ζωηρός: Difference between revisions
Μακάριόν ἐστιν υἱὸν εὔτακτον τρέφειν → Felicitas eximia sapiens filius → Ein Glück ist's, einen Sohn, der brav ist, großzuziehn
m (LSJ1 replacement) |
|||
(2 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=zoiros | |Transliteration C=zoiros | ||
|Beta Code=zwhro/s | |Beta Code=zwhro/s | ||
|Definition=ά, όν, (ζωή) | |Definition=ά, όν, ([[ζωή]]) [[living]] and [[giving life]], Suid. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό (AM [[ζωηρός]], -ά, -όν)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[σφρίγος]], [[ζωτικότητα]], [[ζωντανός]], [[δραστήριος]], [[ενεργητικός]]<br /><b>2.</b> (<b>για πρόσ.</b>) αυτός που δεν δέχεται περιορισμούς, [[απειθάρχητος]], [[άτακτος]]<br /><b>3.</b> αυτός που ρέπει σε ερωτικές περιπέτειες, [[ερωτιάρης]], [[ερωτύλος]]<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> [[έντονος]], [[σφοδρός]], [[ορμητικός]], [[ενθουσιώδης]] («ζωηρή [[συζήτηση]]»)<br />(μσν.- αρχ.)<br /><b>1.</b> αυτός που δίνει, που παρέχει ζωή<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το ζωηρόν</i><br />η βιοτική [[αρχή]], ο [[κανόνας]] του βίου. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ζωηρά</i> και <i>ζωηρώς</i><br /><b>1.</b> [[κατά]] τρόπο ζωηρό, έντονο, ορμητικό<br /><b>2.</b> [[κατά]] τρόπο εκφραστικό<br /><b>3.</b> γοργά, ευκίνητα<br /><b>4.</b> σφριγηλά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ζω</i>(<i>ο</i>)- (Ι) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ηρός</i> ([[πρβλ]]. | |mltxt=-ή, -ό (AM [[ζωηρός]], -ά, -όν)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[σφρίγος]], [[ζωτικότητα]], [[ζωντανός]], [[δραστήριος]], [[ενεργητικός]]<br /><b>2.</b> (<b>για πρόσ.</b>) αυτός που δεν δέχεται περιορισμούς, [[απειθάρχητος]], [[άτακτος]]<br /><b>3.</b> αυτός που ρέπει σε ερωτικές περιπέτειες, [[ερωτιάρης]], [[ερωτύλος]]<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> [[έντονος]], [[σφοδρός]], [[ορμητικός]], [[ενθουσιώδης]] («ζωηρή [[συζήτηση]]»)<br />(μσν.- αρχ.)<br /><b>1.</b> αυτός που δίνει, που παρέχει ζωή<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το ζωηρόν</i><br />η βιοτική [[αρχή]], ο [[κανόνας]] του βίου. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ζωηρά</i> και <i>ζωηρώς</i><br /><b>1.</b> [[κατά]] τρόπο ζωηρό, έντονο, ορμητικό<br /><b>2.</b> [[κατά]] τρόπο εκφραστικό<br /><b>3.</b> γοργά, ευκίνητα<br /><b>4.</b> σφριγηλά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ζω</i>(<i>ο</i>)- (Ι) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ηρός</i> ([[πρβλ]]. [[αιχμηρός]], [[σιωπηρός]])]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:39, 25 August 2023
English (LSJ)
ά, όν, (ζωή) living and giving life, Suid.
German (Pape)
[Seite 1142] lebendig, belebend, Suid.
Greek (Liddell-Scott)
ζωηρός: -ά, -όν, (ζωὴ) ζῶν καὶ παρέχων ζωήν, Σουΐδ., Ἐκκλ.
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM ζωηρός, -ά, -όν)
1. αυτός που έχει σφρίγος, ζωτικότητα, ζωντανός, δραστήριος, ενεργητικός
2. (για πρόσ.) αυτός που δεν δέχεται περιορισμούς, απειθάρχητος, άτακτος
3. αυτός που ρέπει σε ερωτικές περιπέτειες, ερωτιάρης, ερωτύλος
4. μτφ. έντονος, σφοδρός, ορμητικός, ενθουσιώδης («ζωηρή συζήτηση»)
(μσν.- αρχ.)
1. αυτός που δίνει, που παρέχει ζωή
2. το ουδ. ως ουσ. το ζωηρόν
η βιοτική αρχή, ο κανόνας του βίου.
επίρρ...
ζωηρά και ζωηρώς
1. κατά τρόπο ζωηρό, έντονο, ορμητικό
2. κατά τρόπο εκφραστικό
3. γοργά, ευκίνητα
4. σφριγηλά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο)- (Ι) + κατάλ. -ηρός (πρβλ. αιχμηρός, σιωπηρός)].