ὄρειος: Difference between revisions
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3") |
|||
(15 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=oreios | |Transliteration C=oreios | ||
|Beta Code=o)/reios | |Beta Code=o)/reios | ||
|Definition=α, ον, also ος, ον Plu.2.965c, | |Definition=α, ον, also ος, ον Plu.2.965c, Luc.''Demon.''2, ''DDeor.''20.3; Ep. [[οὔρειος]]:—[[of the mountains]] or [[from the mountains]], [[mountain-haunting]], νύμφην οὐρείην ''h.Merc.''244, cf. Hes.''Fr.''198, Phoronis 2; this Ep. form is also used by Trag. and Com. in lyr., S.''Ant.''352, E.''IT''127,1126, ''Ph.''806, [[Aristophanes|Ar.]]''[[The Birds|Av.]]''1098, etc.; but [[ὄρειος]] (which is not only Att. but Ion., v. infr.) in trim., as in A.''Ag.''497, S.''Ph.''937; <b class="b3">Μήτηρ ὀρεία</b>, of Rhea, [[Aristophanes|Ar.]]''[[The Birds|Av.]]''746 (lyr.); Ion. gen., Μητρὸς Ὀρέης ''IG''12(7).75 (Amorgos); Ion.acc. pl., πέτρας ὀρείας Hippon.35.5: in Prose, ὄρειοί τινες.. νομῆς [[Plato|Pl.]]''[[Leges|Lg.]]''677b, cf. ''Criti.''109d; opp. [[ἄγροικος]], of animals, [[Aristotle|Arist.]]''[[Historia Animalium|HA]]''488b2; so ὀρειότερος Opp.''C.''2.22. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0371.png Seite 371]] auch 2 Endgn, = [[ὀρεινός]], im Gebirge sich aufhaltend; ὀρειᾶν Πελειάδων, Pind. N. 2, 11; ὕλη, Aesch. Ag. 483; θῆρες, die | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0371.png Seite 371]] auch 2 Endgn, = [[ὀρεινός]], im Gebirge sich aufhaltend; ὀρειᾶν Πελειάδων, Pind. N. 2, 11; ὕλη, Aesch. Ag. 483; θῆρες, die Tiere des Gebirges, Soph. Phil. 925; ποίμνια, O. R. 1028; Eur. Suppl. 49 u. öfter; [[δρυμός]], Bergwald, Hipp. 1127; [[θεά]], Rhian. 9 (VI, 173), von der Rhea, wie Eur. Hel. 1317; Ar. Av. 746; νάπαι, ib. 740; [[γένος]], νομῆς, Plat. Critia. 109 d; Legg. III, 677 b; λαγωοί, Xen. Cyn. 5, 17; Sp., [[γυνή]], Luc. D. D. 20, 3; auch vom Orte, gebirgig, Λοκρῶν ὄρειοι πρῶνες, Soph. Trach. 785; in ion. Form [[οὔρειος]], H. h. Merc. 244. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=α <i>ou</i> ος, ον :<br /><b>1</b> [[de montagne]];<br /><b>2</b> [[de montagnard]].<br />'''Étymologie:''' [[ὄρος]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὄρειος:''' эп.-ион. [[οὔρειος]] 3 и<br /><b class="num">1</b> [[гористый]] (Λοκρῶν πρῶνες Soph.);<br /><b class="num">2</b> [[находящийся в горах]], [[горный]] ([[ὕλη]] Aesch.; [[δρυμός]] Eur.; νάπαι Arph.; [[πρέμνον]] Plut.);<br /><b class="num">3</b> [[обитающий в горах]], [[горный]] (θῆρες Soph.; λαγωοί Xen.; [[γένος]] Plat.);<br /><b class="num">4</b> [[рожденный в горах]], т. е. [[дикий]], [[вольный]] ([[θηριώδης]] καὶ ὄ. Luc.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὄρειος''': -α, -ον, [[ὡσαύτως]] ος, ον, Ἰων. καὶ Ἐπικ. [[οὔρειος]], ὡς τὸ [[ὀρεινός]], ὁ τῶν ὀρέων ἢ εἰς τὰ ὄρη ἀνήκων, Νύμφην οὐρείην Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 244, πρβλ. Ἡσ. Ἀποσπ. 94 Göttl. ὁ Ἰων. [[οὗτος]] [[τύπος]] [[εἶναι]] [[ὡσαύτως]] ἐν χρήσει παρὰ τοῖς Τραγ. ἐν λυρ. χωρίοις, Σοφ. Ἀντ. 352, Εὐρ. Ι. Τ. 127, 1126, Φοίν. 806, κτλ.· ἀλλὰ [[ὄρειος]] ἐν ἰαμβ. τριμέτροις, ὡς ἐν Αἰσχύλ. Ἀγ. 497, Σοφ. Φιλ. 937· Μήτηρ ὀρεία, ἐπὶ τῆς Ρέας, Ἀριστοφ. Ὄρν. 746· - παρὰ πεζογράφοις, ὄρειοί τινες ... νομῆς Πλάτ. Νόμ. 677Β, πρβλ. Κριτί. 109D ἀντίθετον τῷ ἀγροῖκος, ἐπὶ ζῴων, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 1, 30. | |lstext='''ὄρειος''': -α, -ον, [[ὡσαύτως]] ος, ον, Ἰων. καὶ Ἐπικ. [[οὔρειος]], ὡς τὸ [[ὀρεινός]], ὁ τῶν ὀρέων ἢ εἰς τὰ ὄρη ἀνήκων, Νύμφην οὐρείην Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 244, πρβλ. Ἡσ. Ἀποσπ. 94 Göttl. ὁ Ἰων. [[οὗτος]] [[τύπος]] [[εἶναι]] [[ὡσαύτως]] ἐν χρήσει παρὰ τοῖς Τραγ. ἐν λυρ. χωρίοις, Σοφ. Ἀντ. 352, Εὐρ. Ι. Τ. 127, 1126, Φοίν. 806, κτλ.· ἀλλὰ [[ὄρειος]] ἐν ἰαμβ. τριμέτροις, ὡς ἐν Αἰσχύλ. Ἀγ. 497, Σοφ. Φιλ. 937· Μήτηρ ὀρεία, ἐπὶ τῆς Ρέας, Ἀριστοφ. Ὄρν. 746· - παρὰ πεζογράφοις, ὄρειοί τινες ... νομῆς Πλάτ. Νόμ. 677Β, πρβλ. Κριτί. 109D ἀντίθετον τῷ ἀγροῖκος, ἐπὶ ζῴων, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 1, 30. | ||
}} | }} | ||
{{Slater | {{Slater | ||
|sltr=[[ὄρειος]] | |sltr=[[ὄρειος]] [[mountain]] ὀρειᾶν γε Πελειάδων (N. 2.11) πολλοῖς μὲν ἐνάλου, ὀρείου δὲ πολλοῖς ἄγρας ἀκροθινίοις fr. 357. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὄρειος:''' -α, -ον και -ος, -ον, Ιων. και Επικ. [[οὔρειος]], αυτός που ανήκει ή προέρχεται από τα βουνά, αυτός που συχνάζει στα βουνά, σε Ομηρ. Ύμν., Τραγ. | |lsmtext='''ὄρειος:''' -α, -ον και -ος, -ον, Ιων. και Επικ. [[οὔρειος]], αυτός που ανήκει ή προέρχεται από τα βουνά, αυτός που συχνάζει στα βουνά, σε Ομηρ. Ύμν., Τραγ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[ὄρειος]], η, ον<br />of or from the mountains, [[mountain]]-[[haunting]], Hhymn., Trag. | |mdlsjtxt=[[ὄρειος]], η, ον<br />of or from the mountains, [[mountain]]-[[haunting]], Hhymn., Trag. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 13:38, 23 March 2024
English (LSJ)
α, ον, also ος, ον Plu.2.965c, Luc.Demon.2, DDeor.20.3; Ep. οὔρειος:—of the mountains or from the mountains, mountain-haunting, νύμφην οὐρείην h.Merc.244, cf. Hes.Fr.198, Phoronis 2; this Ep. form is also used by Trag. and Com. in lyr., S.Ant.352, E.IT127,1126, Ph.806, Ar.Av.1098, etc.; but ὄρειος (which is not only Att. but Ion., v. infr.) in trim., as in A.Ag.497, S.Ph.937; Μήτηρ ὀρεία, of Rhea, Ar.Av.746 (lyr.); Ion. gen., Μητρὸς Ὀρέης IG12(7).75 (Amorgos); Ion.acc. pl., πέτρας ὀρείας Hippon.35.5: in Prose, ὄρειοί τινες.. νομῆς Pl.Lg.677b, cf. Criti.109d; opp. ἄγροικος, of animals, Arist.HA488b2; so ὀρειότερος Opp.C.2.22.
German (Pape)
[Seite 371] auch 2 Endgn, = ὀρεινός, im Gebirge sich aufhaltend; ὀρειᾶν Πελειάδων, Pind. N. 2, 11; ὕλη, Aesch. Ag. 483; θῆρες, die Tiere des Gebirges, Soph. Phil. 925; ποίμνια, O. R. 1028; Eur. Suppl. 49 u. öfter; δρυμός, Bergwald, Hipp. 1127; θεά, Rhian. 9 (VI, 173), von der Rhea, wie Eur. Hel. 1317; Ar. Av. 746; νάπαι, ib. 740; γένος, νομῆς, Plat. Critia. 109 d; Legg. III, 677 b; λαγωοί, Xen. Cyn. 5, 17; Sp., γυνή, Luc. D. D. 20, 3; auch vom Orte, gebirgig, Λοκρῶν ὄρειοι πρῶνες, Soph. Trach. 785; in ion. Form οὔρειος, H. h. Merc. 244.
French (Bailly abrégé)
α ou ος, ον :
1 de montagne;
2 de montagnard.
Étymologie: ὄρος.
Russian (Dvoretsky)
ὄρειος: эп.-ион. οὔρειος 3 и
1 гористый (Λοκρῶν πρῶνες Soph.);
2 находящийся в горах, горный (ὕλη Aesch.; δρυμός Eur.; νάπαι Arph.; πρέμνον Plut.);
3 обитающий в горах, горный (θῆρες Soph.; λαγωοί Xen.; γένος Plat.);
4 рожденный в горах, т. е. дикий, вольный (θηριώδης καὶ ὄ. Luc.).
Greek (Liddell-Scott)
ὄρειος: -α, -ον, ὡσαύτως ος, ον, Ἰων. καὶ Ἐπικ. οὔρειος, ὡς τὸ ὀρεινός, ὁ τῶν ὀρέων ἢ εἰς τὰ ὄρη ἀνήκων, Νύμφην οὐρείην Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 244, πρβλ. Ἡσ. Ἀποσπ. 94 Göttl. ὁ Ἰων. οὗτος τύπος εἶναι ὡσαύτως ἐν χρήσει παρὰ τοῖς Τραγ. ἐν λυρ. χωρίοις, Σοφ. Ἀντ. 352, Εὐρ. Ι. Τ. 127, 1126, Φοίν. 806, κτλ.· ἀλλὰ ὄρειος ἐν ἰαμβ. τριμέτροις, ὡς ἐν Αἰσχύλ. Ἀγ. 497, Σοφ. Φιλ. 937· Μήτηρ ὀρεία, ἐπὶ τῆς Ρέας, Ἀριστοφ. Ὄρν. 746· - παρὰ πεζογράφοις, ὄρειοί τινες ... νομῆς Πλάτ. Νόμ. 677Β, πρβλ. Κριτί. 109D ἀντίθετον τῷ ἀγροῖκος, ἐπὶ ζῴων, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 1, 30.
English (Slater)
ὄρειος mountain ὀρειᾶν γε Πελειάδων (N. 2.11) πολλοῖς μὲν ἐνάλου, ὀρείου δὲ πολλοῖς ἄγρας ἀκροθινίοις fr. 357.
Greek Monotonic
ὄρειος: -α, -ον και -ος, -ον, Ιων. και Επικ. οὔρειος, αυτός που ανήκει ή προέρχεται από τα βουνά, αυτός που συχνάζει στα βουνά, σε Ομηρ. Ύμν., Τραγ.
Middle Liddell
ὄρειος, η, ον
of or from the mountains, mountain-haunting, Hhymn., Trag.