θηλυμελής: Difference between revisions

From LSJ
Pindar, Pythian, 3.61f.
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (LSJ1 replacement)
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=thilymelis
|Transliteration C=thilymelis
|Beta Code=qhlumelh/s
|Beta Code=qhlumelh/s
|Definition=ές, [[singing in soft strain]], Ἀλκμᾶνος ἀηδόνες <span class="title">AP</span> 9.184.
|Definition=θηλυμελές, [[singing in soft strain]], Ἀλκμᾶνος ἀηδόνες ''AP'' 9.184.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1207.png Seite 1207]] [[ἀηδών]], weiblich, zart singend, Ep. ad. 519 (IX, 184).
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1207.png Seite 1207]] [[ἀηδών]], weiblich, zart singend, Ep. ad. 519 (IX, 184).
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />[[au doux chant de femme]].<br />'''Étymologie:''' [[θῆλυς]], [[μέλος]] II.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''θηλυμελής''': -ές, ἐπὶ τῆς ἀηδόνος, ἡ ᾄδουσα μετὰ γλυκείας καὶ μελῳδικῆς φωνῆς, Ἀνθ. Π. 9. 184.
|lstext='''θηλυμελής''': -ές, ἐπὶ τῆς ἀηδόνος, ἡ ᾄδουσα μετὰ γλυκείας καὶ μελῳδικῆς φωνῆς, Ἀνθ. Π. 9. 184.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />au doux chant de femme.<br />'''Étymologie:''' [[θῆλυς]], [[μέλος]] II.
}}
}}
{{grml
{{grml

Latest revision as of 11:53, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θηλυμελής Medium diacritics: θηλυμελής Low diacritics: θηλυμελής Capitals: ΘΗΛΥΜΕΛΗΣ
Transliteration A: thēlymelḗs Transliteration B: thēlymelēs Transliteration C: thilymelis Beta Code: qhlumelh/s

English (LSJ)

θηλυμελές, singing in soft strain, Ἀλκμᾶνος ἀηδόνες AP 9.184.

German (Pape)

[Seite 1207] ἀηδών, weiblich, zart singend, Ep. ad. 519 (IX, 184).

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
au doux chant de femme.
Étymologie: θῆλυς, μέλος II.

Greek (Liddell-Scott)

θηλυμελής: -ές, ἐπὶ τῆς ἀηδόνος, ἡ ᾄδουσα μετὰ γλυκείας καὶ μελῳδικῆς φωνῆς, Ἀνθ. Π. 9. 184.

Greek Monolingual

θηλυμελής, -ές (Α)
(για το αηδόνι) αυτός που ψάλλει με γλυκιά και μελωδική φωνή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θηλυ- + -μελής (< μέλος «μελωδία»), πρβλ. εμμελής, θελξιμελής].

Greek Monotonic

θηλυμελής: -ές (μέλος), αυτός που τραγουδά με γλυκειά και μελωδική φωνή, σε Ανθ. Π.

Middle Liddell

θηλυ-μελής, ές μέλος
singing in soft strain, Anth.