ἰσοδαίτης: Difference between revisions

From LSJ

οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
m (Text replacement - "theilen" to "teilen")
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=isodaitis
|Transliteration C=isodaitis
|Beta Code=i)sodai/ths
|Beta Code=i)sodai/ths
|Definition=ου, ὁ (δαίω) <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[dividing equally]], [[giving to all alike]], [[epithet]] of Dionysus and Pluto, Plu.2.389a, <span class="bibl">Luc.<span class="title">Ep.Sat.</span>32</span>; of Pluto, Hsch. ([[ἰσοδέτης]] cod.). </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> Subst., name of a [[δαίμων]], <span class="bibl">Hyp.<span class="title">Fr.</span>177</span>.</span>
|Definition=ἰσοδαίτου, ὁ ([[δαίω]])<br><span class="bld">A</span> [[dividing equally]], [[giving to all alike]], [[epithet]] of Dionysus and Pluto, Plu.2.389a, Luc.''Ep.Sat.''32; of Pluto, [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] ([[ἰσοδέτης]] cod.).<br><span class="bld">II</span> Subst., name of a [[δαίμων]], Hyp.''Fr.''177.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1264.png Seite 1264]] ὁ, gleich vertheilend, der seine Gaben an Alle gleich vertheilt; Dionysus, Plut. de ει ap. Delph. 9; Helios, B. A. 297, 13; Pluto, Hesych.; nach Harpocr. [[ξενικός]] τις [[δαίμων]], ᾡ τὰ δημώδη γύναια ἐτέλει, vgl. Lob. Aglaoph. p. 621. – Der Vorsitzer beim Mahle, der gleiche Portionen macht, Luc. Ep. Saturn. 32.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1264.png Seite 1264]] ὁ, gleich verteilend, der seine Gaben an Alle gleich vertheilt; Dionysus, Plut. de ει ap. Delph. 9; Helios, B. A. 297, 13; Pluto, Hesych.; nach Harpocr. [[ξενικός]] τις [[δαίμων]], ᾡ τὰ δημώδη γύναια ἐτέλει, vgl. Lob. Aglaoph. p. 621. – Der Vorsitzer beim Mahle, der gleiche Portionen macht, Luc. Ep. Saturn. 32.
}}
{{bailly
|btext=ου;<br /><b>1</b> [[qui distribue à tous également]];<br /><b>2</b> [[écuyer tranchant]].<br />'''Étymologie:''' [[ἴσος]], [[δαίω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἰσοδαίτης:''' ου ὁ<br /><b class="num">1</b> [[распределяющий]] (блага) поровну ([[Βάκχος]] Plut.);<br /><b class="num">2</b> [[распределитель порций]] (за столом) Luc.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἰσοδαίτης''': -ου, ὁ, ([[δαίω]]), ὁ δίδων ἢ μοιράζων εἰς πάντας ἐξ ἴσου, ἐπίθ. τοῦ Διονύσου καὶ Πλούτωνος, Πλούτ. 2. 389Α, Ἡσύχ., Ἁρποκρ.· ἴδε Λοβεκ. Ἀγλαοφ. 622. ― [[Κατὰ]] τὸ Ρητορικ. Λεξ. σ. 267. 3 : «ἰσοδταίης Θεός, ὁ [[ἥλιος]] (δηλ. ὁ [[Ἀπόλλων]]) ὁ τὸν ἴσον ἑκάστῳ θάνατον διανέμων». ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., ὁ μερίζων ἢ μοιράζων τὸ [[κρέας]] εἰς τὴν τράπεζαν, Λουκ. Ἐπιστ. Κρον. 32, 36.
|lstext='''ἰσοδαίτης''': -ου, ὁ, ([[δαίω]]), ὁ δίδων ἢ μοιράζων εἰς πάντας ἐξ ἴσου, ἐπίθ. τοῦ Διονύσου καὶ Πλούτωνος, Πλούτ. 2. 389Α, Ἡσύχ., Ἁρποκρ.· ἴδε Λοβεκ. Ἀγλαοφ. 622. ― [[Κατὰ]] τὸ Ρητορικ. Λεξ. σ. 267. 3 : «ἰσοδταίης Θεός, ὁ [[ἥλιος]] (δηλ. ὁ [[Ἀπόλλων]]) ὁ τὸν ἴσον ἑκάστῳ θάνατον διανέμων». ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., ὁ μερίζων ἢ μοιράζων τὸ [[κρέας]] εἰς τὴν τράπεζαν, Λουκ. Ἐπιστ. Κρον. 32, 36.
}}
{{bailly
|btext=ου;<br /><b>1</b> qui distribue à tous également;<br /><b>2</b> écuyer tranchant.<br />'''Étymologie:''' [[ἴσος]], [[δαίω]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἰσοδαίτης]], ὁ (Α)<br /><b>1.</b> (επίθ. του Διονύσου και του Πλούτωνος) αυτός που μοιράζει δίκαια, με [[ισότητα]] [[προς]] όλους<br /><b>2.</b> [[ονομασία]] ενός δαίμονα<br /><b>3.</b> αυτός που κόβει σε μερίδες ή μοιράζει το [[κρέας]] στο [[τραπέζι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἰσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[δαίτης]] (<span style="color: red;"><</span> [[δαίομαι]] «[[διαιρώ]], [[χωρίζω]]»), [[πρβλ]]. [[αγριοδαίτης]], [[ξενοδαίτης]]].
|mltxt=[[ἰσοδαίτης]], ὁ (Α)<br /><b>1.</b> (επίθ. του Διονύσου και του Πλούτωνος) αυτός που μοιράζει δίκαια, με [[ισότητα]] [[προς]] όλους<br /><b>2.</b> [[ονομασία]] ενός δαίμονα<br /><b>3.</b> αυτός που κόβει σε μερίδες ή μοιράζει το [[κρέας]] στο [[τραπέζι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἰσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[δαίτης]] (<span style="color: red;"><</span> [[δαίομαι]] «[[διαιρώ]], [[χωρίζω]]»), [[πρβλ]]. [[αγριοδαίτης]], [[ξενοδαίτης]]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἰσοδαίτης:''' ου ὁ<br /><b class="num">1)</b> [[распределяющий]] (блага) поровну ([[Βάκχος]] Plut.);<br /><b class="num">2)</b> [[распределитель порций]] (за столом) Luc.
}}
}}

Latest revision as of 07:35, 10 April 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰσοδαίτης Medium diacritics: ἰσοδαίτης Low diacritics: ισοδαίτης Capitals: ΙΣΟΔΑΙΤΗΣ
Transliteration A: isodaítēs Transliteration B: isodaitēs Transliteration C: isodaitis Beta Code: i)sodai/ths

English (LSJ)

ἰσοδαίτου, ὁ (δαίω)
A dividing equally, giving to all alike, epithet of Dionysus and Pluto, Plu.2.389a, Luc.Ep.Sat.32; of Pluto, Hsch. (ἰσοδέτης cod.).
II Subst., name of a δαίμων, Hyp.Fr.177.

German (Pape)

[Seite 1264] ὁ, gleich verteilend, der seine Gaben an Alle gleich vertheilt; Dionysus, Plut. de ει ap. Delph. 9; Helios, B. A. 297, 13; Pluto, Hesych.; nach Harpocr. ξενικός τις δαίμων, ᾡ τὰ δημώδη γύναια ἐτέλει, vgl. Lob. Aglaoph. p. 621. – Der Vorsitzer beim Mahle, der gleiche Portionen macht, Luc. Ep. Saturn. 32.

French (Bailly abrégé)

ου;
1 qui distribue à tous également;
2 écuyer tranchant.
Étymologie: ἴσος, δαίω.

Russian (Dvoretsky)

ἰσοδαίτης: ου ὁ
1 распределяющий (блага) поровну (Βάκχος Plut.);
2 распределитель порций (за столом) Luc.

Greek (Liddell-Scott)

ἰσοδαίτης: -ου, ὁ, (δαίω), ὁ δίδων ἢ μοιράζων εἰς πάντας ἐξ ἴσου, ἐπίθ. τοῦ Διονύσου καὶ Πλούτωνος, Πλούτ. 2. 389Α, Ἡσύχ., Ἁρποκρ.· ἴδε Λοβεκ. Ἀγλαοφ. 622. ― Κατὰ τὸ Ρητορικ. Λεξ. σ. 267. 3 : «ἰσοδταίης Θεός, ὁ ἥλιος (δηλ. ὁ Ἀπόλλων) ὁ τὸν ἴσον ἑκάστῳ θάνατον διανέμων». ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., ὁ μερίζων ἢ μοιράζων τὸ κρέας εἰς τὴν τράπεζαν, Λουκ. Ἐπιστ. Κρον. 32, 36.

Greek Monolingual

ἰσοδαίτης, ὁ (Α)
1. (επίθ. του Διονύσου και του Πλούτωνος) αυτός που μοιράζει δίκαια, με ισότητα προς όλους
2. ονομασία ενός δαίμονα
3. αυτός που κόβει σε μερίδες ή μοιράζει το κρέας στο τραπέζι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -δαίτης (< δαίομαι «διαιρώ, χωρίζω»), πρβλ. αγριοδαίτης, ξενοδαίτης].