φοινικοφαής: Difference between revisions

From LSJ

Ξένοις ἐπαρκῶν τῶν ἴσων τεύξῃ ποτέ → Bene de extero quid meritus exspectes idem → Hilf Fremden und dereinst wird Gleiches dir geschehn

Menander, Monostichoi, 391
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
m (Text replacement - "E.''Ion'' " to "E.''Ion''")
 
(9 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=foinikofais
|Transliteration C=foinikofais
|Beta Code=foinikofah/s
|Beta Code=foinikofah/s
|Definition=ές, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[ruddy-glancing]], πούς <span class="bibl">E.<span class="title">Ion</span>163</span>(lyr.).</span>
|Definition=φοινικοφαές, [[ruddy-glancing]], πούς [[Euripides|E.]]''[[Ion]]''163(lyr.).
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1296.png Seite 1296]] ές, purpurroth scheinend, leuchtend, Eur. [[πούς]], Ion 163.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1296.png Seite 1296]] ές, purpurroth scheinend, leuchtend, Eur. [[πούς]], Ion 163.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />[[brillant de couleur rouge]], [[d'un rouge brillant]].<br />'''Étymologie:''' [[φοῖνιξ]]¹, [[φάος]].
}}
{{elru
|elrutext='''φοινῑκοφαής:''' [[отливающий пурпуром]] ([[πούς]], ''[[sc.]]'' τοῦ κύκνου Eur.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''φοινῐκοφαής''': -ές, ὁ φαινόμενος [[φοινικοῦς]], οὐκ [[ἄλλῃ]] φοινικοφαῆ [[πόδα]] κινήσεις; Εὐρ. Ἴων 163 (ὁ Nauck προτείνει φοινικοβαφῆ).
|lstext='''φοινῐκοφαής''': -ές, ὁ φαινόμενος [[φοινικοῦς]], οὐκ [[ἄλλῃ]] φοινικοφαῆ [[πόδα]] κινήσεις; Εὐρ. Ἴων 163 (ὁ Nauck προτείνει φοινικοβαφῆ).
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />brillant de couleur rouge, d’un rouge brillant.<br />'''Étymologie:''' [[φοῖνιξ]]¹, [[φάος]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές, Α<br />αυτός που φαίνεται [[πορφυρός]], που δίνει την [[εντύπωση]] του πορφυρού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φοῖνιξ]] (Ι), -οίνικος «πορφυρό [[χρώμα]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>φαής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φάος]] / <i>φῶς</i>), <b>πρβλ.</b> <i>λευκο</i>-<i>φαής</i>, <i>χρυσο</i>-<i>φαής</i>].
|mltxt=-ές, Α<br />αυτός που φαίνεται [[πορφυρός]], που δίνει την [[εντύπωση]] του πορφυρού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φοῖνιξ]] (Ι), -οίνικος «πορφυρό [[χρώμα]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>φαής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φάος]] / <i>φῶς</i>), [[πρβλ]]. [[λευκοφαής]], [[χρυσοφαής]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''φοινῑκοφαής:''' -ές ([[φάος]]), αυτός που φαίνεται [[ερυθρός]], [[πούς]], σε Ευρ.
|lsmtext='''φοινῑκοφαής:''' -ές ([[φάος]]), αυτός που φαίνεται [[ερυθρός]], [[πούς]], σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''φοινῑκοφαής:''' [[отливающий пурпуром]] ([[πούς]], sc. τοῦ κύκνου Eur.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=φοινῑκο-φαής, ές [[φάος]]<br />[[ruddy]]-[[glancing]], [[πούς]] Eur.
|mdlsjtxt=φοινῑκο-φαής, ές [[φάος]]<br />[[ruddy]]-[[glancing]], [[πούς]] Eur.
}}
}}

Latest revision as of 09:37, 25 October 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φοινῑκοφᾰής Medium diacritics: φοινικοφαής Low diacritics: φοινικοφαής Capitals: ΦΟΙΝΙΚΟΦΑΗΣ
Transliteration A: phoinikophaḗs Transliteration B: phoinikophaēs Transliteration C: foinikofais Beta Code: foinikofah/s

English (LSJ)

φοινικοφαές, ruddy-glancing, πούς E.Ion163(lyr.).

German (Pape)

[Seite 1296] ές, purpurroth scheinend, leuchtend, Eur. πούς, Ion 163.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
brillant de couleur rouge, d'un rouge brillant.
Étymologie: φοῖνιξ¹, φάος.

Russian (Dvoretsky)

φοινῑκοφαής: отливающий пурпуром (πούς, sc. τοῦ κύκνου Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

φοινῐκοφαής: -ές, ὁ φαινόμενος φοινικοῦς, οὐκ ἄλλῃ φοινικοφαῆ πόδα κινήσεις; Εὐρ. Ἴων 163 (ὁ Nauck προτείνει φοινικοβαφῆ).

Greek Monolingual

-ές, Α
αυτός που φαίνεται πορφυρός, που δίνει την εντύπωση του πορφυρού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φοῖνιξ (Ι), -οίνικος «πορφυρό χρώμα» + -φαής (< φάος / φῶς), πρβλ. λευκοφαής, χρυσοφαής].

Greek Monotonic

φοινῑκοφαής: -ές (φάος), αυτός που φαίνεται ερυθρός, πούς, σε Ευρ.

Middle Liddell

φοινῑκο-φαής, ές φάος
ruddy-glancing, πούς Eur.