ἀνέβραχε: Difference between revisions

From LSJ

Ἐν μυρίοισι τὰ καλὰ γίγνεται πόνοις → Magni est laboris, quicquid est pulchri uspiam → Das Schöne formt in tausendfältgen Mühen sich

Menander, Monostichoi, 176
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
m (LSJ1 replacement)
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=anevrache
|Transliteration C=anevrache
|Beta Code=a)ne/braxe
|Beta Code=a)ne/braxe
|Definition=(v. [[Βράχω]]), 3sg. aor. 2, with no pres., <b class="b3">τὰ δ' ἀνέβραχε</b> but it [the armour] <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[clashed]] or [[rang loudly]], <span class="bibl">Il.19.13</span>; <b class="b3">τὰ δ' ἀνέβραχεν</b> [the door] [[creaked]] or [[grated loudly]], <span class="bibl">Od.21.48</span>; of water, [[gushed roaring forth]], <span class="bibl">A.R.1.1147</span>.</span>
|Definition=(v. [[Βράχω]]), 3sg. aor. 2, with no pres., <b class="b3">τὰ δ' ἀνέβραχε</b> but it [the armour] [[clashed]] or [[rang loudly]], Il.19.13; <b class="b3">τὰ δ' ἀνέβραχεν</b> [the door] [[creaked]] or [[grated loudly]], Od.21.48; of water, [[gushed roaring forth]], A.R.1.1147.
}}
}}
{{ls
{{DGE
|lstext='''ἀνέβρᾰχε''': (ἴδε *[[βράχω]]) γ΄ ἑν. ἀορ. β΄ [[ἄνευ]] ἐνεστῶτος ἐν χρήσει, τὰ δ’ [[ἀνέβραχε]] [τὰ τεύχεα] «ποιὸν ἦχον ἀπετέλεσεν» (Σχόλ.), ἰσχυρῶς ἐκρότησαν, Ἰλ. Τ. 13· τὰ δ’ ἀνέβραχεν [τὰ [[θύρετρα]]], ἰσχυρῶς ἔτριξαν, Ὀδ. Φ. 48 · παρ’ Ἀπολλ. Ροδ. Α. 1147 ἐπὶ τοῦ ὕδατος, ἐξώρμησε μετὰ πατάγου (ἂν μὴ [[ἀναγνωστέον]] ἀνέβροχε). Πρβλ. Βουττμ. Λεξίλ. ἐν λ. [[βρόξαι]] 7.
|dgtxt=(ἀνέβρᾰχε) <b class="num">• Alolema(s):</b> ἀνήβραχεν Hsch.<br />sólo en aor. [[resonar]], [[hacer ruido]] de las armas de Aquiles τὰ δ' [[ἀνέβραχε]] δαίδαλα <i>Il</i>.19.13, de las puertas τὰ δ' ἀνέβραχεν ἠΰτε ταῦρος <i>Od</i>.21.48, cf. ἀνήβραχεν· ἤχησεν Hsch.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>3ᵉ sg. ao.2</i>;<br />craquer, faire du bruit.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνά]], R. Βραχ faire du bruit.
|btext=<i>3ᵉ sg. ao.2</i>;<br />[[craquer]], [[faire du bruit]].<br />'''Étymologie:''' [[ἀνά]], R. Βραχ faire du bruit.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀνέβραχε:''' эп. 3 л. sing. к [[ἀναβραχεῖν]].
}}
}}
{{DGE
{{ls
|dgtxt=(ἀνέβρᾰχε) <b class="num">• Alolema(s):</b> ἀνήβραχεν Hsch.<br />sólo en aor. [[resonar]], [[hacer ruido]] de las armas de Aquiles τὰ δ' [[ἀνέβραχε]] δαίδαλα <i>Il</i>.19.13, de las puertas τὰ δ' ἀνέβραχεν ἠΰτε ταῦρος <i>Od</i>.21.48, cf. ἀνήβραχεν· ἤχησεν Hsch.
|lstext='''ἀνέβρᾰχε''': (ἴδε *[[βράχω]]) γ΄ ἑν. ἀορ. β΄ [[ἄνευ]] ἐνεστῶτος ἐν χρήσει, τὰ δ’ [[ἀνέβραχε]] [τὰ τεύχεα] «ποιὸν ἦχον ἀπετέλεσεν» (Σχόλ.), ἰσχυρῶς ἐκρότησαν, Ἰλ. Τ. 13· τὰ δ’ ἀνέβραχεν [τὰ [[θύρετρα]]], ἰσχυρῶς ἔτριξαν, Ὀδ. Φ. 48 · παρ’ Ἀπολλ. Ροδ. Α. 1147 ἐπὶ τοῦ ὕδατος, ἐξώρμησε μετὰ πατάγου (ἂν μὴ [[ἀναγνωστέον]] ἀνέβροχε). Πρβλ. Βουττμ. Λεξίλ. ἐν λ. [[βρόξαι]] 7.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 23: Line 26:
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀνέβρᾰχε:''' (*[[βράχω]]), γʹ ενικ. αορ. βʹ [[χωρίς]] ενεστ. σε [[χρήση]], έκανε ηχηρό κρότο ή ήχησε [[δυνατά]], λέγεται για [[πανοπλία]], σε Ομήρ. Ιλ.· βρόντηξε ή έκλεισε με [[δύναμη]], λέγεται για πόρτα, σε Ομήρ. Οδ.
|lsmtext='''ἀνέβρᾰχε:''' (*[[βράχω]]), γʹ ενικ. αορ. βʹ [[χωρίς]] ενεστ. σε [[χρήση]], έκανε ηχηρό κρότο ή ήχησε [[δυνατά]], λέγεται για [[πανοπλία]], σε Ομήρ. Ιλ.· βρόντηξε ή έκλεισε με [[δύναμη]], λέγεται για πόρτα, σε Ομήρ. Οδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀνέβραχε:''' эп. 3 л. sing. к [[ἀναβραχεῖν]].
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[*[[βράχω]] [no pres. in use]<br />clashed or [[rung]] [[loudly]], of [[armour]], Il.; creaked or grated [[loudly]], of a [[door]], Od.
|mdlsjtxt=[*[[βράχω]] [no pres. in use]<br />clashed or [[rung]] [[loudly]], of [[armour]], Il.; creaked or grated [[loudly]], of a [[door]], Od.
}}
}}

Latest revision as of 10:43, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνέβρᾰχε Medium diacritics: ἀνέβραχε Low diacritics: ανέβραχε Capitals: ΑΝΕΒΡΑΧΕ
Transliteration A: anébrache Transliteration B: anebrache Transliteration C: anevrache Beta Code: a)ne/braxe

English (LSJ)

(v. Βράχω), 3sg. aor. 2, with no pres., τὰ δ' ἀνέβραχε but it [the armour] clashed or rang loudly, Il.19.13; τὰ δ' ἀνέβραχεν [the door] creaked or grated loudly, Od.21.48; of water, gushed roaring forth, A.R.1.1147.

Spanish (DGE)

(ἀνέβρᾰχε) • Alolema(s): ἀνήβραχεν Hsch.
sólo en aor. resonar, hacer ruido de las armas de Aquiles τὰ δ' ἀνέβραχε δαίδαλα Il.19.13, de las puertas τὰ δ' ἀνέβραχεν ἠΰτε ταῦρος Od.21.48, cf. ἀνήβραχεν· ἤχησεν Hsch.

French (Bailly abrégé)

3ᵉ sg. ao.2;
craquer, faire du bruit.
Étymologie: ἀνά, R. Βραχ faire du bruit.

Russian (Dvoretsky)

ἀνέβραχε: эп. 3 л. sing. к ἀναβραχεῖν.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνέβρᾰχε: (ἴδε *βράχω) γ΄ ἑν. ἀορ. β΄ ἄνευ ἐνεστῶτος ἐν χρήσει, τὰ δ’ ἀνέβραχε [τὰ τεύχεα] «ποιὸν ἦχον ἀπετέλεσεν» (Σχόλ.), ἰσχυρῶς ἐκρότησαν, Ἰλ. Τ. 13· τὰ δ’ ἀνέβραχεν [τὰ θύρετρα], ἰσχυρῶς ἔτριξαν, Ὀδ. Φ. 48 · παρ’ Ἀπολλ. Ροδ. Α. 1147 ἐπὶ τοῦ ὕδατος, ἐξώρμησε μετὰ πατάγου (ἂν μὴ ἀναγνωστέον ἀνέβροχε). Πρβλ. Βουττμ. Λεξίλ. ἐν λ. βρόξαι 7.

Greek Monolingual

ἀνέβραχε (Α)
αόρ. του υποθ. βράχω
«τρίζω, μουγγρίζω, βροντώ».

Greek Monotonic

ἀνέβρᾰχε: (*βράχω), γʹ ενικ. αορ. βʹ χωρίς ενεστ. σε χρήση, έκανε ηχηρό κρότο ή ήχησε δυνατά, λέγεται για πανοπλία, σε Ομήρ. Ιλ.· βρόντηξε ή έκλεισε με δύναμη, λέγεται για πόρτα, σε Ομήρ. Οδ.

Middle Liddell

[*βράχω [no pres. in use]
clashed or rung loudly, of armour, Il.; creaked or grated loudly, of a door, Od.