ημέτερος: Difference between revisions
τί δὲ βλέπεις τὸ κάρφος τὸ ἐν τῷ ὀφθαλμῷ τοῦ ἀδελφοῦ σου, τὴν δὲ ἐν τῷ σῷ ὀφθαλμῷ δοκὸν οὐ κατανοεῖς → why do you look at the speck of sawdust in your brother's eye and pay no attention to the plank in your own eye | and why beholdest thou the mote that is in thy brother's eye, but considerest not the beam that is in thine own eye | why do you see the speck that is in your brother's eye, but don't consider the beam that is in your own eye
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10") |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-έρα, -ο (AM [[ἡμέτερος]], -έρα, -ον, Α δωρ. τ. άμέτερος, -έρα, -ον, αιολ. τ. άμμέτερος, -έρα, -ον)<br />(κτητ. αντων.)<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει σε μάς, αυτός που προέρχεται από μάς, ο [[δικός]] μας («ἡμετέρω ἐνὶ οἴκῳ», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> (και για έναν κτήτορα [[αντί]] του ενός) ο [[δικός]] μου (α. «η ημετέρα [[γνώμη]]» β. «ἵν' [[ἔπος]] ἀκούσῃς ἡμέτερον», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(αρσ. πληθ. ως ουσ.) <i>οι ημέτεροι</i><br />οι άνθρωποι μας, οι οπαδοί μας, οι οποίοι ευνοούνται [[συνήθως]] [[παράνομα]] και αντικανονικά<br /><b>μσν.</b><br />(σε φράσεις που χρησιμοποιούνται από αυτοκράτορες ή βασιλείς) εγώ («ἡ ἡμετέρα [[μεγαλειότης]]», Ιουστιν.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ ἡμετέρα</i><br />η [[χώρα]] μας<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ.</b>) <i>τὸ ἡμέτερον</i><br />όσον αφορά εμάς<br /><b>3.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ ἡμέτερα</i><br />η [[ιδιοκτησία]] μου, η [[περιουσία]] μου<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «τά ἡμέτερα φρονεῖ» — [[είναι]] με το [[μέρος]] μας<br />β) «τὸ ἡμέτερον [[δέος]]» — ο [[φόβος]] τών άλλων [[προς]] εμάς<br />γ) «ἄνδρες ἡμέτεροι» — άνδρες που άνήκουν στη δύναμή μας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>ημε</i>- του [[ημείς]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>τερος</i> ([[πρβλ]]. | |mltxt=-έρα, -ο (AM [[ἡμέτερος]], -έρα, -ον, Α δωρ. τ. άμέτερος, -έρα, -ον, αιολ. τ. άμμέτερος, -έρα, -ον)<br />(κτητ. αντων.)<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει σε μάς, αυτός που προέρχεται από μάς, ο [[δικός]] μας («ἡμετέρω ἐνὶ οἴκῳ», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> (και για έναν κτήτορα [[αντί]] του ενός) ο [[δικός]] μου (α. «η ημετέρα [[γνώμη]]» β. «ἵν' [[ἔπος]] ἀκούσῃς ἡμέτερον», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(αρσ. πληθ. ως ουσ.) <i>οι ημέτεροι</i><br />οι άνθρωποι μας, οι οπαδοί μας, οι οποίοι ευνοούνται [[συνήθως]] [[παράνομα]] και αντικανονικά<br /><b>μσν.</b><br />(σε φράσεις που χρησιμοποιούνται από αυτοκράτορες ή βασιλείς) εγώ («ἡ ἡμετέρα [[μεγαλειότης]]», Ιουστιν.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ ἡμετέρα</i><br />η [[χώρα]] μας<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ.</b>) <i>τὸ ἡμέτερον</i><br />όσον αφορά εμάς<br /><b>3.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ ἡμέτερα</i><br />η [[ιδιοκτησία]] μου, η [[περιουσία]] μου<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «τά ἡμέτερα φρονεῖ» — [[είναι]] με το [[μέρος]] μας<br />β) «τὸ ἡμέτερον [[δέος]]» — ο [[φόβος]] τών άλλων [[προς]] εμάς<br />γ) «ἄνδρες ἡμέτεροι» — άνδρες που άνήκουν στη δύναμή μας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>ημε</i>- του [[ημείς]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>τερος</i> ([[πρβλ]]. [[εκάτερος]], [[έτερος]])]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 17:46, 23 August 2021
Greek Monolingual
-έρα, -ο (AM ἡμέτερος, -έρα, -ον, Α δωρ. τ. άμέτερος, -έρα, -ον, αιολ. τ. άμμέτερος, -έρα, -ον)
(κτητ. αντων.)
1. αυτός που ανήκει σε μάς, αυτός που προέρχεται από μάς, ο δικός μας («ἡμετέρω ἐνὶ οἴκῳ», Ομ. Ιλ.)
2. (και για έναν κτήτορα αντί του ενός) ο δικός μου (α. «η ημετέρα γνώμη» β. «ἵν' ἔπος ἀκούσῃς ἡμέτερον», Ομ. Οδ.)
νεοελλ.
(αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι ημέτεροι
οι άνθρωποι μας, οι οπαδοί μας, οι οποίοι ευνοούνται συνήθως παράνομα και αντικανονικά
μσν.
(σε φράσεις που χρησιμοποιούνται από αυτοκράτορες ή βασιλείς) εγώ («ἡ ἡμετέρα μεγαλειότης», Ιουστιν.)
αρχ.
1. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἡμετέρα
η χώρα μας
2. (το ουδ.) τὸ ἡμέτερον
όσον αφορά εμάς
3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἡμέτερα
η ιδιοκτησία μου, η περιουσία μου
4. φρ. α) «τά ἡμέτερα φρονεῖ» — είναι με το μέρος μας
β) «τὸ ἡμέτερον δέος» — ο φόβος τών άλλων προς εμάς
γ) «ἄνδρες ἡμέτεροι» — άνδρες που άνήκουν στη δύναμή μας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ημε- του ημείς + κατάλ. -τερος (πρβλ. εκάτερος, έτερος)].