύνει, ἀλλὰ καὶ πυκνοῖ», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[συσφίγγω]], [[στενεύω]], («πυκνοῦν τοὺς πόρους», Θεόφρ.)<br /><b>3.</b> (σχετικά με το [[στομάχι]]) [[υπερπληρώ]]<br /><b>4.</b> [[καλύπτω]] [[κάτι]] [[πυκνά]] με [[κάτι]] [[άλλο]] («νέφεσι πυκνοῦσι τὸν οὐρανόν, [[καικίας]] μὲν [[σφόδρα]], λὶψ δὲ ἀραιοτέροις», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>(λογ.)</b> [[συμπτύσσω]] ως [[προς]] τη [[σημασία]], ως [[προς]] το [[νόημα]]<br /><b>6.</b> <b>μέσ.</b> <i>πυκνοῦμαι</i>, -<i>όομαι</i><br />(για την [[αναπνοή]]) συγκρατούμαι<br /><b>7.</b> <b>παθ.</b> [[είμαι]] [[σύντομος]] και [[περιεκτικός]] («πεπύκνωται [ὁ Λυσίας] τοῖς χρήμασι», Δίον. Αλ.)<br /><b>8.</b> <b>φρ.</b> «πυκνῶ ἐμαυτόν» — συγκεντρώνομαι σκεπτόμενος, [[συγκεντρώνω]] τον νου μου σε [[κάτι]].
}}
}}

Latest revision as of 14:46, 6 February 2024

Greek Monolingual

πυκνῶ, -όω, ΝΜΑ πυκνός
1. καθιστώ κάτι πυκνό, προκαλώ μεγάλη προσέγγιση τών συστατικών, συμπυκνώνω («ὁ ἀτμὸς πυκνοῦται καὶ σταγόνες ἀποπίπτουσι», Ιπποκρ.)
2. (σχετικά με πολλά και χωρισμένα μεταξύ τους πράγματα) φέρνω πολύ κοντά, συνωθώ (α. «πυκνώνω τις γραμμές του στρατού» β. «πυκνοῦσθαι εἰς ἐλάττω τόπον», Αριστοτ.)
νεοελλ.
1. κάνω κάτι παχύρρευστο
2. κάνω κάτι πολυαριθμότερο ή συχνότερο, πολλαπλασιάζω κάτι («πύκνωσε τις επισκέψεις της»)
3. γίνομαι πυκνός, συμπυκνώνομαι
4. (στην προστ. αορ.) πυκνώσατε
(ως στρατιωτικό και γυμναστικό παράγγελμα) συμπτηχθείτε, τοποθετηθείτε σε πυκνή τάξη, σε αντιδιαστολή προς το αραιώσατε
αρχ.
1. (για το αποτέλεσμα του ψύχους) στερεοποιώ, παγώνω, πήζω («το... ψυχρόν, οὐ μόνον σκληρύνει, ἀλλὰ καὶ πυκνοῖ», Αριστοτ.)
2. συσφίγγω, στενεύω, («πυκνοῦν τοὺς πόρους», Θεόφρ.)
3. (σχετικά με το στομάχι) υπερπληρώ
4. καλύπτω κάτι πυκνά με κάτι άλλο («νέφεσι πυκνοῦσι τὸν οὐρανόν, καικίας μὲν σφόδρα, λὶψ δὲ ἀραιοτέροις», Αριστοτ.)
5. (λογ.) συμπτύσσω ως προς τη σημασία, ως προς το νόημα
6. μέσ. πυκνοῦμαι, -όομαι
(για την αναπνοή) συγκρατούμαι
7. παθ. είμαι σύντομος και περιεκτικός («πεπύκνωται [ὁ Λυσίας] τοῖς χρήμασι», Δίον. Αλ.)
8. φρ. «πυκνῶ ἐμαυτόν» — συγκεντρώνομαι σκεπτόμενος, συγκεντρώνω τον νου μου σε κάτι.