ἑτεροῖος: Difference between revisions

From LSJ

νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3, $4 $5")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=eteroios
|Transliteration C=eteroios
|Beta Code=e(teroi=os
|Beta Code=e(teroi=os
|Definition=α, ον, Ep. ἑτερ-οίϊος, η, ον, <span class="bibl">D.P.1180</span>:—<span class="sense"><span class="bld">A</span> [[of a different kind]], [[diverse]], <span class="bibl">Hdt.1.99</span>, al.; <b class="b3">τὰ ἑ. οὐκ ἀλλοῖα</b>; <span class="bibl">Pl.<span class="title">Prm.</span>161a</span>, al.; <b class="b3">τί φαίνεται ἑτεροῖον διανοηθεὶς ὁ ἰητρὸς ἢ</b> . .; <span class="bibl">Hp.<span class="title">VM</span>7</span>; <b class="b3">ἑ. τινός</b> ib.<span class="bibl">9</span>; [[unusual]], [[strange]], <span class="bibl">Id.<span class="title">Acut.</span>6</span>; φωναί <span class="bibl">Phld.<span class="title">Po.</span>994</span> <span class="title">Fr.</span>10. Adv. -οίως, διαιτηθῆναι <span class="bibl">Hp. <span class="title">Acut.</span>39</span>, cf. Gal.2.219. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[diversified]], [[differentiated]], [[κόσμος]], [[ἀριθμός]], <span class="bibl">Dam.<span class="title">Pr.</span>194</span>,<span class="bibl">204</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">III</span> [[different from what should be]], [[untoward]], ἤν τι ἑ. ἀποβαίνῃ <span class="bibl">Luc.<span class="title">JTr.</span>32</span>.</span>
|Definition=α, ον, Ep. [[ἑτεροίϊος]], η, ον, D.P.1180:—<br><span class="bld">A</span> [[of a different kind]], [[diverse]], [[Herodotus|Hdt.]]1.99, al.; <b class="b3">τὰ ἑ. οὐκ ἀλλοῖα</b>; Pl.''Prm.''161a, al.; <b class="b3">τί φαίνεται ἑτεροῖον διανοηθεὶς ὁ ἰητρὸς ἢ.</b>.; Hp.''VM''7; <b class="b3">ἑ. τινός</b> ib.9; [[unusual]], [[strange]], Id.''Acut.''6; φωναί Phld.''Po.''994 ''Fr.''10. Adv. [[ἑτεροίως]], διαιτηθῆναι Hp. ''Acut.''39, cf. Gal.2.219.<br><span class="bld">II</span> [[diversified]], [[differentiated]], [[κόσμος]], [[ἀριθμός]], Dam.''Pr.''194,204.<br><span class="bld">III</span> [[different from what should be]], [[untoward]], ἤν τι ἑ. ἀποβαίνῃ Luc.''JTr.''32.
}}
{{bailly
|btext=α, ον :<br />[[différent]], [[autre]], [[d'autre sorte]].<br />'''Étymologie:''' [[ἕτερος]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἑτεροῖος:''' [[иной]], [[иного свойства]], [[отличный]] Plat., Arst.: τρόπῳ οὐ τῷ [[αὐτῷ]], ἀλλ᾽ ἑτεροίῳ Her. не таким способом, а иным.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἑτεροῖος''': -α, -ον, Ἐπικ. -όϊος, η, ον, Διον. Π. 1180: ― [[ἀλλοῖος]], [[διάφορος]] τὸ [[εἶδος]], Ἡρόδ. 1. 99., 2. 35., 4. 62· ἑτ. ἢ.., Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 10· ἑτ. τινὸς [[αὐτόθι]] 11· [[ἀσυνήθης]], [[παράδοξος]], ὁ αὐτ. ἐν τῷ π. Διαίτ. Ὀξ. 384. ― Ἐπίρρ. -οιως, Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 390.
|lstext='''ἑτεροῖος''': -α, -ον, Ἐπικ. -όϊος, η, ον, Διον. Π. 1180: ― [[ἀλλοῖος]], [[διάφορος]] τὸ [[εἶδος]], Ἡρόδ. 1. 99., 2. 35., 4. 62· ἑτ. ἢ.., Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 10· ἑτ. τινὸς [[αὐτόθι]] 11· [[ἀσυνήθης]], [[παράδοξος]], ὁ αὐτ. ἐν τῷ π. Διαίτ. Ὀξ. 384. ― Ἐπίρρ. -οιως, Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 390.
}}
{{bailly
|btext=α, ον :<br />différent, autre, d’autre sorte.<br />'''Étymologie:''' [[ἕτερος]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ἑτεροῑος, -οία, -ον (ΑΜ) (Α και επικ. [[τύπος]] ἑτεροίϊος, -ηΐη, -ον)<br /><b>μσν.</b><br />διαφοροποιημένος («ἑτεροῑος [[κόσμος]]», Δαμασκ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που [[είναι]] διαφορετικής φύσεως ή είδους<br /><b>2.</b> [[ασυνήθιστος]], [[παράδοξος]]<br /><b>3.</b> [[διαφορετικός]] απ' αυτό που έπρεπε να [[είναι]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ἑτεροίως</i><br /><b>1.</b> ασυνήθιστα, παράδοξα («ἑτεροίως διαιτηθῆναι», Ιπποκρ.)<br /><b>2.</b> διαφορετικά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ετερ</i>-<i>oıος</i> ([[πρβλ]]. [[αλλοίος]], [[τοίος]])].
|mltxt=ἑτεροῑος, -οία, -ον (ΑΜ) (Α και επικ. [[τύπος]] ἑτεροίϊος, -ηΐη, -ον)<br /><b>μσν.</b><br />διαφοροποιημένος («ἑτεροῖος [[κόσμος]]», Δαμασκ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που [[είναι]] διαφορετικής φύσεως ή είδους<br /><b>2.</b> [[ασυνήθιστος]], [[παράδοξος]]<br /><b>3.</b> [[διαφορετικός]] απ' αυτό που έπρεπε να [[είναι]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ἑτεροίως</i><br /><b>1.</b> ασυνήθιστα, παράδοξα («ἑτεροίως διαιτηθῆναι», Ιπποκρ.)<br /><b>2.</b> διαφορετικά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ετερ</i>-<i>oıος</i> ([[πρβλ]]. [[αλλοίος]], [[τοίος]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἑτεροῖος:''' -α, -ον, αυτός που ανήκει σε διαφορετικό είδος, [[ετεροειδής]], σε Ηρόδ.
|lsmtext='''ἑτεροῖος:''' -α, -ον, αυτός που ανήκει σε διαφορετικό είδος, [[ετεροειδής]], σε Ηρόδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἑτεροῖος:''' [[иной]], [[иного свойства]], [[отличный]] Plat., Arst.: τρόπῳ οὐ τῷ [[αὐτῷ]], ἀλλ᾽ ἑτεροίῳ Her. не таким способом, а иным.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ἑτεροῖος]], η, ον<br />of a [[different]] [[kind]], Hdt.
|mdlsjtxt=[[ἑτεροῖος]], η, ον<br />of a [[different]] [[kind]], Hdt.
}}
}}

Latest revision as of 14:55, 6 February 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑτεροῖος Medium diacritics: ἑτεροῖος Low diacritics: ετεροίος Capitals: ΕΤΕΡΟΙΟΣ
Transliteration A: heteroîos Transliteration B: heteroios Transliteration C: eteroios Beta Code: e(teroi=os

English (LSJ)

α, ον, Ep. ἑτεροίϊος, η, ον, D.P.1180:—
A of a different kind, diverse, Hdt.1.99, al.; τὰ ἑ. οὐκ ἀλλοῖα; Pl.Prm.161a, al.; τί φαίνεται ἑτεροῖον διανοηθεὶς ὁ ἰητρὸς ἢ..; Hp.VM7; ἑ. τινός ib.9; unusual, strange, Id.Acut.6; φωναί Phld.Po.994 Fr.10. Adv. ἑτεροίως, διαιτηθῆναι Hp. Acut.39, cf. Gal.2.219.
II diversified, differentiated, κόσμος, ἀριθμός, Dam.Pr.194,204.
III different from what should be, untoward, ἤν τι ἑ. ἀποβαίνῃ Luc.JTr.32.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
différent, autre, d'autre sorte.
Étymologie: ἕτερος.

Russian (Dvoretsky)

ἑτεροῖος: иной, иного свойства, отличный Plat., Arst.: τρόπῳ οὐ τῷ αὐτῷ, ἀλλ᾽ ἑτεροίῳ Her. не таким способом, а иным.

Greek (Liddell-Scott)

ἑτεροῖος: -α, -ον, Ἐπικ. -όϊος, η, ον, Διον. Π. 1180: ― ἀλλοῖος, διάφορος τὸ εἶδος, Ἡρόδ. 1. 99., 2. 35., 4. 62· ἑτ. ἢ.., Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 10· ἑτ. τινὸς αὐτόθι 11· ἀσυνήθης, παράδοξος, ὁ αὐτ. ἐν τῷ π. Διαίτ. Ὀξ. 384. ― Ἐπίρρ. -οιως, Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 390.

Greek Monolingual

ἑτεροῑος, -οία, -ον (ΑΜ) (Α και επικ. τύπος ἑτεροίϊος, -ηΐη, -ον)
μσν.
διαφοροποιημένος («ἑτεροῖος κόσμος», Δαμασκ.)
αρχ.
1. αυτός που είναι διαφορετικής φύσεως ή είδους
2. ασυνήθιστος, παράδοξος
3. διαφορετικός απ' αυτό που έπρεπε να είναι.
επίρρ...
ἑτεροίως
1. ασυνήθιστα, παράδοξα («ἑτεροίως διαιτηθῆναι», Ιπποκρ.)
2. διαφορετικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ετερ-oıος (πρβλ. αλλοίος, τοίος)].

Greek Monotonic

ἑτεροῖος: -α, -ον, αυτός που ανήκει σε διαφορετικό είδος, ετεροειδής, σε Ηρόδ.

Middle Liddell

ἑτεροῖος, η, ον
of a different kind, Hdt.