πολύχωρος: Difference between revisions

From LSJ

καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")
m (LSJ1 replacement)
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=polychoros
|Transliteration C=polychoros
|Beta Code=polu/xwros
|Beta Code=polu/xwros
|Definition=ον <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[spacious]], [[extensive]], Ἅιδης <span class="bibl">Luc.<span class="title">Luct.</span>2</span>: Sup., <span class="bibl">Gal.<span class="title">UP</span>8.11</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> <b class="b3">π. ἀριθμοί</b> [[large]], 'round' numbers, Vett. Val.<span class="bibl">274.27</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">III</span> [[divided into many squares]] or [[compartments]], Puchstein <span class="title">Epigr.Gr.</span>p.9.</span>
|Definition=πολύχωρον<br><span class="bld">A</span> [[spacious]], [[extensive]], Ἅιδης Luc.''Luct.''2: Sup., Gal.''UP''8.11.<br><span class="bld">II</span> <b class="b3">π. ἀριθμοί</b> [[large]], 'round' numbers, Vett. Val.274.27.<br><span class="bld">III</span> [[divided into many squares]] or [[compartments]], Puchstein ''Epigr.Gr.''p.9.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0677.png Seite 677]] vielfassend, viel in sich aufnehmend, Ἅιδης, Luc. de luct. 2 u. a. Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0677.png Seite 677]] vielfassend, viel in sich aufnehmend, Ἅιδης, Luc. de luct. 2 u. a. Sp.
}}
}}
{{ls
{{bailly
|lstext='''πολύχωρος''': -ον, ὁ πολλοὺς χωρῶν, [[εὐρύχωρος]], [[Ἅιδης]] Λουκ. περὶ Πένθους 2.
|btext=ος, ος;<br />[[très vaste]].<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[χώρα]].
}}
{{elnl
|elnltext=πολύχωρος -ον &#91;[[πολύς]], [[χώρα]]] [[uitgestrekt]], [[ruim]].
}}
}}
{{bailly
{{elru
|btext=ος, ος;<br />très vaste.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[χώρα]].
|elrutext='''πολύχωρος:''' [[весьма протяженный]], [[обширный]] ([[Ἃιδης]] Luc.).
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[πολύχωρος]], -ον, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> αυτός που χωρά πολλούς ή [[πολλά]]<br /><b>2.</b> αυτός που κατέχει μεγάλο χώρο, ευρεία [[έκταση]] ή [[εμβαδόν]], [[ευρύχωρος]]<br /><b>3.</b> αυτός που αποτελείται από πολλούς χώρους, που [[είναι]] χωρισμένος σε [[πολλά]] τετράγωνα ή διαμερίσματα<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />(σχετικά με το [[πνεύμα]]) αυτός που [[είναι]] [[ευρύς]] («τῷ πολυχώρῳ τῆς διανοίας ἐναποτιθέμενος ἕκαστα», Στουδ. Θεόδ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «πολύχωροι ἀριθμοί» — μεγάλοι, στρογγυλοί ως [[προς]] την [[τάξη]] αριθμοί.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>χωρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[χῶρος]]), <b>πρβλ.</b> <i>ευρύ</i>-<i>χωρος</i>)].
|mltxt=-η, -ο / [[πολύχωρος]], -ον, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> αυτός που χωρά πολλούς ή [[πολλά]]<br /><b>2.</b> αυτός που κατέχει μεγάλο χώρο, ευρεία [[έκταση]] ή [[εμβαδόν]], [[ευρύχωρος]]<br /><b>3.</b> αυτός που αποτελείται από πολλούς χώρους, που [[είναι]] χωρισμένος σε [[πολλά]] τετράγωνα ή διαμερίσματα<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />(σχετικά με το [[πνεύμα]]) αυτός που [[είναι]] [[ευρύς]] («τῷ πολυχώρῳ τῆς διανοίας ἐναποτιθέμενος ἕκαστα», Στουδ. Θεόδ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «πολύχωροι ἀριθμοί» — μεγάλοι, στρογγυλοί ως [[προς]] την [[τάξη]] αριθμοί.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>χωρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[χῶρος]]), [[πρβλ]]. [[ευρύχωρος]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πολύχωρος:''' -ον, [[ευρύχωρος]], [[εκτενής]], σε Λουκ.
|lsmtext='''πολύχωρος:''' -ον, [[ευρύχωρος]], [[εκτενής]], σε Λουκ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''πολύχωρος:''' [[весьма протяженный]], [[обширный]] ([[Ἃιδης]] Luc.).
|lstext='''πολύχωρος''': -ον, ὁ πολλοὺς χωρῶν, [[εὐρύχωρος]], [[Ἅιδης]] Λουκ. περὶ Πένθους 2.
}}
{{elnl
|elnltext=πολύχωρος -ον [πολύς, χώρα] uitgestrekt, ruim.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[πολύ]]-χωρος, ον,<br />[[spacious]], [[extensive]], Luc.
|mdlsjtxt=[[πολύ]]-χωρος, ον,<br />[[spacious]], [[extensive]], Luc.
}}
}}

Latest revision as of 10:37, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολύχωρος Medium diacritics: πολύχωρος Low diacritics: πολύχωρος Capitals: ΠΟΛΥΧΩΡΟΣ
Transliteration A: polýchōros Transliteration B: polychōros Transliteration C: polychoros Beta Code: polu/xwros

English (LSJ)

πολύχωρον
A spacious, extensive, Ἅιδης Luc.Luct.2: Sup., Gal.UP8.11.
II π. ἀριθμοί large, 'round' numbers, Vett. Val.274.27.
III divided into many squares or compartments, Puchstein Epigr.Gr.p.9.

German (Pape)

[Seite 677] vielfassend, viel in sich aufnehmend, Ἅιδης, Luc. de luct. 2 u. a. Sp.

French (Bailly abrégé)

ος, ος;
très vaste.
Étymologie: πολύς, χώρα.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολύχωρος -ον [πολύς, χώρα] uitgestrekt, ruim.

Russian (Dvoretsky)

πολύχωρος: весьма протяженный, обширный (Ἃιδης Luc.).

Greek Monolingual

-η, -ο / πολύχωρος, -ον, ΝΜΑ
1. αυτός που χωρά πολλούς ή πολλά
2. αυτός που κατέχει μεγάλο χώρο, ευρεία έκταση ή εμβαδόν, ευρύχωρος
3. αυτός που αποτελείται από πολλούς χώρους, που είναι χωρισμένος σε πολλά τετράγωνα ή διαμερίσματα
μσν.-αρχ.
(σχετικά με το πνεύμα) αυτός που είναι ευρύς («τῷ πολυχώρῳ τῆς διανοίας ἐναποτιθέμενος ἕκαστα», Στουδ. Θεόδ.)
αρχ.
φρ. «πολύχωροι ἀριθμοί» — μεγάλοι, στρογγυλοί ως προς την τάξη αριθμοί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -χωρος (< χῶρος), πρβλ. ευρύχωρος)].

Greek Monotonic

πολύχωρος: -ον, ευρύχωρος, εκτενής, σε Λουκ.

Greek (Liddell-Scott)

πολύχωρος: -ον, ὁ πολλοὺς χωρῶν, εὐρύχωρος, Ἅιδης Λουκ. περὶ Πένθους 2.

Middle Liddell

πολύ-χωρος, ον,
spacious, extensive, Luc.