Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

διάπλεως: Difference between revisions

From LSJ

Ὑφ' ἡδονῆς ὁ φρόνιμος οὐχ ἁλίσκεται → Sapiens non capitur deliciarum retibus → Der Weise wird nicht von der Lust gefangen gesetzt

Menander, Monostichoi, 518
(4)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(16 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=diapleos
|Transliteration C=diapleos
|Beta Code=dia/plews
|Beta Code=dia/plews
|Definition=ων, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">brim-full</b>, τινός <span class="bibl">Cratin.280</span>, Plu.2.551a: Pl., διάπλεα <span class="bibl">Thphr.<span class="title">CP</span>2.1.4</span>: fem. διάπλεαι <span class="bibl">Plu.<span class="title">Tim.</span>11</span>.</span>
|Definition=ων, [[brim-full]], τινός Cratin.280, Plu.2.551a: Pl., διάπλεα [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[De Causis Plantarum|CP]]'' 2.1.4: fem. διάπλεαι Plu.''Tim.''11.
}}
{{DGE
|dgtxt=-α, -ων<br />[[totalmente lleno]] c. gen. ὁ τάλαρος ... γάρου Cratin.312, δένδρα ... διάπλεα τροφῆς Thphr.<i>CP</i> 2.1.4, πόλεις διάπλεαι κακῶν Plu.<i>Tim</i>.11, ὁ δὲ (Οὐιτέλλιος) ... οἴνου Plu.<i>Galb</i>.22, τὸ πρόσωπον ... ἐρυθήματος Plu.2.723d, δ. ὁ λογισμὸς ὀργῆς Plu.2.551a, cf. 1060b.
}}
{{bailly
|btext=ως, ων;<br />[[entièrement plein]].<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[πλέως]].
}}
{{elnl
|elnltext=διά-πλεως -ων helemaal vol.
}}
{{pape
|ptext=att. = [[διάπλεος]], Cratin. bei Ath. II.67c und Plut., z.B. <i>adv. Stoic</i>. 3.
}}
{{elru
|elrutext='''διάπλεως:''' 2, gen. ωνος Plut. = [[διάπλεος]].
}}
{{ls
|lstext='''διάπλεως''': -ων, [[μέχρι]] στεφάνης [[πλήρης]], Κρατῖν. ἐν Ἀδήλ. 11· πληθ. διάπλεα, Θεόφρ. Αἰτ. Φ. 2. 1, 4· πληθ. θηλ. διάπλεαι, Πλούτ. Τιμ. 11. 6.
}}
{{grml
|mltxt=[[διάπλεως]], -ων και [[διάπλεος]], -ον (AM)<br /><b>1.</b> [[υπερπλήρης]], [[κατάμεστος]]<br /><b>2.</b> ο [[γεμάτος]] από [[κάτι]], που διαθέτει [[κάτι]] σε [[αφθονία]].
}}
}}

Latest revision as of 11:11, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διάπλεως Medium diacritics: διάπλεως Low diacritics: διάπλεως Capitals: ΔΙΑΠΛΕΩΣ
Transliteration A: diápleōs Transliteration B: diapleōs Transliteration C: diapleos Beta Code: dia/plews

English (LSJ)

ων, brim-full, τινός Cratin.280, Plu.2.551a: Pl., διάπλεα Thphr. CP 2.1.4: fem. διάπλεαι Plu.Tim.11.

Spanish (DGE)

-α, -ων
totalmente lleno c. gen. ὁ τάλαρος ... γάρου Cratin.312, δένδρα ... διάπλεα τροφῆς Thphr.CP 2.1.4, πόλεις διάπλεαι κακῶν Plu.Tim.11, ὁ δὲ (Οὐιτέλλιος) ... οἴνου Plu.Galb.22, τὸ πρόσωπον ... ἐρυθήματος Plu.2.723d, δ. ὁ λογισμὸς ὀργῆς Plu.2.551a, cf. 1060b.

French (Bailly abrégé)

ως, ων;
entièrement plein.
Étymologie: διά, πλέως.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

διά-πλεως -ων helemaal vol.

German (Pape)

att. = διάπλεος, Cratin. bei Ath. II.67c und Plut., z.B. adv. Stoic. 3.

Russian (Dvoretsky)

διάπλεως: 2, gen. ωνος Plut. = διάπλεος.

Greek (Liddell-Scott)

διάπλεως: -ων, μέχρι στεφάνης πλήρης, Κρατῖν. ἐν Ἀδήλ. 11· πληθ. διάπλεα, Θεόφρ. Αἰτ. Φ. 2. 1, 4· πληθ. θηλ. διάπλεαι, Πλούτ. Τιμ. 11. 6.

Greek Monolingual

διάπλεως, -ων και διάπλεος, -ον (AM)
1. υπερπλήρης, κατάμεστος
2. ο γεμάτος από κάτι, που διαθέτει κάτι σε αφθονία.