λιμνιτικός: Difference between revisions

From LSJ

ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\)" to "πρβλ. $2$4)")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[λιμνιτικός]], -ή, -όν (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που βρίσκεται στη [[λίμνη]] ή στη [[γύρω]] από τη [[λίμνη]] [[περιοχή]]<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) τὰ [[λιμνιτικά]]<br />[[φόρος]] για γη που βρισκόταν [[γύρω]] από [[λίμνη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λιμνίτης</i> ([[πρβλ]]. <i>αἰγιαλ</i>-[[ίτης]])].
|mltxt=[[λιμνιτικός]], -ή, -όν (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που βρίσκεται στη [[λίμνη]] ή στη [[γύρω]] από τη [[λίμνη]] [[περιοχή]]<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) τὰ [[λιμνιτικά]]<br />[[φόρος]] για γη που βρισκόταν [[γύρω]] από [[λίμνη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λιμνίτης</i> ([[πρβλ]]. [[αἰγιαλίτης]])].
}}
}}

Latest revision as of 16:16, 8 May 2023

Greek Monolingual

λιμνιτικός, -ή, -όν (Α)
1. αυτός που βρίσκεται στη λίμνη ή στη γύρω από τη λίμνη περιοχή
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ λιμνιτικά
φόρος για γη που βρισκόταν γύρω από λίμνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιμνίτης (πρβλ. αἰγιαλίτης)].