ἠριπόλη: Difference between revisions
Γιγνώσκεις οὖν καὶ σὺ τὰ στρατηγικὰ ἔργα → Therefore you, too, know the works (i.e. job) of a general.
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(4 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=iripoli | |Transliteration C=iripoli | ||
|Beta Code=h)ripo/lh | |Beta Code=h)ripo/lh | ||
|Definition=ἡ, (πολέω) [[early-walking]]: hence, [[dawn]], AP5.227 (Paul. Sil.), 253 (ld.). | |Definition=ἡ, ([[πολέω]]) [[early-walking]]: hence, [[dawn]], AP5.227 (Paul. Sil.), 253 (ld.). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1176.png Seite 1176]] ἡ, die früh Wandelnde, Eos, dah. der Morgen, [[ἄχρι]] δωδεκάτης ἠριπόλης Paul. Sil. 24 (V, 254), vgl. 22 (V, 228). | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1176.png Seite 1176]] ἡ, die früh Wandelnde, Eos, dah. der Morgen, [[ἄχρι]] δωδεκάτης ἠριπόλης Paul. Sil. 24 (V, 254), vgl. 22 (V, 228). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ης (ἡ) :<br />[[l'Aurore]], [[le jour]].<br />'''Étymologie:''' [[ἦρι]], [[πολέω]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἠρῐπόλη:''' ἡ появляющаяся ранним утром, т. е. заря, рассвет ([[φέγγος]] ἠριπόλης Anth.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἠριπόλη''': ἡ, ([[πολέω]]) ἡ τὸ [[πρωὶ]] περιφερομένη, βαδίζουσα, ἀκολούθως ὡς τὸ [[ἠριγένεια]], ἡ [[πρωία]], ἡ ἠώς, Ἀνθ. Π. 5. 228, 254. | |lstext='''ἠριπόλη''': ἡ, ([[πολέω]]) ἡ τὸ [[πρωὶ]] περιφερομένη, βαδίζουσα, ἀκολούθως ὡς τὸ [[ἠριγένεια]], ἡ [[πρωία]], ἡ ἠώς, Ἀνθ. Π. 5. 228, 254. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἠριπόλη:''' ἡ ([[πολέω]]), αυτή που βαδίζει το [[πρωί]]· ως ουσ., όπως το [[ἠριγένεια]], το [[πρωί]], σε Ανθ. | |lsmtext='''ἠριπόλη:''' ἡ ([[πολέω]]), αυτή που βαδίζει το [[πρωί]]· ως ουσ., όπως το [[ἠριγένεια]], το [[πρωί]], σε Ανθ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=ἠρι-πόλη, ἡ, [[πολέω]]<br />[[early]]-[[walking]]: as [[substantive]] the [[morn]], Anth. | |mdlsjtxt=ἠρι-πόλη, ἡ, [[πολέω]]<br />[[early]]-[[walking]]: as [[substantive]] the [[morn]], Anth. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:25, 25 August 2023
English (LSJ)
ἡ, (πολέω) early-walking: hence, dawn, AP5.227 (Paul. Sil.), 253 (ld.).
German (Pape)
[Seite 1176] ἡ, die früh Wandelnde, Eos, dah. der Morgen, ἄχρι δωδεκάτης ἠριπόλης Paul. Sil. 24 (V, 254), vgl. 22 (V, 228).
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
l'Aurore, le jour.
Étymologie: ἦρι, πολέω.
Russian (Dvoretsky)
ἠρῐπόλη: ἡ появляющаяся ранним утром, т. е. заря, рассвет (φέγγος ἠριπόλης Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
ἠριπόλη: ἡ, (πολέω) ἡ τὸ πρωὶ περιφερομένη, βαδίζουσα, ἀκολούθως ὡς τὸ ἠριγένεια, ἡ πρωία, ἡ ἠώς, Ἀνθ. Π. 5. 228, 254.
Greek Monolingual
ἠριπόλη, ή (Α)
αυτή που βαδίζει το πρωί, η αυγή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ήρι «νωρίς, πρωί» + -πόλη, θηλ. του -πόλος < πέλομαι «βαδίζω»].
Greek Monotonic
ἠριπόλη: ἡ (πολέω), αυτή που βαδίζει το πρωί· ως ουσ., όπως το ἠριγένεια, το πρωί, σε Ανθ.
Middle Liddell
ἠρι-πόλη, ἡ, πολέω
early-walking: as substantive the morn, Anth.