περάσιμος: Difference between revisions

From LSJ

ἢ τοὺς πότους ἐρεῖς δῆλον ὅτι καὶ τὰ δεῖπνα καὶ ἐσθῆτα καὶ ἀφροδίσια, καὶ δέδιας μὴ τούτων ἐνδεὴς γενόμενος ἀπόλωμαι. οὐκ ἐννοεῖς δὲ ὅτι τὸ μὴ διψῆν τοῦ πιεῖν πολὺ κάλλιον καὶ τὸ μὴ πεινῆν τοῦ φαγεῖν καὶ τὸ μὴ ῥιγοῦν τοῦ ἀμπεχόνης εὐπορεῖν; → There you'll go, talking of drinking and dining and dressing up and screwing, worrying I'll be lost without all that. Don't you realize how much better it is to have no thirst, than to drink? to have no hunger, than to eat? to not be cold, than to possess a wardrobe of finery? (Lucian, On Mourning 16)

Source
mNo edit summary
m (LSJ1 replacement)
 
(7 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=perasimos
|Transliteration C=perasimos
|Beta Code=pera/simos
|Beta Code=pera/simos
|Definition=[ᾱ], ον, ([[περάω]] A) <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[that may be crossed]], [[passable]], <b class="b3">ἀὴρ ἀετῷ π</b>. <span class="bibl">E.<span class="title">Fr.</span>1047</span>; ποταμοί <span class="bibl">Arr.<span class="title">An.</span>5.9.4</span>, cf. <span class="bibl">Scymn.818</span>, <span class="bibl">Str.7.4.1</span>; ᾗ μάλιστα π. ἦν [τὸ ῥεῦμα] <span class="bibl">Plu.<span class="title">Luc.</span>27</span>; <b class="b3">θαλάσσας… π. μόχθον</b> the labour [[of crossing]] the sea, <span class="title">Hymn.Is.</span>35.</span>
|Definition=[ᾱ], ον, ([[περάω]] A) [[that may be crossed]], [[passable]], <b class="b3">ἀὴρ ἀετῷ π.</b> E.''Fr.''1047; ποταμοί Arr.''An.''5.9.4, cf. Scymn.818, Str.7.4.1; ᾗ μάλιστα π. ἦν [τὸ ῥεῦμα] Plu.''Luc.''27; <b class="b3">θαλάσσας… π. μόχθον</b> the labour [[of crossing]] the sea, ''Hymn.Is.''35.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0563.png Seite 563]] worüber man fahren, übersetzen kann; ποταμοί, Arr. An. 5, 9, 8; ῥεῦμα, Plut. Luc. 27.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0563.png Seite 563]] worüber man fahren, übersetzen kann; ποταμοί, Arr. An. 5, 9, 8; ῥεῦμα, Plut. Luc. 27.
}}
}}
{{ls
{{bailly
|lstext='''περάσιμος''': [], -ον, ([[περάω]]) ὃν δύναταί τις νὰ περάσῃ, [[διαβατός]], ἀὴρ... ἀετῷ π. Εὐρ. Ἀποσπ. 1034· ποταμὸς Ἀρρ. Ἀν. 5. 9· ᾗ [τὸ [[ῥεῦμα]]] Πλουτ. Λούκουλλ. 27· θαλάσσας..π. μόχθον, τὸν μόχθον τῆς διαβάσεως τῆς θαλάσσης, Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 1028. 35.
|btext=ος, ον :<br />[[qu'on peut traverser]], [[guéable]].<br />'''Étymologie:''' [[περάω]]¹.
}}
{{elnl
|elnltext=περάσιμος -ον [περάω] [[doorwaadbaar]].
}}
}}
{{bailly
{{elru
|btext=ος, ον :<br />qu’on peut traverser, guéable.<br />'''Étymologie:''' [[περάω]]¹.
|elrutext='''περάσιμος:''' (ᾱ) могущий быть перейденным, доступный для переправы, проходимый (τὸ ρεῦμα Plut.; [[ἅπας]] ἀὴρ αἰετῷ π. Eur.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''περάσιμος:''' [ᾱ], -ον ([[περάω]]), [[διαβατός]], σε Πλούτ.
|lsmtext='''περάσιμος:''' [ᾱ], -ον ([[περάω]]), [[διαβατός]], σε Πλούτ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''περάσιμος:''' () могущий быть перейденным, доступный для переправы, проходимый (τὸ ρεῦμα Plut.; [[ἅπας]] ἀὴρ αἰετῷ π. Eur.).
|lstext='''περάσιμος''': [], -ον, ([[περάω]]) ὃν δύναταί τις νὰ περάσῃ, [[διαβατός]], ἀὴρ... ἀετῷ π. Εὐρ. Ἀποσπ. 1034· ποταμὸς Ἀρρ. Ἀν. 5. 9· ᾗ [τὸ [[ῥεῦμα]]] Πλουτ. Λούκουλλ. 27· θαλάσσας..π. μόχθον, τὸν μόχθον τῆς διαβάσεως τῆς θαλάσσης, Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 1028. 35.
}}
{{elnl
|elnltext=περάσιμος -ον [περάω] doorwaadbaar.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=περά¯σιμος, ον, [[περάω]]<br />[[passable]], Plut.
|mdlsjtxt=περά¯σιμος, ον, [[περάω]]<br />[[passable]], Plut.
}}
{{trml
|trtx====[[passable]]===
Bulgarian: проходим; Catalan: transitable; Finnish: kulkukelpoinen; German: [[passierbar]]; Greek: [[διαβατός]]; Ancient Greek: [[ἀμεύσιμος]], [[βάσιμος]], [[βατός]], [[διαβατός]], [[ἐμβατός]], [[εὔβατος]], [[εὔπορος]], [[ἰτός]], [[ὁδεύσιμος]], [[ὁδοιπόριστος]], [[ὁδωτός]], [[περάσιμος]], [[πορεύσιμος]], [[πορευτός]], [[πόριμος]], [[πρακτός]]; Italian: [[passabile]]; Latin: [[pervius]]; Norwegian Bokmål: farbar; Nynorsk: farbar; Polish: przekraczalny
}}
}}

Latest revision as of 10:41, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περᾱ́σιμος Medium diacritics: περάσιμος Low diacritics: περάσιμος Capitals: ΠΕΡΑΣΙΜΟΣ
Transliteration A: perásimos Transliteration B: perasimos Transliteration C: perasimos Beta Code: pera/simos

English (LSJ)

[ᾱ], ον, (περάω A) that may be crossed, passable, ἀὴρ ἀετῷ π. E.Fr.1047; ποταμοί Arr.An.5.9.4, cf. Scymn.818, Str.7.4.1; ᾗ μάλιστα π. ἦν [τὸ ῥεῦμα] Plu.Luc.27; θαλάσσας… π. μόχθον the labour of crossing the sea, Hymn.Is.35.

German (Pape)

[Seite 563] worüber man fahren, übersetzen kann; ποταμοί, Arr. An. 5, 9, 8; ῥεῦμα, Plut. Luc. 27.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qu'on peut traverser, guéable.
Étymologie: περάω¹.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περάσιμος -ον [περάω] doorwaadbaar.

Russian (Dvoretsky)

περάσιμος: (ᾱ) могущий быть перейденным, доступный для переправы, проходимый (τὸ ρεῦμα Plut.; ἅπας ἀὴρ αἰετῷ π. Eur.).

Greek Monolingual

-ον, Α πέρασις
1. αυτός μέσα από τον οποίο μπορεί να περάσει κάποιος, ο διαβατός
2. αυτός που αναφέρεται στη διάβαση, στο πέρασμα.

Greek Monotonic

περάσιμος: [ᾱ], -ον (περάω), διαβατός, σε Πλούτ.

Greek (Liddell-Scott)

περάσιμος: [ᾱ], -ον, (περάω) ὃν δύναταί τις νὰ περάσῃ, διαβατός, ἀὴρ... ἀετῷ π. Εὐρ. Ἀποσπ. 1034· ποταμὸς Ἀρρ. Ἀν. 5. 9· ᾗ [τὸ ῥεῦμα] Πλουτ. Λούκουλλ. 27· θαλάσσας..π. μόχθον, τὸν μόχθον τῆς διαβάσεως τῆς θαλάσσης, Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 1028. 35.

Middle Liddell

περά¯σιμος, ον, περάω
passable, Plut.

Translations

passable

Bulgarian: проходим; Catalan: transitable; Finnish: kulkukelpoinen; German: passierbar; Greek: διαβατός; Ancient Greek: ἀμεύσιμος, βάσιμος, βατός, διαβατός, ἐμβατός, εὔβατος, εὔπορος, ἰτός, ὁδεύσιμος, ὁδοιπόριστος, ὁδωτός, περάσιμος, πορεύσιμος, πορευτός, πόριμος, πρακτός; Italian: passabile; Latin: pervius; Norwegian Bokmål: farbar; Nynorsk: farbar; Polish: przekraczalny