απαθής: Difference between revisions
κινδυνεύει μὲν γὰρ ἡμῶν οὐδέτερος οὐδὲν καλὸν κἀγαθὸν εἰδέναι, ἀλλ᾽ οὗτος μὲν οἴεταί τι εἰδέναι οὐκ εἰδώς, ἐγὼ δέ, ὥσπερ οὖν οὐκ οἶδα, οὐδὲ οἴομαι· ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι. → for neither of us appears to know anything great and good; but he fancies he knows something, although he knows nothing; whereas I, as I do not know anything, so I do not fancy I do. In this trifling particular, then, I appear to be wiser than he, because I do not fancy I know what I do not know.
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ") |
m (Text replacement - "εῑς" to "εῖς") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(AM [[ἀπαθής]], -οῦς, -ές) [[πάθος]]<br />ο [[χωρίς]] [[πάθος]], ο [[ατάραχος]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[αβλαβής]], [[υγιής]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν υποφέρει από [[κάτι]] ή δεν έχει πάθει [[κάτι]] («ἀπαθὴς κακῶν», <b>Ηρόδ.</b><br />«ἀπαθὴς νόσων», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>2.</b> όποιος δεν δοκίμασε [[κάτι]], δεν έχει [[εμπειρία]] («ἀπαθὴς καλῶν μεγάλων», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>3.</b> [[ατιμώρητος]] («[[χάριν]] [[ἴσθι]] ἐὼν [[ἀπαθής]]» — να χρωστάς [[χάρη]] που δεν τιμωρήθηκες, <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>4.</b> (για αφηρημένες έννοιες) [[εκείνος]] που δεν υπόκειται σε [[μεταβολή]] ( | |mltxt=(AM [[ἀπαθής]], -οῦς, -ές) [[πάθος]]<br />ο [[χωρίς]] [[πάθος]], ο [[ατάραχος]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[αβλαβής]], [[υγιής]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν υποφέρει από [[κάτι]] ή δεν έχει πάθει [[κάτι]] («ἀπαθὴς κακῶν», <b>Ηρόδ.</b><br />«ἀπαθὴς νόσων», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>2.</b> όποιος δεν δοκίμασε [[κάτι]], δεν έχει [[εμπειρία]] («ἀπαθὴς καλῶν μεγάλων», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>3.</b> [[ατιμώρητος]] («[[χάριν]] [[ἴσθι]] ἐὼν [[ἀπαθής]]» — να χρωστάς [[χάρη]] που δεν τιμωρήθηκες, <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>4.</b> (για αφηρημένες έννοιες) [[εκείνος]] που δεν υπόκειται σε [[μεταβολή]] («ἀπαθεῖς αἱ ἰδέαι», <b>Αριστοτ.</b><br />«[[οὐσία]] [[ἀσώματος]] καὶ [[ἀπαθής]]», [[Πλούταρχος]])<br /><b>5.</b> αυτός που δεν διεγείρει [[πάθη]], δεν προξενεί [[εντύπωση]]<br /><b>6.</b> <b>(Γραμμ.)</b> «τὰ ἀπαθῆ» — τα αμετάβατα ρήματα. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:10, 13 October 2022
Greek Monolingual
(AM ἀπαθής, -οῦς, -ές) πάθος
ο χωρίς πάθος, ο ατάραχος
αρχ.-μσν.
αβλαβής, υγιής
αρχ.
1. αυτός που δεν υποφέρει από κάτι ή δεν έχει πάθει κάτι («ἀπαθὴς κακῶν», Ηρόδ.
«ἀπαθὴς νόσων», Δημοσθ.)
2. όποιος δεν δοκίμασε κάτι, δεν έχει εμπειρία («ἀπαθὴς καλῶν μεγάλων», Ηρόδ.)
3. ατιμώρητος («χάριν ἴσθι ἐὼν ἀπαθής» — να χρωστάς χάρη που δεν τιμωρήθηκες, Ηρόδ.)
4. (για αφηρημένες έννοιες) εκείνος που δεν υπόκειται σε μεταβολή («ἀπαθεῖς αἱ ἰδέαι», Αριστοτ.
«οὐσία ἀσώματος καὶ ἀπαθής», Πλούταρχος)
5. αυτός που δεν διεγείρει πάθη, δεν προξενεί εντύπωση
6. (Γραμμ.) «τὰ ἀπαθῆ» — τα αμετάβατα ρήματα.