σιδηρίτης: Difference between revisions
Πάντως γὰρ ὁ σοφὸς εὐτελείας ἀνέχεται → Vel vilitatem, sapiens qui sit, sustinet → Auf jeden Fall erträgt der Weise Einfachheit
m (Text replacement - "D.S." to "D.S.") |
|||
(6 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{LSJ1 | {{LSJ1 | ||
|Full diacritics= | |Full diacritics=σῐδηρῑ́της | ||
|Medium diacritics=σιδηρίτης | |Medium diacritics=σιδηρίτης | ||
|Low diacritics=σιδηρίτης | |Low diacritics=σιδηρίτης | ||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=sidiritis | |Transliteration C=sidiritis | ||
|Beta Code=sidhri/ths | |Beta Code=sidhri/ths | ||
|Definition=[ | |Definition=[ῑτ], ου, ὁ, fem. [[σιδηρῖτις]], ιδος: Dor. [[σιδαρίτας]], α, ὁ:—<br><span class="bld">A</span> [[of iron]], <b class="b3">σιδηρίτης πόλεμος</b> [[iron]] [[war]], Pi.''N.''5.19; <b class="b3">σιδηρῖτις τέχνη</b> the [[smith's art]], Eup.263; <b class="b3">σιδηρῖτις πέτρα</b> [[rock]] [[with iron ore]] in it, [[Diodorus Siculus|D.S.]]5.13; σιδηρῖτις γῆ Arist.''Fr.''326 ed. Berol., Poll.3.87.<br><span class="bld">2</span> [[σιδηρῖτις]], with or without [[λίθος]], [[loadstone]], Phld. ''Sign.''9, Str.15.1.38, Plu.2.1005c, etc.<br><span class="bld">3</span> [[a precious stone]], Plin. ''HN''37.58, al.; used as remedy for snake-bite, Orph.''L.''361,390, 419.<br><span class="bld">II</span> [[σιδηρῖτις]], ἡ, [[ironwort]], [[Sideritis romana]], Dsc.4.33, Plin. ''HN''25.43, Aret.''CD''2.12; also σ. πόα [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]; [[βοτάνη]] ἡ σιδηρῖτις J.''AJ''3.7.6, Gal.12.885.<br><span class="bld">2</span> also applied by Dsc. to [[burnet]], [[Poterium sanguisorba]], 4.34; [[Cretan fig-wort]], [[Scrophularia lucida]], ib.35; [[Achilles' woundwort]], [[Achillea tomentosa]], ib.36.<br><span class="bld">3</span> = [[ἑλξίνη]], ib.85.<br><span class="bld">4</span> = [[χαμαίπιτυς]], Id.3.158.<br><span class="bld">5</span> = [[περιστερεὼν ὕπτιος]], Ps.-Dsc.4.60. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ου;<br /><i>adj. m.</i><br />de fer ; [[σιδηρίτης]] [[λίθος]], | |btext=ου;<br /><i>adj. m.</i><br />de fer ; [[σιδηρίτης]] [[λίθος]], aimant ; <i>fig. en parl. de guerrier</i>.<br />'''Étymologie:''' [[σίδηρος]]. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο, ΝΑ, και δωρ. τ. σιδαρίτας, και θηλ. τ. σιδηρῑτις, -ίτιδος, Α<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>(ορυκτ.)</b> πολύ διαδεδομένο ανθρακικό [[ορυκτό]] του σιδήρου, που αποτελεί [[μετάλλευμα]] του σιδήρου, αλλ. [[χαλυβίτης]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο κατασκευασμένος από σίδηρο<br /><b>2.</b> αυτός που διεξάγεται με σίδηρο («σιδαρίταν ἐπαινῆσαι πόλεμον», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>3.</b> [[είδος]] πολύτιμου λίθου το οποίο χρησίμευε και ως [[αντίδοτο]] στο [[δάγκωμα]] φιδιού<br /><b>3.</b> <b>το θηλ.</b> <i>σιδηρῑτις</i><br />α) (με ή [[χωρίς]] την λ. [[λίθος]]) ο [[φυσικός]] [[μαγνήτης]]<br />β) διάφορα ποώδη και θαμνώδη φυτά, όπως το [[φυτό]] [[ποτήριον]]. η [[ελξίνη]], η [[χαμαίπιτυς]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> | |mltxt=ο, ΝΑ, και δωρ. τ. σιδαρίτας, και θηλ. τ. σιδηρῑτις, -ίτιδος, Α<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>(ορυκτ.)</b> πολύ διαδεδομένο ανθρακικό [[ορυκτό]] του σιδήρου, που αποτελεί [[μετάλλευμα]] του σιδήρου, αλλ. [[χαλυβίτης]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο κατασκευασμένος από σίδηρο<br /><b>2.</b> αυτός που διεξάγεται με σίδηρο («σιδαρίταν ἐπαινῆσαι πόλεμον», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>3.</b> [[είδος]] πολύτιμου λίθου το οποίο χρησίμευε και ως [[αντίδοτο]] στο [[δάγκωμα]] φιδιού<br /><b>3.</b> <b>το θηλ.</b> <i>σιδηρῑτις</i><br />α) (με ή [[χωρίς]] την λ. [[λίθος]]) ο [[φυσικός]] [[μαγνήτης]]<br />β) διάφορα ποώδη και θαμνώδη φυτά, όπως το [[φυτό]] [[ποτήριον]]. η [[ελξίνη]], η [[χαμαίπιτυς]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «σιδηρῖτις τέχνα»<br />(στον Εύπ.) η [[τέχνη]] κατεργασίας του σιδήρου, η [[σιδηρουργία]], ή η πολεμική [[τέχνη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σίδηρος]] / [[σίδαρος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[ίτης]] ([[πρβλ]]. [[ἀνθρακίτης]])]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Latest revision as of 07:40, 27 March 2024
English (LSJ)
[ῑτ], ου, ὁ, fem. σιδηρῖτις, ιδος: Dor. σιδαρίτας, α, ὁ:—
A of iron, σιδηρίτης πόλεμος iron war, Pi.N.5.19; σιδηρῖτις τέχνη the smith's art, Eup.263; σιδηρῖτις πέτρα rock with iron ore in it, D.S.5.13; σιδηρῖτις γῆ Arist.Fr.326 ed. Berol., Poll.3.87.
2 σιδηρῖτις, with or without λίθος, loadstone, Phld. Sign.9, Str.15.1.38, Plu.2.1005c, etc.
3 a precious stone, Plin. HN37.58, al.; used as remedy for snake-bite, Orph.L.361,390, 419.
II σιδηρῖτις, ἡ, ironwort, Sideritis romana, Dsc.4.33, Plin. HN25.43, Aret.CD2.12; also σ. πόα Hsch.; βοτάνη ἡ σιδηρῖτις J.AJ3.7.6, Gal.12.885.
2 also applied by Dsc. to burnet, Poterium sanguisorba, 4.34; Cretan fig-wort, Scrophularia lucida, ib.35; Achilles' woundwort, Achillea tomentosa, ib.36.
3 = ἑλξίνη, ib.85.
4 = χαμαίπιτυς, Id.3.158.
5 = περιστερεὼν ὕπτιος, Ps.-Dsc.4.60.
German (Pape)
[Seite 879] ὁ, fem. σιδηρῖτις, von Eisen, mit Eisen, πόλεμ ος, Pind. N. 5, 19; dem Eisen ähnlich, λίθος, Eisen-, Magnetstein, Strab. XV; Plut. Symp. 2, 7 De Is. et Osir. 62 u. A.; – σιδηρῖτις τέχνα, Schmiedekunst, Eupol. bei Poll. 7, 106. – Als subst., ἡ, Eisenkraut, Diosc.
French (Bailly abrégé)
ου;
adj. m.
de fer ; σιδηρίτης λίθος, aimant ; fig. en parl. de guerrier.
Étymologie: σίδηρος.
Greek Monolingual
ο, ΝΑ, και δωρ. τ. σιδαρίτας, και θηλ. τ. σιδηρῑτις, -ίτιδος, Α
νεοελλ.
(ορυκτ.) πολύ διαδεδομένο ανθρακικό ορυκτό του σιδήρου, που αποτελεί μετάλλευμα του σιδήρου, αλλ. χαλυβίτης
αρχ.
1. ο κατασκευασμένος από σίδηρο
2. αυτός που διεξάγεται με σίδηρο («σιδαρίταν ἐπαινῆσαι πόλεμον», Πίνδ.)
3. είδος πολύτιμου λίθου το οποίο χρησίμευε και ως αντίδοτο στο δάγκωμα φιδιού
3. το θηλ. σιδηρῑτις
α) (με ή χωρίς την λ. λίθος) ο φυσικός μαγνήτης
β) διάφορα ποώδη και θαμνώδη φυτά, όπως το φυτό ποτήριον. η ελξίνη, η χαμαίπιτυς
4. φρ. «σιδηρῖτις τέχνα»
(στον Εύπ.) η τέχνη κατεργασίας του σιδήρου, η σιδηρουργία, ή η πολεμική τέχνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σίδηρος / σίδαρος + κατάλ. -ίτης (πρβλ. ἀνθρακίτης)].
Greek Monotonic
σῐδηρίτης: [ῑ], -ου, ὁ, θηλ. -ῖτις, -ιδος· Δωρ. σιδᾱρίτας, -α, -ο,
1. κατασκευασμένος από σίδηρο· σιδηρίτης πόλεμος, ο πόλεμος δια σιδήρου, δηλ. με σιδερένα όπλα, σε Πίνδ.
2. ἡ σιδηρῖτις λίθος, βράχος που έχει ρινίσματα σιδήρου, που περιέχει μετάλλευμα σιδήρου, σε Στράβ.
Russian (Dvoretsky)
σῐδηρίτης: дор. σῐδᾱρίτας, ου (ῑτ) adj. m железный: σ. πόλεμος Pind. война, ведущаяся железным оружием.
Middle Liddell
σῐ¯δηρίτης, ου, ὁ,
1. of iron, ς. πόλεμος iron war, Pind.
2. ἡ σιδηρῖτις λίθος the loadstone, Strab.