θωπευτικός: Difference between revisions
Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil
(4 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=thopeftikos | |Transliteration C=thopeftikos | ||
|Beta Code=qwpeutiko/s | |Beta Code=qwpeutiko/s | ||
|Definition= | |Definition=θωπευτική, θωπευτικόν, [[disposed to flatter]], [[fuwning]], of dogs, [[Aristotle|Arist.]]''[[Historia Animalium|HA]]''488b21; <b class="b3">τὰ θωπευτικά</b> [[flattery]], [[Plato|Pl.]]''[[Leges|Lg.]]''634a. Adv. [[θωπευτικῶς]] D.C.69.6, Gal.14.600. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1230.png Seite 1230]] schmeichlerisch; Plat. Legg. I, 634 a; Sp., auch adv., D. C. 89, 6. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1230.png Seite 1230]] schmeichlerisch; Plat. Legg. I, 634 a; Sp., auch adv., D. C. 89, 6. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''θωπευτικός:''' [[склонный ласкаться]], [[заискивающий]] ([[κύων]] Arst.); τὰ θωπευτικά Plat. лесть, заискивания. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 18: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό (Α [[θωπευτικός]], -ή, -όν) [[θωπευτής]]<br /><b>1.</b> αυτός που [[είναι]] [[επιτήδειος]] στο να θωπεύει<br /><b>2.</b> αυτός που αρέσκεται στο να κολακεύει, [[γαλίφης]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[τρυφερός]], [[χαϊδευτικός]]<br /><b>2.</b> [[ελαφρός]] σαν [[χάδι]], [[απαλός]] σαν [[χάδι]] («η [[πνοή]] του αγγέλου θωπευτικωτέρα και της αύρας», Παπαδ.)<br /><b>αρχ.</b><br />(<b>το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ θωπευτικά</i><br />η [[θωπεία]], η [[κολακεία]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>θωπευτικώς</i> και -<i>ά</i> (Α θωπευτικῶς)<br /><b>νεοελλ.</b><br />με [[τρυφερότητα]]<br /><b>αρχ.</b><br />κολακευτικά. | |mltxt=-ή, -ό (Α [[θωπευτικός]], -ή, -όν) [[θωπευτής]]<br /><b>1.</b> αυτός που [[είναι]] [[επιτήδειος]] στο να θωπεύει<br /><b>2.</b> αυτός που αρέσκεται στο να κολακεύει, [[γαλίφης]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[τρυφερός]], [[χαϊδευτικός]]<br /><b>2.</b> [[ελαφρός]] σαν [[χάδι]], [[απαλός]] σαν [[χάδι]] («η [[πνοή]] του αγγέλου θωπευτικωτέρα και της αύρας», Παπαδ.)<br /><b>αρχ.</b><br />(<b>το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ θωπευτικά</i><br />η [[θωπεία]], η [[κολακεία]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>θωπευτικώς</i> και -<i>ά</i> (Α θωπευτικῶς)<br /><b>νεοελλ.</b><br />με [[τρυφερότητα]]<br /><b>αρχ.</b><br />κολακευτικά. | ||
}} | }} | ||
{{WoodhouseReversedUncategorized | {{WoodhouseReversedUncategorized | ||
|woodrun=[[fawning]], [[flattering]] | |woodrun=[[fawning]], [[flattering]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 13:15, 23 March 2024
English (LSJ)
θωπευτική, θωπευτικόν, disposed to flatter, fuwning, of dogs, Arist.HA488b21; τὰ θωπευτικά flattery, Pl.Lg.634a. Adv. θωπευτικῶς D.C.69.6, Gal.14.600.
German (Pape)
[Seite 1230] schmeichlerisch; Plat. Legg. I, 634 a; Sp., auch adv., D. C. 89, 6.
Russian (Dvoretsky)
θωπευτικός: склонный ласкаться, заискивающий (κύων Arst.); τὰ θωπευτικά Plat. лесть, заискивания.
Greek (Liddell-Scott)
θωπευτικός: -ή, -όν, ἔχων διάθεσιν νὰ θωπεύῃ, κολακευτικός, ἐπὶ κυνῶν, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 1, 33· τὰ θωπευτικά, θωπεία, Πλάτ. Νόμ. 634Α. - Ἐπίρρ. –κῶς, Δίων Κ. 69. 9, Γαλην. τ. 14, σ. 600, 2.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α θωπευτικός, -ή, -όν) θωπευτής
1. αυτός που είναι επιτήδειος στο να θωπεύει
2. αυτός που αρέσκεται στο να κολακεύει, γαλίφης
νεοελλ.
1. τρυφερός, χαϊδευτικός
2. ελαφρός σαν χάδι, απαλός σαν χάδι («η πνοή του αγγέλου θωπευτικωτέρα και της αύρας», Παπαδ.)
αρχ.
(το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τὰ θωπευτικά
η θωπεία, η κολακεία.
επίρρ...
θωπευτικώς και -ά (Α θωπευτικῶς)
νεοελλ.
με τρυφερότητα
αρχ.
κολακευτικά.