μαχαιροβγάλτης: Difference between revisions
From LSJ
οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)]" to "πρβλ. $2$4]") |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (Μ [[μαχαιροβγάλτης]] και μαχαιροεβγάλτης)<br />[[κακοποιός]] οπλισμένος με [[μαχαίρι]], [[φονιάς]], [[δολοφόνος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μαχαίρι]] <span style="color: red;">+</span> -<i>βγάλτης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βγάζω]]), [[πρβλ]]. | |mltxt=ο (Μ [[μαχαιροβγάλτης]] και μαχαιροεβγάλτης)<br />[[κακοποιός]] οπλισμένος με [[μαχαίρι]], [[φονιάς]], [[δολοφόνος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μαχαίρι]] <span style="color: red;">+</span> -<i>βγάλτης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βγάζω]]), [[πρβλ]]. [[αντεροβγάλτης]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 06:45, 8 May 2023
Greek Monolingual
ο (Μ μαχαιροβγάλτης και μαχαιροεβγάλτης)
κακοποιός οπλισμένος με μαχαίρι, φονιάς, δολοφόνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μαχαίρι + -βγάλτης (< βγάζω), πρβλ. αντεροβγάλτης].