θρίσσα: Difference between revisions
έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά → Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless | Tell him yourself, poor brother, what it is you need! For abundance of words, bringing delight or being full of annoyance or pity, can sometimes lend a voice to those who are speechless.
mNo edit summary |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)( [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3") |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1219.png Seite 1219]] att. θρίττα, ἡ, ein Fisch, = [[τριχίς]]; Arist. H. A. 9, 37; Ath. VII, 328 e; Ep. ad. (X, 9). | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1219.png Seite 1219]] att. θρίττα, ἡ, ein Fisch, = [[τριχίς]]; Arist. H. A. 9, 37; Ath. VII, 328 e; Ep. ad. (X, 9). | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''θρίσσα:''' атт. [[θρίττα]] ἡ [[тритта]] (рыба неизвестного нам вида) Arst., Plut. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 18: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και [[φρίσσα]], η (ΑΜ [[θρίσσα]] Α και αττ. [[τύπος]] θρίττα και θρείσσα)<br />[[είδος]] σαρδέλας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>θριχ</i>-<i>ψα</i> <span style="color: red;"><</span> [[θριξ]], <i>τριχός</i>. Πρόκειται για την πιο αρχαία και πιο διαδεδομένη λ. της οικογένειας. Δηλώνει ένα [[είδος]] ψαριού, το οποίο ονομάστηκε [[έτσι]] [[επειδή]] τα κόκαλα του [[είναι]] πολύ λεπτά, σαν [[τρίχες]]]. | |mltxt=και [[φρίσσα]], η (ΑΜ [[θρίσσα]] Α και αττ. [[τύπος]] θρίττα και θρείσσα)<br />[[είδος]] σαρδέλας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>θριχ</i>-<i>ψα</i> <span style="color: red;"><</span> [[θριξ]], <i>τριχός</i>. Πρόκειται για την πιο αρχαία και πιο διαδεδομένη λ. της οικογένειας. Δηλώνει ένα [[είδος]] ψαριού, το οποίο ονομάστηκε [[έτσι]] [[επειδή]] τα κόκαλα του [[είναι]] πολύ λεπτά, σαν [[τρίχες]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 08:42, 11 May 2023
English (LSJ)
Att. θρίττα, ἡ,
A a fish,= τριχίας, Anaxandr.41.52, Ephipp. 12.5, Arist.HA621b16, PCair.Zen.40(iii B.C.), al., Gp.20.7.1: θρείσσα, BGU816.20 (iii A.D.): θρίσσος, ὁ, is v.l. in AP6.304 (Phan.).
German (Pape)
[Seite 1219] att. θρίττα, ἡ, ein Fisch, = τριχίς; Arist. H. A. 9, 37; Ath. VII, 328 e; Ep. ad. (X, 9).
Russian (Dvoretsky)
θρίσσα: атт. θρίττα ἡ тритта (рыба неизвестного нам вида) Arst., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
θρίσσα: Ἀττ. θρίττα, ἡ, κοινῶς «φρίσσα», κατὰ τροπὴν τοῦ θ εἰς φ, ὡς τὸ φηκάριον ἀντὶ θηκάριον κτλ. (ἴδε σημ. Κοραῆ εἰς Ξενοκράτην σ. 206), Ἀναξανδρ. ἐν Πρωτ. 1. 52, Ἔφιππ. ἐν Κύδ. 1. 5, Ἀριστ. Ι. Ζ. 9. 37, 16.
Greek Monolingual
και φρίσσα, η (ΑΜ θρίσσα Α και αττ. τύπος θρίττα και θρείσσα)
είδος σαρδέλας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θριχ-ψα < θριξ, τριχός. Πρόκειται για την πιο αρχαία και πιο διαδεδομένη λ. της οικογένειας. Δηλώνει ένα είδος ψαριού, το οποίο ονομάστηκε έτσι επειδή τα κόκαλα του είναι πολύ λεπτά, σαν τρίχες].