Πύθων: Difference between revisions

From LSJ

καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?

Source
m (Text replacement - "cf. <b class="b3">([^\s-\.]*?[αΑάΆΒβΓγΔδεΕέΈΖζηΗήΉΘθιΙίΊϊΪΐΚκΛλΜμΝνΞξοΟςόΌΠπΡρΣσΤτυΥυύΎϋΫΰΦφΧχΨψωΩώΏ]+?[^\s-\.]*?)<\/b>" to "cf. $1")
m (LSJ1 replacement)
 
(18 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 7: Line 7:
|Transliteration B=Pythōn
|Transliteration B=Pythōn
|Transliteration C=Python
|Transliteration C=Python
|Beta Code=*pu/qwn
|Beta Code=&#42;pu/qwn
|Definition=[<b class="b3">ῡ], ωνος, ὁ</b>, (cf. [[Πυθώ]]) the serpent <span class="title">Python</span>, slain by Apollo, <span class="bibl">Ephor.31</span>(b)J., <span class="bibl">Apollod.1.4.1</span>, Plu.2.293c. <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b3">παιδίσκη ἔχουσα πνεῦμα Πύθωνα</b> a spirit <b class="b2">of divination</b>, Act.Ap.16.16. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> pl. <b class="b3">Πύθωνες</b>, <b class="b2">ventriloquists</b>, Plu.2.414e, cf. Hsch.</span>
|Definition=[<b class="b3">ῡ], ωνος, ὁ</b>, (cf. [[Πυθώ]]) the serpent ''Python'', slain by Apollo, Ephor.31(b)J., Apollod.1.4.1, Plu.2.293c.<br><span class="bld">II</span> <b class="b3">παιδίσκη ἔχουσα πνεῦμα Πύθωνα</b> a spirit [[of divination]], Act.Ap.16.16.<br><span class="bld">2</span> pl. [[Πύθωνες]], [[ventriloquists]], Plu.2.414e, cf. [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]
}}
{{bailly
|btext=ωνος (ὁ) :<br />[[Python]], [[serpent tué par Apollon]].<br />'''Étymologie:''' DELG [[Πυθώ]].
}}
{{StrongGR
|strgr=from Putho (the [[name]] of the [[region]] [[where]] [[Delphi]], the [[seat]] of the [[famous]] [[oracle]], [[was]] located); a Python, i.e. (by [[analogy]], [[with]] the supposed [[diviner]] [[there]]) inspiration ([[soothsaying]]): [[divination]].
}}
{{grml
|mltxt=ο, ΝΜΑ, και [[πύθωνας]] Ν<br />τερατόμορφο [[φίδι]] το οποίο εξολοθρεύθηκε από τον Απόλλωνα και το οποίο σχετίζεται άμεσα με την εγκαθίδρυσή του στους Δελφούς και την [[απαρχή]] της [[εκεί]] λατρείας του<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ζωολ.</b> (στον τ. <i>πύθων</i>) [[γένος]] νυκτόβιων φιδιών σφιγκτήρων της οικογένειας boidae, που απαντούν στις τροπικές και εύκρατες περιοχές της Αφρικής, της Ασίας και της Αυστραλίας<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[εγγαστρίμυθος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «πνεῦμα Πύθωνος» — μαντικό [[πνεύμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Παράλληλος τ. του [[Πυθώ]] με [[επίθημα]] -<i>ων</i>, -<i>ωνος</i> ([[πρβλ]]. [[Γνάθων]]). Ο τ. ως νεοελλ. [[επιστημονικός]] όρος [[είναι]] αντιδάνεια λ., <b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>python</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''Πύθων:''' [ῡ], -ωνος, ὁ (πρβλ. [[Πυθώ]]),·<br /><b class="num">I.</b> το [[φίδι]] Πύθωνας, το οποίο φονεύτηκε από τον Απόλλωνα.<br /><b class="num">II.</b> [[πνεῦμα]] Πείθωνος, το [[πνεύμα]] της μαντείας, σε Καινή Διαθήκη· οι <i>ἐγγαστρίμυθοι</i> ονομάζονταν <i>Πύθωνες</i>, σε Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''Πύθων:''' ωνος (ῡ) ὁ Пифон<br /><b class="num">1</b> баснословный змей, убитый Аполлоном там, где впоследствии был воздвигнут храм Аполлона Дельфийского Plut.;<br /><b class="num">2</b> [[чревовещатель]] Plut.;<br /><b class="num">3</b> полководец Александра Македонского Plut.
}}
{{elnl
|elnltext=Πύθων -ωνος, ὁ Python, slang die door Apollo gedood is; als adj.: ἔχειν πνεῦμα πύθωνα goddelijke inspiratie hebben NT Act. Ap. 16.16.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=Πύ¯θων, ωνος, ὁ, [cf. [[Πυθώ]]<br /><b class="num">I.</b> the [[serpent]] [[Python]], [[slain]] by [[Apollo]].<br /><b class="num">II.</b> [[πνεῦμα]] Πύθωνος a [[spirit]] of [[divination]], NTest.: ventriloquists (ἐγγαστρίμυθοἰ were called Πύθωνες, Plut.
}}
}}

Latest revision as of 15:56, 24 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Πύθων Medium diacritics: Πύθων Low diacritics: Πύθων Capitals: ΠΥΘΩΝ
Transliteration A: Pýthōn Transliteration B: Pythōn Transliteration C: Python Beta Code: *pu/qwn

English (LSJ)

[ῡ], ωνος, ὁ, (cf. Πυθώ) the serpent Python, slain by Apollo, Ephor.31(b)J., Apollod.1.4.1, Plu.2.293c.
II παιδίσκη ἔχουσα πνεῦμα Πύθωνα a spirit of divination, Act.Ap.16.16.
2 pl. Πύθωνες, ventriloquists, Plu.2.414e, cf. Hsch.

French (Bailly abrégé)

ωνος (ὁ) :
Python, serpent tué par Apollon.
Étymologie: DELG Πυθώ.

English (Strong)

from Putho (the name of the region where Delphi, the seat of the famous oracle, was located); a Python, i.e. (by analogy, with the supposed diviner there) inspiration (soothsaying): divination.

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ, και πύθωνας Ν
τερατόμορφο φίδι το οποίο εξολοθρεύθηκε από τον Απόλλωνα και το οποίο σχετίζεται άμεσα με την εγκαθίδρυσή του στους Δελφούς και την απαρχή της εκεί λατρείας του
νεοελλ.
ζωολ. (στον τ. πύθων) γένος νυκτόβιων φιδιών σφιγκτήρων της οικογένειας boidae, που απαντούν στις τροπικές και εύκρατες περιοχές της Αφρικής, της Ασίας και της Αυστραλίας
μσν.-αρχ.
εγγαστρίμυθος
αρχ.
φρ. «πνεῦμα Πύθωνος» — μαντικό πνεύμα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Παράλληλος τ. του Πυθώ με επίθημα -ων, -ωνος (πρβλ. Γνάθων). Ο τ. ως νεοελλ. επιστημονικός όρος είναι αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. python].

Greek Monotonic

Πύθων: [ῡ], -ωνος, ὁ (πρβλ. Πυθώ),·
I. το φίδι Πύθωνας, το οποίο φονεύτηκε από τον Απόλλωνα.
II. πνεῦμα Πείθωνος, το πνεύμα της μαντείας, σε Καινή Διαθήκη· οι ἐγγαστρίμυθοι ονομάζονταν Πύθωνες, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

Πύθων: ωνος (ῡ) ὁ Пифон
1 баснословный змей, убитый Аполлоном там, где впоследствии был воздвигнут храм Аполлона Дельфийского Plut.;
2 чревовещатель Plut.;
3 полководец Александра Македонского Plut.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

Πύθων -ωνος, ὁ Python, slang die door Apollo gedood is; als adj.: ἔχειν πνεῦμα πύθωνα goddelijke inspiratie hebben NT Act. Ap. 16.16.

Middle Liddell

Πύ¯θων, ωνος, ὁ, [cf. Πυθώ
I. the serpent Python, slain by Apollo.
II. πνεῦμα Πύθωνος a spirit of divination, NTest.: ventriloquists (ἐγγαστρίμυθοἰ were called Πύθωνες, Plut.