χαλκοῦς: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἔστι λύπης ἄλγημα μεῖζονthere is no greater pain than grief

Source
mNo edit summary
(CSV import)
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=chalkoys
|Transliteration C=chalkoys
|Beta Code=xalkou=s
|Beta Code=xalkou=s
|Definition=χαλκῆ, χαλκοῦν, Att. contr. from [[χάλκεος]], [[quod vide|q.v.]]<br><span class="bld">II</span> Subst. [[χαλκοῦς]], ὁ, [[copper]] [[coin]] used at Athens, ''1''/8 of an obol, Ar.Ec.815, 818, D.42.22, Alex.15.2, Philem.64,74, Cerc.17.41, Plu.2.665b, etc.: in pl., [[money]], PCair.Zen.519 (iii B. C.), etc.
|Definition=χαλκῆ, χαλκοῦν, Att. contr. from [[χάλκεος]], [[quod vide|q.v.]]<br><span class="bld">II</span> Subst. [[χαλκοῦς]], ὁ, [[copper]] [[coin]] used at Athens, ''1''/8 of an obol, Ar.Ec.815, 818, D.42.22, Alex.15.2, Philem.64,74, Cerc.17.41, Plu.2.665b, etc.: in plural, [[money]], PCair.Zen.519 (iii B. C.), etc.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1332.png Seite 1332]] ῆ, οῦν, att. zsgzgn aus [[χάλκεος]], w. m. s. – Als subst., ὁ [[χαλκοῦς]], eine Kupfermünze, Ar. Eccl. 815, Dem. u. Folgende, wie Pol. 5, 26, 23 u. sonst.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1332.png Seite 1332]] ῆ, οῦν, att. zsgzgn aus [[χάλκεος]], w. m. s. – Als subst., ὁ [[χαλκοῦς]], eine Kupfermünze, Ar. Eccl. 815, Dem. u. Folgende, wie Pol. 5, 26, 23 u. sonst.
}}
{{bailly
|btext=<i>contr. de</i> [[χάλκεος]].
}}
{{elru
|elrutext='''χαλκοῦς:''' <b class="num">II</b> ὁ Arph., Dem., Polyb. = [[χαλκός]] 4.<br />3, редко 2 стяж. к [[χάλκεος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''χαλκοῦς''': -ῆ, -οῦν, Ἀττικ. συνῃρ. ἐκ τοῦ [[χάλκεος]], ὃ ἴδε. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ. [[χαλκοῦς]], ὁ, χαλκοῦν [[νόμισμα]] ἐν Ἀθήναις, τὸ 1/3 τοῦ ὀβολοῦ, ὀλίγον τι πλέον τοῦ νῦν διλέπτου, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 815, 818, Δημ. 1045. 24, Ἄλεξις ἐν «Ἀπεγλαυκωμένῳ» 1. 2 κἑξ., Φιλήμων ἐν «Πιττοκοπουμένῳ» 2, κλπ. 2) [[ὡσαύτως]], βάρος τι ὡρισμένον μικρόν, Ἰατρ.
|lstext='''χαλκοῦς''': -ῆ, -οῦν, Ἀττικ. συνῃρ. ἐκ τοῦ [[χάλκεος]], ὃ ἴδε. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ. [[χαλκοῦς]], ὁ, χαλκοῦν [[νόμισμα]] ἐν Ἀθήναις, τὸ 1/3 τοῦ ὀβολοῦ, ὀλίγον τι πλέον τοῦ νῦν διλέπτου, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 815, 818, Δημ. 1045. 24, Ἄλεξις ἐν «Ἀπεγλαυκωμένῳ» 1. 2 κἑξ., Φιλήμων ἐν «Πιττοκοπουμένῳ» 2, κλπ. 2) [[ὡσαύτως]], βάρος τι ὡρισμένον μικρόν, Ἰατρ.
}}
{{bailly
|btext=<i>contr. de</i> [[χάλκεος]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ούν / χαλκοῡς, -ῆ, -οῦν, ΝΜΑ, και ασυναίρ. τ. [[χάλκεος]], -έα και ιων. τ. -έη, -ον, θηλ. και -ος, και επικ. τ. [[χάλκειος]], -είη, -ον, και ιων. τ. [[χαλκήϊος]], -ΐη, -ον, και αιολ. και δωρ. τ. [[χάλκιος]], -ία, -ον, Α<br />(<b>[[λόγιος]] τ.</b>) [[χάλκινος]] (α. «χαλκά σκεύη» β. «χαλκέοις δρεπάνοις», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>μσν.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[χαλκοῦς]]<br />[[οβελίσκος]] του βυζαντινού ιπποδρομίου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> χάλκινη [[απεικόνιση]], χάλκινο [[άγαλμα]] (α. «χάλκεον Δία», <b>Ηρόδ.</b><br />β. «ταύρῳ χαλκέῳ», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[ισχυρός]], [[δυνατός]]<br /><b>3.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> (στην αρχ. Αθήνα) χάλκινο [[νόμισμα]], ισοδύναμο με το ένα όγδοο του αργυρού οβολού<br /><b>4.</b> (<b>το αρσ. στον πληθ. ως ουσ.</b>) <i>oἱ χαλκοί</i><br />τα χρήματα<br /><b>5.</b> (το ασυναίρ. ουδ. [[χωρίς]] αρθρ. ως επίρρ.) <i>χάλκεον</i><br />ισχυρά, [[δυνατά]]<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> α) «[[χάλκεος]] [[ὕπνος]]» — ο [[αιώνιος]] ύπνος, ο [[θάνατος]] (<b>Ομ. Ιλ.</b>)<br />β) «[[χάλκεος]] [[ἀγών]]» — [[αγώνας]] [[κατά]] τον οποίο δινόταν ως [[βραβείο]] χάλκινη [[ασπίδα]] (<b>Πίνδ.</b>)<br />γ) «[[χαλκῆ]] [[μυῖα]]» — [[είδος]] παιχνιδιού, η [[τυφλόμυγα]] (<b>Πολυδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χαλκός]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>οῦς</i> / -<i>εος</i> / -<i>ειος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>σιδηρ</i>-<i>οῦς</i> / <i>σιδήρ</i>-<i>εος</i> / <i>σιδήρ</i>-<i>ειος</i>)].
|mltxt=-ή, -ούν / χαλκοῦς, -ῆ, -οῦν, ΝΜΑ, και ασυναίρ. τ. [[χάλκεος]], -έα και ιων. τ. -έη, -ον, θηλ. και -ος, και επικ. τ. [[χάλκειος]], -είη, -ον, και ιων. τ. [[χαλκήϊος]], -ΐη, -ον, και αιολ. και δωρ. τ. [[χάλκιος]], -ία, -ον, Α<br />(<b>[[λόγιος]] τ.</b>) [[χάλκινος]] (α. «χαλκά σκεύη» β. «χαλκέοις δρεπάνοις», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>μσν.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[χαλκοῦς]]<br />[[οβελίσκος]] του βυζαντινού ιπποδρομίου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> χάλκινη [[απεικόνιση]], χάλκινο [[άγαλμα]] (α. «χάλκεον Δία», <b>Ηρόδ.</b><br />β. «ταύρῳ χαλκέῳ», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[ισχυρός]], [[δυνατός]]<br /><b>3.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> (στην αρχ. Αθήνα) χάλκινο [[νόμισμα]], ισοδύναμο με το ένα όγδοο του αργυρού οβολού<br /><b>4.</b> (<b>το αρσ. στον πληθ. ως ουσ.</b>) <i>oἱ χαλκοί</i><br />τα χρήματα<br /><b>5.</b> (το ασυναίρ. ουδ. [[χωρίς]] αρθρ. ως επίρρ.) <i>χάλκεον</i><br />ισχυρά, [[δυνατά]]<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> α) «[[χάλκεος]] [[ὕπνος]]» — ο [[αιώνιος]] ύπνος, ο [[θάνατος]] (<b>Ομ. Ιλ.</b>)<br />β) «[[χάλκεος]] [[ἀγών]]» — [[αγώνας]] [[κατά]] τον οποίο δινόταν ως [[βραβείο]] χάλκινη [[ασπίδα]] (<b>Πίνδ.</b>)<br />γ) «[[χαλκῆ μυῖα]]» — [[είδος]] παιχνιδιού, η [[τυφλόμυγα]] (<b>Πολυδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χαλκός]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>οῦς</i> / -<i>εος</i> / -<i>ειος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>σιδηρ</i>-<i>οῦς</i> / <i>σιδήρ</i>-<i>εος</i> / <i>σιδήρ</i>-<i>ειος</i>)].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''χαλκοῦς:''' -ῆ, -οῦν,<br /><b class="num">I.</b> Αττ. συνηρ. αντί [[χάλκεος]], σε Σοφ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> ως ουσ., [[χαλκοῦς]], <i>ὁ</i>, χάλκινο [[νόμισμα]], το 1/8 του οβολού, λίγο περισσότερο από το δίλεπτο, σε Δημ. κ.λπ.
|lsmtext='''χαλκοῦς:''' -ῆ, -οῦν,<br /><b class="num">I.</b> Αττ. συνηρ. αντί [[χάλκεος]], σε Σοφ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> ως ουσ., [[χαλκοῦς]], <i>ὁ</i>, χάλκινο [[νόμισμα]], το 1/8 του οβολού, λίγο περισσότερο από το δίλεπτο, σε Δημ. κ.λπ.
}}
{{elru
|elrutext='''χαλκοῦς:''' <b class="num">II</b> ὁ Arph., Dem., Polyb. = [[χαλκός]] 4.<br />3, редко 2 стяж. к [[χάλκεος]].
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br />a [[copper]] [[coin]], 1/8 an obol, [[somewhat]] [[less]] [[than]] a [[farthing]], Dem., etc.
|mdlsjtxt=a [[copper]] [[coin]], 1/8 an obol, [[somewhat]] [[less]] [[than]] a [[farthing]], Dem., etc.
}}
}}
{{Chinese
{{Chinese
Line 36: Line 36:
{{WoodhouseReversedUncategorized
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=[[small coin]]
|woodrun=[[small coin]]
}}
{{lxth
|lthtxt=''[[aereus]]'', [[of bronze]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:1.134.4/ 1.134.4], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:5.47.11/ 5.47.11].
}}
}}

Latest revision as of 14:48, 16 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χαλκοῦς Medium diacritics: χαλκοῦς Low diacritics: χαλκούς Capitals: ΧΑΛΚΟΥΣ
Transliteration A: chalkoûs Transliteration B: chalkous Transliteration C: chalkoys Beta Code: xalkou=s

English (LSJ)

χαλκῆ, χαλκοῦν, Att. contr. from χάλκεος, q.v.
II Subst. χαλκοῦς, ὁ, copper coin used at Athens, 1/8 of an obol, Ar.Ec.815, 818, D.42.22, Alex.15.2, Philem.64,74, Cerc.17.41, Plu.2.665b, etc.: in plural, money, PCair.Zen.519 (iii B. C.), etc.

German (Pape)

[Seite 1332] ῆ, οῦν, att. zsgzgn aus χάλκεος, w. m. s. – Als subst., ὁ χαλκοῦς, eine Kupfermünze, Ar. Eccl. 815, Dem. u. Folgende, wie Pol. 5, 26, 23 u. sonst.

French (Bailly abrégé)

contr. de χάλκεος.

Russian (Dvoretsky)

χαλκοῦς: II ὁ Arph., Dem., Polyb. = χαλκός 4.
3, редко 2 стяж. к χάλκεος.

Greek (Liddell-Scott)

χαλκοῦς: -ῆ, -οῦν, Ἀττικ. συνῃρ. ἐκ τοῦ χάλκεος, ὃ ἴδε. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ. χαλκοῦς, ὁ, χαλκοῦν νόμισμα ἐν Ἀθήναις, τὸ 1/3 τοῦ ὀβολοῦ, ὀλίγον τι πλέον τοῦ νῦν διλέπτου, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 815, 818, Δημ. 1045. 24, Ἄλεξις ἐν «Ἀπεγλαυκωμένῳ» 1. 2 κἑξ., Φιλήμων ἐν «Πιττοκοπουμένῳ» 2, κλπ. 2) ὡσαύτως, βάρος τι ὡρισμένον μικρόν, Ἰατρ.

Greek Monolingual

-ή, -ούν / χαλκοῦς, -ῆ, -οῦν, ΝΜΑ, και ασυναίρ. τ. χάλκεος, -έα και ιων. τ. -έη, -ον, θηλ. και -ος, και επικ. τ. χάλκειος, -είη, -ον, και ιων. τ. χαλκήϊος, -ΐη, -ον, και αιολ. και δωρ. τ. χάλκιος, -ία, -ον, Α
(λόγιος τ.) χάλκινος (α. «χαλκά σκεύη» β. «χαλκέοις δρεπάνοις», Σοφ.)
μσν.
το αρσ. ως ουσ.χαλκοῦς
οβελίσκος του βυζαντινού ιπποδρομίου
αρχ.
1. χάλκινη απεικόνιση, χάλκινο άγαλμα (α. «χάλκεον Δία», Ηρόδ.
β. «ταύρῳ χαλκέῳ», Πίνδ.)
2. μτφ. ισχυρός, δυνατός
3. το αρσ. ως ουσ. (στην αρχ. Αθήνα) χάλκινο νόμισμα, ισοδύναμο με το ένα όγδοο του αργυρού οβολού
4. (το αρσ. στον πληθ. ως ουσ.) oἱ χαλκοί
τα χρήματα
5. (το ασυναίρ. ουδ. χωρίς αρθρ. ως επίρρ.) χάλκεον
ισχυρά, δυνατά
6. φρ. α) «χάλκεος ὕπνος» — ο αιώνιος ύπνος, ο θάνατος (Ομ. Ιλ.)
β) «χάλκεος ἀγών» — αγώνας κατά τον οποίο δινόταν ως βραβείο χάλκινη ασπίδα (Πίνδ.)
γ) «χαλκῆ μυῖα» — είδος παιχνιδιού, η τυφλόμυγα (Πολυδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκός + κατάλ. -οῦς / -εος / -ειος (πρβλ. σιδηρ-οῦς / σιδήρ-εος / σιδήρ-ειος)].

Greek Monotonic

χαλκοῦς: -ῆ, -οῦν,
I. Αττ. συνηρ. αντί χάλκεος, σε Σοφ. κ.λπ.
II. ως ουσ., χαλκοῦς, , χάλκινο νόμισμα, το 1/8 του οβολού, λίγο περισσότερο από το δίλεπτο, σε Δημ. κ.λπ.

Middle Liddell

a copper coin, 1/8 an obol, somewhat less than a farthing, Dem., etc.

Chinese

原文音譯:c£lkeoj 哈而咳哦士
詞類次數:形容詞(1)
原文字根:銅
字義溯源:銅的;源自(χαλκός)*=銅)
出現次數:總共(1);啓(1)
譯字彙編
1) 銅的(1) 啓9:20

English (Woodhouse)

small coin

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Lexicon Thucydideum

aereus, of bronze, 1.134.4, 5.47.11.