παραυδάω: Difference between revisions

From LSJ

Δεῖ τοὺς μὲν εἶναι δυστυχεῖς, τοὺς δ' εὐτυχεῖς → Aliis necesse est bene sit, aliis sit male → Die einen trifft das Unglück, andere das Glück

Menander, Monostichoi, 125
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+), ([\p{Cyrillic}]+) (\()" to "$1 $2, $3 $4")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(?s)Medium diacritics=(\w+)(άω)(?s)(.*)btext=(-ῶ)" to "Medium diacritics=$1$2$3btext=$1ῶ")
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=paravdao
|Transliteration C=paravdao
|Beta Code=parauda/w
|Beta Code=parauda/w
|Definition=<span class="sense"><span class="bld">A</span> [[console]], [[encourage]] (Hom. only in Od.), μύθοις ἀγανοῖσι παραυδήσας <span class="bibl">Od.15.53</span>; μειλιχίοις ἐπέεσσι παραυδῶν <span class="bibl">16.279</span>, cf. <span class="bibl">Q.S. 5.261</span>; <b class="b3">μὴ ταῦτα παραύδα, χρῶτ' ἀπονίπτεσθαι</b> [[do]] not [[coax]] me thus, to wash, <span class="bibl">Od.18.178</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> c. acc. rei, [[speak lightly of]], [[make light of]], μὴ δή μοι θάνατόν γε παραύδα <span class="bibl">11.488</span>.</span>
|Definition=<span class="bld">A</span> [[console]], [[encourage]] (Hom. only in Od.), μύθοις ἀγανοῖσι παραυδήσας Od.15.53; μειλιχίοις ἐπέεσσι παραυδῶν 16.279, cf. Q.S. 5.261; <b class="b3">μὴ ταῦτα παραύδα, χρῶτ' ἀπονίπτεσθαι</b> [[do]] not [[coax]] me thus, to wash, Od.18.178.<br><span class="bld">II</span> c. acc. rei, [[speak lightly of]], [[make light of]], μὴ δή μοι θάνατόν γε παραύδα 11.488.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0505.png Seite 505]] zureden, trösten, beruhigen; ἀγανοῖς μύθοις, μειλιχίοις ἐπέεσσι, Od. 15, 53. 16, 279; θάνατον παραυδᾶν τινι, Einen über den Tod trösten, 11, 488; c. inf., μὴ [[ταῦτα]] παραύδα, κηδομένη περ, χρῶτ' ἀπονίπτεσθαι, 18, 178; einzeln bei sp. D., wie παραυδήσας Qu. Sm. 5, 261.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0505.png Seite 505]] zureden, trösten, beruhigen; ἀγανοῖς μύθοις, μειλιχίοις ἐπέεσσι, Od. 15, 53. 16, 279; θάνατον παραυδᾶν τινι, Einen über den Tod trösten, 11, 488; c. inf., μὴ [[ταῦτα]] παραύδα, κηδομένη περ, χρῶτ' ἀπονίπτεσθαι, 18, 178; einzeln bei sp. D., wie παραυδήσας Qu. Sm. 5, 261.
}}
}}
{{ls
{{bailly
|lstext='''παραυδάω''': ὁμιλῶ παρηγορῶν ἢ παραθαρρύνων, μύθοις ἀγανοῖσι παραυδήσας, «παραμυθησάμενος» (Σχολ.), Ὀδ. Ο. 53· μειλιχίοις ἐπέεσσι παραυδῶν Π. 279· προσπαθῶ νὰ πείσω τινὰ διὰ πειστικῶν λόγων νὰ πράξῃ τι, παραινῶ, [[συμβουλεύω]], μὴ [[ταῦτα]] παραύδα, χρῶτ’ ἀπονίπτεσθαι Σ. 178. ΙΙ. μετ. αἰτ. πράγμ., ὁμιλῶ [[περί]] τινος ὡς περὶ μικροῦ πράγματος, μὴ δή μοι θάνατόν γε παραύδα Λ. 487. - Οὐδαμοῦ ἐν Ἰλ.
|btext=[[παραυδῶ]] :<br /><b>1</b> [[consoler par des paroles]], acc. ; θάνατόν τινι OD consoler qqn de la mort;<br /><b>2</b> conseiller de, inf..<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[αὐδάω]].
}}
{{elnl
|elnltext=παρ-αυδάω bemoedigend toespreken; met acc. v. h. inw. obj.: μὴ δή μοι θάνατόν γε παραύδα troost mij niet met mijn dood Od. 11.488; μὴ ταῦτα παραύδα... χρῶτ’ ἀπονίπτεσθαι καὶ ἐπιχρίεσθαι geef mij dat advies niet, om mijn lichaam te wassen en te zalven Od. 18.178.
}}
}}
{{bailly
{{elru
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> consoler par des paroles, acc. ; θάνατόν τινι OD consoler qqn de la mort;<br /><b>2</b> conseiller de, inf..<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[αὐδάω]].
|elrutext='''παραυδάω:'''<br /><b class="num">1</b> [[уговаривать]], [[увещевать]] (μειλιχίοις [[ἐπέεσσι]] Hom.);<br /><b class="num">2</b> [[успокаивать]], [[утешать]] (π. τινί τι Hom.).
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''παραυδάω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[μιλώ]] έτσι ώστε να παρηγορήσω ή να [[ενθαρρύνω]], σε Ομήρ. Οδ.· μὴ [[ταῦτα]] παραύδα, μη μου μιλάς γι' αυτό, στο ίδ.<br /><b class="num">II.</b> με αιτ. πράγμ., [[μιλώ]] [[ελαφρά]], αψήφιστα για [[κάτι]], [[μὴδή]] μοι θάνατόν γε παραύδα, σε Ομήρ. Οδ.
|lsmtext='''παραυδάω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[μιλώ]] έτσι ώστε να παρηγορήσω ή να [[ενθαρρύνω]], σε Ομήρ. Οδ.· μὴ [[ταῦτα]] παραύδα, μη μου μιλάς γι' αυτό, στο ίδ.<br /><b class="num">II.</b> με αιτ. πράγμ., [[μιλώ]] [[ελαφρά]], αψήφιστα για [[κάτι]], [[μὴδή]] μοι θάνατόν γε παραύδα, σε Ομήρ. Οδ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''παραυδάω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[уговаривать]], [[увещевать]] (μειλιχίοις [[ἐπέεσσι]] Hom.);<br /><b class="num">2)</b> [[успокаивать]], [[утешать]] . τινί τι Hom.).
|lstext='''παραυδάω''': ὁμιλῶ παρηγορῶν ἢ παραθαρρύνων, μύθοις ἀγανοῖσι παραυδήσας, «παραμυθησάμενος» (Σχολ.), Ὀδ. Ο. 53· μειλιχίοις ἐπέεσσι παραυδῶν Π. 279· προσπαθῶ νὰ πείσω τινὰ διὰ πειστικῶν λόγων νὰ πράξῃ τι, παραινῶ, [[συμβουλεύω]], μὴ [[ταῦτα]] παραύδα, χρῶτ’ ἀπονίπτεσθαι Σ. 178. ΙΙ. μετ. αἰτ. πράγμ., ὁμιλῶ [[περί]] τινος ὡς περὶ μικροῦ πράγματος, μὴ δή μοι θάνατόν γε παραύδα Λ. 487. - Οὐδαμοῦ ἐν Ἰλ.
}}
{{elnl
|elnltext=παρ-αυδάω bemoedigend toespreken; met acc. v. h. inw. obj.: μὴ δή μοι θάνατόν γε παραύδα troost mij niet met mijn dood Od. 11.488; μὴ ταῦτα παραύδα... χρῶτ ’ ἀπονίπτεσθαι καὶ ἐπιχρίεσθαι geef mij dat advies niet, om mijn lichaam te wassen en te zalven Od. 18.178.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. ήσω<br /><b class="num">I.</b> to [[address]] so as to [[console]] or [[encourage]], Od.; μὴ [[ταῦτα]] παραύδα do not [[talk]] me [[into]] [[this]], Od.<br /><b class="num">II.</b> c. acc. rei, to [[speak]] [[lightly]] of, [[μὴ δή]] μοι θάνατόν γε παραύδα Od.
|mdlsjtxt=fut. ήσω<br /><b class="num">I.</b> to [[address]] so as to [[console]] or [[encourage]], Od.; μὴ [[ταῦτα]] παραύδα do not [[talk]] me [[into]] [[this]], Od.<br /><b class="num">II.</b> c. acc. rei, to [[speak]] [[lightly]] of, [[μὴ δή]] μοι θάνατόν γε παραύδα Od.
}}
}}

Latest revision as of 07:25, 29 May 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παραυδάω Medium diacritics: παραυδάω Low diacritics: παραυδάω Capitals: ΠΑΡΑΥΔΑΩ
Transliteration A: paraudáō Transliteration B: paraudaō Transliteration C: paravdao Beta Code: parauda/w

English (LSJ)

A console, encourage (Hom. only in Od.), μύθοις ἀγανοῖσι παραυδήσας Od.15.53; μειλιχίοις ἐπέεσσι παραυδῶν 16.279, cf. Q.S. 5.261; μὴ ταῦτα παραύδα, χρῶτ' ἀπονίπτεσθαι do not coax me thus, to wash, Od.18.178.
II c. acc. rei, speak lightly of, make light of, μὴ δή μοι θάνατόν γε παραύδα 11.488.

German (Pape)

[Seite 505] zureden, trösten, beruhigen; ἀγανοῖς μύθοις, μειλιχίοις ἐπέεσσι, Od. 15, 53. 16, 279; θάνατον παραυδᾶν τινι, Einen über den Tod trösten, 11, 488; c. inf., μὴ ταῦτα παραύδα, κηδομένη περ, χρῶτ' ἀπονίπτεσθαι, 18, 178; einzeln bei sp. D., wie παραυδήσας Qu. Sm. 5, 261.

French (Bailly abrégé)

παραυδῶ :
1 consoler par des paroles, acc. ; θάνατόν τινι OD consoler qqn de la mort;
2 conseiller de, inf..
Étymologie: παρά, αὐδάω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παρ-αυδάω bemoedigend toespreken; met acc. v. h. inw. obj.: μὴ δή μοι θάνατόν γε παραύδα troost mij niet met mijn dood Od. 11.488; μὴ ταῦτα παραύδα... χρῶτ’ ἀπονίπτεσθαι καὶ ἐπιχρίεσθαι geef mij dat advies niet, om mijn lichaam te wassen en te zalven Od. 18.178.

Russian (Dvoretsky)

παραυδάω:
1 уговаривать, увещевать (μειλιχίοις ἐπέεσσι Hom.);
2 успокаивать, утешать (π. τινί τι Hom.).

English (Autenrieth)

imp. παραύδᾶ, aor. part. παραυδήσᾶς: try to win over by address, persuade, urge; θάνατόν τινι, ‘speak consolingly of,’ ‘extenuate,’ Od. 11.488. (Od.)

Greek Monotonic

παραυδάω: μέλ. -ήσω,
I. μιλώ έτσι ώστε να παρηγορήσω ή να ενθαρρύνω, σε Ομήρ. Οδ.· μὴ ταῦτα παραύδα, μη μου μιλάς γι' αυτό, στο ίδ.
II. με αιτ. πράγμ., μιλώ ελαφρά, αψήφιστα για κάτι, μὴδή μοι θάνατόν γε παραύδα, σε Ομήρ. Οδ.

Greek (Liddell-Scott)

παραυδάω: ὁμιλῶ παρηγορῶν ἢ παραθαρρύνων, μύθοις ἀγανοῖσι παραυδήσας, «παραμυθησάμενος» (Σχολ.), Ὀδ. Ο. 53· μειλιχίοις ἐπέεσσι παραυδῶν Π. 279· προσπαθῶ νὰ πείσω τινὰ διὰ πειστικῶν λόγων νὰ πράξῃ τι, παραινῶ, συμβουλεύω, μὴ ταῦτα παραύδα, χρῶτ’ ἀπονίπτεσθαι Σ. 178. ΙΙ. μετ. αἰτ. πράγμ., ὁμιλῶ περί τινος ὡς περὶ μικροῦ πράγματος, μὴ δή μοι θάνατόν γε παραύδα Λ. 487. - Οὐδαμοῦ ἐν Ἰλ.

Middle Liddell

fut. ήσω
I. to address so as to console or encourage, Od.; μὴ ταῦτα παραύδα do not talk me into this, Od.
II. c. acc. rei, to speak lightly of, μὴ δή μοι θάνατόν γε παραύδα Od.