εμφανής: Difference between revisions

From LSJ

τὸ ἔθνος τὸ ἐπὶ τῆς γῆς λιθοβολήσουσιν αὐτὸν ἐν λίθοις → the people of the land shall stone them to death

Source
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές (AM [[ἐμφανής]], -ές)<br />ο [[καθαρά]] διακρινόμενος, [[έκδηλος]], [[κατάδηλος]], [[ορατός]], [[φανερός]], [[ολοφάνερος]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[επιφανής]], [[σημαντικός]], [[ένδοξος]] («ἀποσταλεὶς [[ἀνήρ]] [[Αἰγύπτιος]]», <b>Διόδ.</b> Σικ.)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> <b>φρ.</b> «ἐμφανὴς [[γίγνομαι]]» — [[παρουσιάζομαι]], εμφανίζομαι<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «εἰς τὸ ἐμφανές» — ενώπιον, [[μπροστά]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για στιλπνή [[επιφάνεια]], [[κάτοπτρο]] <b>κ.λπ.</b>) αυτός που αντανακλά, που αντικατοπτρίζει<br /><b>2.</b> (για θεούς) ο εμφανιζόμενος με ανθρώπινη [[μορφή]] («εἴ σοι ἐμφανὴς γενόμενος ὁ [[θεός]]», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> (για λόγους ἡ πράγματα) [[γνωστός]], [[φανερός]], [[πασίγνωστος]] («οὐ γάρ ἐστι τἀμφανῆ κρύπτειν», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «ἐκ τοῦ ἐμφανοῦς» ή «εἰς τοὐμφανὲς» ή «ἐν τῷ ἐμφανεῖ» — [[φανερά]], έκδηλα<br />β) «ἐν ἐμφανεῖ λόγῳ» — με [[παρρησία]], [[φανερά]]<br />γ) «ἐμφανὴς τιμαῑς» — εμφανώς τιμώμενος<br />δ) «ἐμφανῆ παρέχειν τινὰ» ή «ἐμφανῆ καταστῆσαι» — η [[προσαγωγή]], η [[παρουσίαση]] κάποιου στο δικαστήριο<br />ε) «ἐμφανῶν [[κατάστασις]]» — η [[ενέργεια]] για [[παρουσίαση]] ή [[προσαγωγή]] κάποιου» — στ) «τὰ ἐμφανῆ κτήματα» — η υπάρχουσα [[τώρα]] [[ιδιοκτησία]] (<b>Ξεν.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>εμφανώς</i><br />[[φανερά]], πραγματικά, [[καθαρά]], [[σαφώς]], [[χωρίς]] [[αμφιβολία]].
|mltxt=-ές (AM [[ἐμφανής]], -ές)<br />ο [[καθαρά]] διακρινόμενος, [[έκδηλος]], [[κατάδηλος]], [[ορατός]], [[φανερός]], [[ολοφάνερος]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[επιφανής]], [[σημαντικός]], [[ένδοξος]] («ἀποσταλεὶς [[ἀνήρ]] [[Αἰγύπτιος]]», <b>Διόδ.</b> Σικ.)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> <b>φρ.</b> «ἐμφανὴς [[γίγνομαι]]» — [[παρουσιάζομαι]], εμφανίζομαι<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «εἰς τὸ ἐμφανές» — ενώπιον, [[μπροστά]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για στιλπνή [[επιφάνεια]], [[κάτοπτρο]] <b>κ.λπ.</b>) αυτός που αντανακλά, που αντικατοπτρίζει<br /><b>2.</b> (για θεούς) ο εμφανιζόμενος με ανθρώπινη [[μορφή]] («εἴ σοι ἐμφανὴς γενόμενος ὁ [[θεός]]», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> (για λόγους ἡ πράγματα) [[γνωστός]], [[φανερός]], [[πασίγνωστος]] («οὐ γάρ ἐστι τἀμφανῆ κρύπτειν», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «ἐκ τοῦ ἐμφανοῦς» ή «εἰς τοὐμφανὲς» ή «ἐν τῷ ἐμφανεῖ» — [[φανερά]], έκδηλα<br />β) «ἐν ἐμφανεῖ λόγῳ» — με [[παρρησία]], [[φανερά]]<br />γ) «ἐμφανὴς τιμαῖς» — εμφανώς τιμώμενος<br />δ) «ἐμφανῆ παρέχειν τινὰ» ή «ἐμφανῆ καταστῆσαι» — η [[προσαγωγή]], η [[παρουσίαση]] κάποιου στο δικαστήριο<br />ε) «ἐμφανῶν [[κατάστασις]]» — η [[ενέργεια]] για [[παρουσίαση]] ή [[προσαγωγή]] κάποιου» — στ) «τὰ ἐμφανῆ κτήματα» — η υπάρχουσα [[τώρα]] [[ιδιοκτησία]] (<b>Ξεν.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>εμφανώς</i><br />[[φανερά]], πραγματικά, [[καθαρά]], [[σαφώς]], [[χωρίς]] [[αμφιβολία]].
}}
}}

Latest revision as of 14:26, 6 February 2024

Greek Monolingual

-ές (AM ἐμφανής, -ές)
ο καθαρά διακρινόμενος, έκδηλος, κατάδηλος, ορατός, φανερός, ολοφάνερος
αρχ.-μσν.
επιφανής, σημαντικός, ένδοξος («ἀποσταλεὶς ἀνήρ Αἰγύπτιος», Διόδ. Σικ.)
μσν.
1. φρ. «ἐμφανὴς γίγνομαι» — παρουσιάζομαι, εμφανίζομαι
2. φρ. «εἰς τὸ ἐμφανές» — ενώπιον, μπροστά
αρχ.
1. (για στιλπνή επιφάνεια, κάτοπτρο κ.λπ.) αυτός που αντανακλά, που αντικατοπτρίζει
2. (για θεούς) ο εμφανιζόμενος με ανθρώπινη μορφή («εἴ σοι ἐμφανὴς γενόμενος ὁ θεός», Πλάτ.)
3. (για λόγους ἡ πράγματα) γνωστός, φανερός, πασίγνωστος («οὐ γάρ ἐστι τἀμφανῆ κρύπτειν», Ξεν.)
5. φρ. α) «ἐκ τοῦ ἐμφανοῦς» ή «εἰς τοὐμφανὲς» ή «ἐν τῷ ἐμφανεῖ» — φανερά, έκδηλα
β) «ἐν ἐμφανεῖ λόγῳ» — με παρρησία, φανερά
γ) «ἐμφανὴς τιμαῖς» — εμφανώς τιμώμενος
δ) «ἐμφανῆ παρέχειν τινὰ» ή «ἐμφανῆ καταστῆσαι» — η προσαγωγή, η παρουσίαση κάποιου στο δικαστήριο
ε) «ἐμφανῶν κατάστασις» — η ενέργεια για παρουσίαση ή προσαγωγή κάποιου» — στ) «τὰ ἐμφανῆ κτήματα» — η υπάρχουσα τώρα ιδιοκτησία (Ξεν.).
επίρρ...
εμφανώς
φανερά, πραγματικά, καθαρά, σαφώς, χωρίς αμφιβολία.