χαραδριός: Difference between revisions

From LSJ

Ἐπιλανθάνονται πάντες οἱ παθόντες εὖ → Cunctis memoria est fluxa, quis factum bene est → Vergesslich alle, denen Gutes widerfährt

Menander, Monostichoi, 170
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "Arist.''HA''" to "Arist.''HA''")
 
(7 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=charadrios
|Transliteration C=charadrios
|Beta Code=xaradrio/s
|Beta Code=xaradrio/s
|Definition=ὁ, a [[bird]], prob. the [[thickknee]] or [[Norfolk plover]], [[Charadrius oedicnemus]], <span class="bibl">Ar.<span class="title">Av.</span>266</span>,<span class="bibl">1141</span>, <span class="bibl">Hp.<span class="title">Int.</span>37</span>, <span class="bibl">Arist.<span class="title">HA</span>593b15</span>, <span class="bibl">615a1</span>, <span class="bibl">LXX<span class="title">Le.</span>11.19</span>, <span class="bibl"><span class="title">De.</span>14.17(18)</span>; it was very greedy, hence [[proverb|prov.]] <b class="b3">χαραδριοῦ βίον ζῆν</b>, of a glutton, <span class="bibl">Pl.<span class="title">Grg.</span>494b</span>; the sight of it was held to be a cure for the jaundice, cf. <span class="bibl">Hippon.52</span>, Plu.2.681c, <span class="bibl">Ael.<span class="title">NA</span>17.13</span>.
|Definition=ὁ, a [[bird]], prob. the [[thick-knee]], [[Eurasian stone-curlew]], [[Eurasian thick-knee]], or [[Norfolk plover]], [[Charadrius oedicnemus]], [[Aristophanes|Ar.]]''[[The Birds|Av.]]''266,1141, Hp.''Int.''37, [[Aristotle|Arist.]]''[[Historia Animalium|HA]]''593b15, 615a1, [[LXX]] ''Le.''11.19, ''De.''14.17(18); it was very greedy, hence [[proverb|prov.]] [[χαραδριοῦ βίον ζῆν]], of a [[glutton]], Pl.''Grg.''494b; the sight of it was held to be a [[cure]] for the [[jaundice]], cf. Hippon.52, Plu.2.681c, Ael.''NA''17.13.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1335.png Seite 1335]] ὁ, ein gelblicher Vogel, dem Brachvogel ähnlich, der in Erdspalten u. Klüften wohnt, vielleicht der Regenpfeifer; Ar. Av. 266. 1141; Babr. 88, 2; er galt für sehr gefräßig, dah. sprichwörtlich χαραδριοῦ [[βίος]] Plat. Gorg. 494 b. – Schon sein bloßer Anblick galt für ein sicheres Mittel gegen die Gelbsucht, Ael. H. A. 17, 13.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1335.png Seite 1335]] ὁ, ein gelblicher Vogel, dem [[Brachvogel]] ähnlich, der in Erdspalten u. Klüften wohnt, vielleicht der Regenpfeifer; Ar. Av. 266. 1141; Babr. 88, 2; er galt für sehr gefräßig, dah. sprichwörtlich χαραδριοῦ [[βίος]] Plat. Gorg. 494 b. – Schon sein bloßer Anblick galt für ein sicheres Mittel gegen die Gelbsucht, Ael. H. A. 17, 13.
}}
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />[[pluvier]], <i>oiseau de ravin</i>.<br />'''Étymologie:''' [[χαράδρα]].
}}
{{elru
|elrutext='''χᾰραδριός:''' ὁ [[птица ржанка]] (Charadrius) или зуек (Eudromias) Arph., Plat., Arst., Plut.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''χᾰραδριός''': ὁ, πτηνόν τι ὑποκίτρινον οἰκοῦν ἐν χαράδραις, κατὰ τὸν Sundevall, τὸ Ἀγγλ. stone-curlew ἢ thick-kneed bustard, Charadrius Oedicnemus, Ἱππῶναξ 36, Ἀριστοφ. Ὄρν. 266. 1141, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 3. 14, 9. 11, 2. Ἦτο δὲ πολὺ λαίμαργον [[ὅθεν]] ἡ [[παροιμία]]: χαραδριοῦ βίον ζῆν, ἐπὶ ἀδηφάγου ἀνθρώπου, Πλάτ. Γοργ. 494Β, [[ἔνθα]] ἴδε Stallb. Ἐνομίζετο δὲ ὅτι ὁ ἰκτερικὸς (ὁ πάσχων ἀπὸ «κιτρινάδα») ἐθεραπεύετο ἐὰν ἔβλεπε τὸ πτηνὸν τοῦτο, Πλούτ. 2. 681C, Αἰλιαν. π. Ζῴων 17. 13· πρβλ. [[ἴκτερος]] ΙΙ.
|lstext='''χᾰραδριός''': ὁ, πτηνόν τι ὑποκίτρινον οἰκοῦν ἐν χαράδραις, κατὰ τὸν Sundevall, τὸ Ἀγγλ. stone-curlew ἢ thick-kneed bustard, Charadrius Oedicnemus, Ἱππῶναξ 36, Ἀριστοφ. Ὄρν. 266. 1141, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 3. 14, 9. 11, 2. Ἦτο δὲ πολὺ λαίμαργον [[ὅθεν]] ἡ [[παροιμία]]: χαραδριοῦ βίον ζῆν, ἐπὶ ἀδηφάγου ἀνθρώπου, Πλάτ. Γοργ. 494Β, [[ἔνθα]] ἴδε Stallb. Ἐνομίζετο δὲ ὅτι ὁ ἰκτερικὸς (ὁ πάσχων ἀπὸ «κιτρινάδα») ἐθεραπεύετο ἐὰν ἔβλεπε τὸ πτηνὸν τοῦτο, Πλούτ. 2. 681C, Αἰλιαν. π. Ζῴων 17. 13· πρβλ. [[ἴκτερος]] ΙΙ.
}}
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />pluvier, <i>oiseau de ravin</i>.<br />'''Étymologie:''' [[χαράδρα]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, ΝΑ, και [[χαλαδριός]] Μ<br /><b>ζωολ.</b> [[γένος]], [[τυπικό]] της οικογένειας [[χαραδριίδες]], σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική [[ταξινόμηση]], παρυδάτιων χαραδριόμορφων πτηνών, γνωστό [[σήμερα]] με τις κοινές ονομασίες [[σφυριχτής]] ή [[κιτρινοπούλι]]<br /><b>αρχ.</b><br />(μτφ) [[αδηφάγος]], [[λαίμαργος]] [[άνθρωπος]] («χαραδριοῦ βίον ζῆν», παροιμ. φρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χαράδρα]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ιός</i> που απαντά και σε άλλες ονομασίες πτηνών (<b>πρβλ.</b> <i>αἰγυπ</i>-<i>ιός</i>, <i>ἐρωδ</i>-<i>ιός</i>). Ως όρος της ζωολ., στη νεοελλ., η λ. [[είναι]] αντιδάνεια, <b>πρβλ.</b> νεολατ. <i>charadrius</i>].
|mltxt=ο, ΝΑ, και [[χαλαδριός]] Μ<br /><b>ζωολ.</b> [[γένος]], [[τυπικό]] της οικογένειας [[χαραδριίδες]], σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική [[ταξινόμηση]], παρυδάτιων χαραδριόμορφων πτηνών, γνωστό [[σήμερα]] με τις κοινές ονομασίες [[σφυριχτής]] ή [[κιτρινοπούλι]]<br /><b>αρχ.</b><br />(μτφ) [[αδηφάγος]], [[λαίμαργος]] [[άνθρωπος]] («χαραδριοῦ βίον ζῆν», παροιμ. φρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χαράδρα]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ιός</i> που απαντά και σε άλλες ονομασίες πτηνών ([[πρβλ]]. [[αἰγυπιός]], [[ἐρωδιός]]). Ως όρος της ζωολ., στη νεοελλ., η λ. [[είναι]] αντιδάνεια, <b>πρβλ.</b> νεολατ. <i>charadrius</i>].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''χᾰραδριός:''' ὁ, κιτρινωπό [[πτηνό]] που κατοικεί σε χαράδρες (<i>χαράδραι</i>), πιθ. [[πτηνό]] με μακρύ [[ράμφος]], σε Αριστοφ.· χαραδριοῦ βίον [[ζῆν]], λέγεται για άνθρωπο αδηφάγο, σε Πλάτ.
|lsmtext='''χᾰραδριός:''' ὁ, κιτρινωπό [[πτηνό]] που κατοικεί σε χαράδρες (<i>χαράδραι</i>), πιθ. [[πτηνό]] με μακρύ [[ράμφος]], σε Αριστοφ.· χαραδριοῦ βίον [[ζῆν]], λέγεται για άνθρωπο αδηφάγο, σε Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''χᾰραδριός:''' ὁ [[птица ржанка]] (Charadrius) или зуек (Eudromias) Arph., Plat., Arst., Plut.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=χᾰραδριός, οῦ, ὁ, [χαράδραι]<br />perhaps a yellowish [[bird]] [[dwelling]] in clefts the curlew, Ar.: χαραδριοῦ βίον ζῆν, of a [[glutton]], Plat.
|mdlsjtxt=χᾰραδριός, οῦ, ὁ, [χαράδραι]<br />perhaps a yellowish [[bird]] [[dwelling]] in clefts the curlew, Ar.: χαραδριοῦ βίον ζῆν, of a [[glutton]], Plat.
}}
{{trml
|trtx====[[Burhinus oedicnemus]]===
ar: كروان صحراوي; arz: كروان صحراوى; azb: بایاغی قوجاگؤز; az: adi pərttəgöz; ba: төн сәпсәүе; be_x_old: аўдотка; be: аўдотка; bg: турилик; br: bourlagad kirie; ca: torlit comú; ce: мокха хин олхазар; cs: dytík úhorní; cy: rhedwr moelydd; da: triel; de: [[Triel]]; el: [[πετροτριλίδα]]; grc: [[χαραδριός]]; en: [[Eurasian stone-curlew]], [[thick-knee]], [[Eurasian thick-knee]]; eo: trielo; et: jämejalg; eu: atalar; fa: چاخ‌لق اوراسیایی; fi: paksujalka; fo: læmingur; fr: [[œdicnème criard]]; gl: pernileiro; he: כרוון מצוי; hu: ugartyúk; hy: ավդոտկա; ja: イシチドリ; ka: თვალჭყეტია; kbd: джэдкусэ; kk: тырду; ko: 돌물떼새; ku: tirliyê çavzer; ky: жылкычы чулдук; la: [[Burhinus oedicnemus]], [[Charadrius oedicnemus]]; lt: storkulnis; lv: akmeņkuitala; mk: чурулин; ml: യൂറേഷ്യൻ വയൽക്കണ്ണൻ; ms: burung pasir padang; mzn: باقر قرا; nl: [[griel]]; nn: triel; no: triel; nv: tó wónaanídę́ę́ʼ goditání; olo: järeijalgu; pcd: érméricq; pl: kulon zwyczajny; pnb: یوریشیائی پتھر کرلیو; ps: شپنغود; pt: [[alcaravão]]; ro: pasărea ogorului; rue: авдотка; ru: [[авдотка]]; sk: ležiak úhorový; sr: шљука потрк; sv: tjockfot; ta: ஐரோவாசியா நத்தைக் குத்தி; tr: bayağı kocagöz; uk: лежень степовий; uz: yilqichi; vi: burin; wuu: 欧亚石鸻; zh_yue: 歐亞石鴴; zh: 歐石鴴
}}
}}

Latest revision as of 22:20, 24 November 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χᾰραδριός Medium diacritics: χαραδριός Low diacritics: χαραδριός Capitals: ΧΑΡΑΔΡΙΟΣ
Transliteration A: charadriós Transliteration B: charadrios Transliteration C: charadrios Beta Code: xaradrio/s

English (LSJ)

ὁ, a bird, prob. the thick-knee, Eurasian stone-curlew, Eurasian thick-knee, or Norfolk plover, Charadrius oedicnemus, Ar.Av.266,1141, Hp.Int.37, Arist.HA593b15, 615a1, LXX Le.11.19, De.14.17(18); it was very greedy, hence prov. χαραδριοῦ βίον ζῆν, of a glutton, Pl.Grg.494b; the sight of it was held to be a cure for the jaundice, cf. Hippon.52, Plu.2.681c, Ael.NA17.13.

German (Pape)

[Seite 1335] ὁ, ein gelblicher Vogel, dem Brachvogel ähnlich, der in Erdspalten u. Klüften wohnt, vielleicht der Regenpfeifer; Ar. Av. 266. 1141; Babr. 88, 2; er galt für sehr gefräßig, dah. sprichwörtlich χαραδριοῦ βίος Plat. Gorg. 494 b. – Schon sein bloßer Anblick galt für ein sicheres Mittel gegen die Gelbsucht, Ael. H. A. 17, 13.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
pluvier, oiseau de ravin.
Étymologie: χαράδρα.

Russian (Dvoretsky)

χᾰραδριός:птица ржанка (Charadrius) или зуек (Eudromias) Arph., Plat., Arst., Plut.

Greek (Liddell-Scott)

χᾰραδριός: ὁ, πτηνόν τι ὑποκίτρινον οἰκοῦν ἐν χαράδραις, κατὰ τὸν Sundevall, τὸ Ἀγγλ. stone-curlew ἢ thick-kneed bustard, Charadrius Oedicnemus, Ἱππῶναξ 36, Ἀριστοφ. Ὄρν. 266. 1141, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 3. 14, 9. 11, 2. Ἦτο δὲ πολὺ λαίμαργον ὅθενπαροιμία: χαραδριοῦ βίον ζῆν, ἐπὶ ἀδηφάγου ἀνθρώπου, Πλάτ. Γοργ. 494Β, ἔνθα ἴδε Stallb. Ἐνομίζετο δὲ ὅτι ὁ ἰκτερικὸς (ὁ πάσχων ἀπὸ «κιτρινάδα») ἐθεραπεύετο ἐὰν ἔβλεπε τὸ πτηνὸν τοῦτο, Πλούτ. 2. 681C, Αἰλιαν. π. Ζῴων 17. 13· πρβλ. ἴκτερος ΙΙ.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ, και χαλαδριός Μ
ζωολ. γένος, τυπικό της οικογένειας χαραδριίδες, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, παρυδάτιων χαραδριόμορφων πτηνών, γνωστό σήμερα με τις κοινές ονομασίες σφυριχτής ή κιτρινοπούλι
αρχ.
(μτφ) αδηφάγος, λαίμαργος άνθρωπος («χαραδριοῦ βίον ζῆν», παροιμ. φρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαράδρα + επίθημα -ιός που απαντά και σε άλλες ονομασίες πτηνών (πρβλ. αἰγυπιός, ἐρωδιός). Ως όρος της ζωολ., στη νεοελλ., η λ. είναι αντιδάνεια, πρβλ. νεολατ. charadrius].

Greek Monotonic

χᾰραδριός: ὁ, κιτρινωπό πτηνό που κατοικεί σε χαράδρες (χαράδραι), πιθ. πτηνό με μακρύ ράμφος, σε Αριστοφ.· χαραδριοῦ βίον ζῆν, λέγεται για άνθρωπο αδηφάγο, σε Πλάτ.

Middle Liddell

χᾰραδριός, οῦ, ὁ, [χαράδραι]
perhaps a yellowish bird dwelling in clefts the curlew, Ar.: χαραδριοῦ βίον ζῆν, of a glutton, Plat.

Translations

Burhinus oedicnemus

ar: كروان صحراوي; arz: كروان صحراوى; azb: بایاغی قوجاگؤز; az: adi pərttəgöz; ba: төн сәпсәүе; be_x_old: аўдотка; be: аўдотка; bg: турилик; br: bourlagad kirie; ca: torlit comú; ce: мокха хин олхазар; cs: dytík úhorní; cy: rhedwr moelydd; da: triel; de: Triel; el: πετροτριλίδα; grc: χαραδριός; en: Eurasian stone-curlew, thick-knee, Eurasian thick-knee; eo: trielo; et: jämejalg; eu: atalar; fa: چاخ‌لق اوراسیایی; fi: paksujalka; fo: læmingur; fr: œdicnème criard; gl: pernileiro; he: כרוון מצוי; hu: ugartyúk; hy: ավդոտկա; ja: イシチドリ; ka: თვალჭყეტია; kbd: джэдкусэ; kk: тырду; ko: 돌물떼새; ku: tirliyê çavzer; ky: жылкычы чулдук; la: Burhinus oedicnemus, Charadrius oedicnemus; lt: storkulnis; lv: akmeņkuitala; mk: чурулин; ml: യൂറേഷ്യൻ വയൽക്കണ്ണൻ; ms: burung pasir padang; mzn: باقر قرا; nl: griel; nn: triel; no: triel; nv: tó wónaanídę́ę́ʼ goditání; olo: järeijalgu; pcd: érméricq; pl: kulon zwyczajny; pnb: یوریشیائی پتھر کرلیو; ps: شپنغود; pt: alcaravão; ro: pasărea ogorului; rue: авдотка; ru: авдотка; sk: ležiak úhorový; sr: шљука потрк; sv: tjockfot; ta: ஐரோவாசியா நத்தைக் குத்தி; tr: bayağı kocagöz; uk: лежень степовий; uz: yilqichi; vi: burin; wuu: 欧亚石鸻; zh_yue: 歐亞石鴴; zh: 歐石鴴