ἀσύνακτος: Difference between revisions
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
mNo edit summary |
||
(5 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=asynaktos | |Transliteration C=asynaktos | ||
|Beta Code=a)su/naktos | |Beta Code=a)su/naktos | ||
|Definition= | |Definition=ἀσύνακτον, [[incompatible]], [[incoherent]], [[illogical]], Phld.''Sign.''14, Epict.''Ench.''44, S.E.''P.''2.137. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[incongruente]], [[ilógico]], [[no concluyente]] de abstr. ἀ. ἐστιν καὶ ὁ διὰ τοῦ κοινοῦ καὶ ἰδίου σημείου συγκείμενος el argumento por medio del signo común y el particular es poco concluyente</i> Phld.<i>Sign</i>.14.2, λόγοι Epict.<i>Ench</i>.44, S.E.<i>P</i>.2.137, cf. <i>M</i>.8.120<br /><b class="num">•</b>[[inconciliable]] τὰ ἀσύνακτα συνάγοντας Arr.<i>Epict</i>.2.1.3.<br /><b class="num">2</b> [[no admitido en la comunidad]], [[proscrito]] por la Iglesia, Gr.Naz.M.37.1348A<br /><b class="num">•</b>[[excomulgado]] τὸ ἀ. εἶναι Thphl.Al.<i>Agath</i>.13, ὁ Θεόφιλος ἐποίησεν τούτους ἀσυνάκτους Polyb.Rh.M.41.101A. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0380.png Seite 380]] unzusammenhangend, unvereinbar, Epict. ench. 44. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0380.png Seite 380]] [[unzusammenhangend]], [[unvereinbar]], Epict. ench. 44. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀσύνακτος:''' [[несвязный]], [[невяжущийся]] (λόγοι Sext.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀσύνακτος''': -ον, [[ἀσυμφυής]], [[ἀσύμπλεκτος]], [[ἀσυνάρτητος]], [[ἄλογος]], Φιλόδημ. ἐν Gomperz Herk. Stud. 1. 18· τῶν δὲ λόγων οἱ μὲν εἰσὶ συνακτικοί, οἱ δὲ ἀσύνακτοι· συνακτικοὶ μὲν [[ὅταν]] τὸ συνημμένον ... ὑγιὲς ᾖ ... ἀσύνακτοι δὲ οἱ μὴ [[οὕτως]] ἔχοντες Σέξτ. Ἐμπ. Π. 2. 137, Ἐπικτ. Ἐγχειρίδ. 44. ΙΙ. παρ’ Ἐκκλ. ἀποκεκλεισμένος ἀπὸ τῆς ἱερᾶς Συνάξεως, «[[ἐξώβλητος]]» καθ’ Ἡσύχ.· - «ὁ Θεόφιλος ἐποίησε τούτους ἀσυνάκτους καὶ ἀκοινωνήτους τριετῆ χρόνον» Βίος Ἐπιφαν. σ. 371C. | |lstext='''ἀσύνακτος''': -ον, [[ἀσυμφυής]], [[ἀσύμπλεκτος]], [[ἀσυνάρτητος]], [[ἄλογος]], Φιλόδημ. ἐν Gomperz Herk. Stud. 1. 18· τῶν δὲ λόγων οἱ μὲν εἰσὶ συνακτικοί, οἱ δὲ ἀσύνακτοι· συνακτικοὶ μὲν [[ὅταν]] τὸ συνημμένον ... ὑγιὲς ᾖ ... ἀσύνακτοι δὲ οἱ μὴ [[οὕτως]] ἔχοντες Σέξτ. Ἐμπ. Π. 2. 137, Ἐπικτ. Ἐγχειρίδ. 44. ΙΙ. παρ’ Ἐκκλ. ἀποκεκλεισμένος ἀπὸ τῆς ἱερᾶς Συνάξεως, «[[ἐξώβλητος]]» καθ’ Ἡσύχ.· - «ὁ Θεόφιλος ἐποίησε τούτους ἀσυνάκτους καὶ ἀκοινωνήτους τριετῆ χρόνον» Βίος Ἐπιφαν. σ. 371C. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και [[ασύναχτος]], -η, -ο (AM [[ἀσύνακτος]], -ον) [[συνάγω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για ομάδες) ο μη συναθροισμένος ή συγκεντρωμένος<br /><b>2.</b> (για γεννήματα) [[ασυγκόμιστος]], [[αμάζωχτος]]<br /><b>3.</b> (για χρήματα) [[εκείνος]] που δεν έχει εισπραχθεί<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />(για τιμωρημένους κληρικούς) [[εκείνος]] που έχει αποκλειστεί από την Ιερά Σύναξη<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που δεν παρουσιάζει [[λογική]] [[ακολουθία]], ο [[ασυνάρτητος]], ο [[άλογος]]. | |mltxt=και [[ασύναχτος]], -η, -ο (AM [[ἀσύνακτος]], -ον) [[συνάγω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για ομάδες) ο μη συναθροισμένος ή συγκεντρωμένος<br /><b>2.</b> (για γεννήματα) [[ασυγκόμιστος]], [[αμάζωχτος]]<br /><b>3.</b> (για χρήματα) [[εκείνος]] που δεν έχει εισπραχθεί<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />(για τιμωρημένους κληρικούς) [[εκείνος]] που έχει αποκλειστεί από την Ιερά Σύναξη<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που δεν παρουσιάζει [[λογική]] [[ακολουθία]], ο [[ασυνάρτητος]], ο [[άλογος]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{trml | ||
| | |trtx====[[incoherent]]=== | ||
Bulgarian: несвързан, непоследователен; Catalan: incoherent; Chinese Mandarin: [[不连贯的]]; Czech: nesoudržný, nesouvislý; Danish: usammenhængende; Esperanto: nekohera; Finnish: ristiriitainen, epäjohdonmukainen; French: [[incohérent]], [[décousu]]; Galician: incoherente; German: [[inkohärent]], [[unzusammenhängend]], [[unlogisch]], [[unvereinbar]]; Greek: [[ασυνάρτητος]]; Ancient Greek: [[ἀδιεξέταστος]], [[ἀκατάλληλος]], [[ἀνυπόστατος]], [[ἀξυγκρότητος]], [[ἀξύστατος]], [[ἀσύνακτος]], [[ἀσυνάρτητος]], [[ἀσύστατος]], [[διάσπαστος]], [[διάφωνος]], [[ἐπεισοδιώδης]]; Italian: [[incoerente]], [[sconclusionato]]; Maori: parure, whakaparure, nakunaku, ngau; Polish: niekoherentny, nieścisły; Portuguese: [[incoerente]]; Russian: [[бессвязный]], [[несвязный]]; Spanish: [[incoherente]], [[inconexo]], [[deshilvanado]], [[descosido]]; Swedish: osammanhängande; Welsh: digyswllt, anghysylltiol | |||
}} | }} |
Latest revision as of 17:13, 16 October 2024
English (LSJ)
ἀσύνακτον, incompatible, incoherent, illogical, Phld.Sign.14, Epict.Ench.44, S.E.P.2.137.
Spanish (DGE)
-ον
1 incongruente, ilógico, no concluyente de abstr. ἀ. ἐστιν καὶ ὁ διὰ τοῦ κοινοῦ καὶ ἰδίου σημείου συγκείμενος el argumento por medio del signo común y el particular es poco concluyente Phld.Sign.14.2, λόγοι Epict.Ench.44, S.E.P.2.137, cf. M.8.120
•inconciliable τὰ ἀσύνακτα συνάγοντας Arr.Epict.2.1.3.
2 no admitido en la comunidad, proscrito por la Iglesia, Gr.Naz.M.37.1348A
•excomulgado τὸ ἀ. εἶναι Thphl.Al.Agath.13, ὁ Θεόφιλος ἐποίησεν τούτους ἀσυνάκτους Polyb.Rh.M.41.101A.
German (Pape)
[Seite 380] unzusammenhangend, unvereinbar, Epict. ench. 44.
Russian (Dvoretsky)
ἀσύνακτος: несвязный, невяжущийся (λόγοι Sext.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀσύνακτος: -ον, ἀσυμφυής, ἀσύμπλεκτος, ἀσυνάρτητος, ἄλογος, Φιλόδημ. ἐν Gomperz Herk. Stud. 1. 18· τῶν δὲ λόγων οἱ μὲν εἰσὶ συνακτικοί, οἱ δὲ ἀσύνακτοι· συνακτικοὶ μὲν ὅταν τὸ συνημμένον ... ὑγιὲς ᾖ ... ἀσύνακτοι δὲ οἱ μὴ οὕτως ἔχοντες Σέξτ. Ἐμπ. Π. 2. 137, Ἐπικτ. Ἐγχειρίδ. 44. ΙΙ. παρ’ Ἐκκλ. ἀποκεκλεισμένος ἀπὸ τῆς ἱερᾶς Συνάξεως, «ἐξώβλητος» καθ’ Ἡσύχ.· - «ὁ Θεόφιλος ἐποίησε τούτους ἀσυνάκτους καὶ ἀκοινωνήτους τριετῆ χρόνον» Βίος Ἐπιφαν. σ. 371C.
Greek Monolingual
και ασύναχτος, -η, -ο (AM ἀσύνακτος, -ον) συνάγω
νεοελλ.
1. (για ομάδες) ο μη συναθροισμένος ή συγκεντρωμένος
2. (για γεννήματα) ασυγκόμιστος, αμάζωχτος
3. (για χρήματα) εκείνος που δεν έχει εισπραχθεί
αρχ.-μσν.
(για τιμωρημένους κληρικούς) εκείνος που έχει αποκλειστεί από την Ιερά Σύναξη
αρχ.
αυτός που δεν παρουσιάζει λογική ακολουθία, ο ασυνάρτητος, ο άλογος.
Translations
incoherent
Bulgarian: несвързан, непоследователен; Catalan: incoherent; Chinese Mandarin: 不连贯的; Czech: nesoudržný, nesouvislý; Danish: usammenhængende; Esperanto: nekohera; Finnish: ristiriitainen, epäjohdonmukainen; French: incohérent, décousu; Galician: incoherente; German: inkohärent, unzusammenhängend, unlogisch, unvereinbar; Greek: ασυνάρτητος; Ancient Greek: ἀδιεξέταστος, ἀκατάλληλος, ἀνυπόστατος, ἀξυγκρότητος, ἀξύστατος, ἀσύνακτος, ἀσυνάρτητος, ἀσύστατος, διάσπαστος, διάφωνος, ἐπεισοδιώδης; Italian: incoerente, sconclusionato; Maori: parure, whakaparure, nakunaku, ngau; Polish: niekoherentny, nieścisły; Portuguese: incoerente; Russian: бессвязный, несвязный; Spanish: incoherente, inconexo, deshilvanado, descosido; Swedish: osammanhängande; Welsh: digyswllt, anghysylltiol