ἰνώδης: Difference between revisions

m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "Arist.''HA''" to "Arist.''HA''")
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=inodis
|Transliteration C=inodis
|Beta Code=i)nw/dhs
|Beta Code=i)nw/dhs
|Definition=[<b class="b3">ῑ], ες</b>, [[fibrous]], of parts of animals, <span class="bibl">X.<span class="title">Cyn.</span>4.1</span>, <span class="bibl">Arist.<span class="title">HA</span> 497a21</span>; ἰνωδέστατον αἷμα <span class="bibl">Id.<span class="title">PA</span>651a3</span>; of vegetables, [[φλοιός]], [[φύλλον]], <span class="bibl">Thphr.<span class="title">HP</span>3.12.1</span>,<span class="bibl">5</span>, cf. Dsc.4.20; [[sinewy]], <span class="bibl">X.<span class="title">Cyn.</span>4.1</span>.
|Definition=[ῑ], ες, [[fibrous]], of parts of animals, X.''Cyn.''4.1, [[Aristotle|Arist.]]''[[Historia Animalium|HA]]'' 497a21; ἰνωδέστατον αἷμα Id.''PA''651a3; of vegetables, [[φλοιός]], [[φύλλον]], [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[Historia Plantarum|HP]]'' 3.12.1,5, cf. Dsc.4.20; [[sinewy]], X.''Cyn.''4.1.
}}
{{bailly
|btext=ης, ες :<br />[[rempli de fibre]], [[nerveux]].<br />'''Étymologie:''' [[ἴς]], -ωδης.
}}
{{elru
|elrutext='''ἰνώδης:''' (ῑ) [ἴς]<br /><b class="num">1</b> [[полный волокон]], [[волокнистый]] ([[αἷμα]] Arst.);<br /><b class="num">2</b> [[жилистый]], [[сильный]], [[крепкий]] (κεφαλὴ [[κυνός]] Xen.; δεσμοί Arst.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἰνώδης''': ῑ, -ες, ([[εἶδος]]) [[πλήρης]] ἰνῶν, ἐπὶ μερῶν τοῦ σώματος ζῴου, Ξέν. Κυν. 4. 1, Ἀριστ. π. τ. Ζ. Ἱστ. 1. 17, 17· ἐπὶ τοῦ αἵματος, τὸ γὰρ [[αἷμα]] τούτων (δηλ. τῶν ταύρων καὶ κάπρων) ἰνωδέστατον ὁ αὐτ. π. Ζ. Μορ. 2. 4, 6· ἐπὶ φυτῶν ἢ λαχάνων, [[φλοιός]], φύλον Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 12, 1 καὶ 5.
|lstext='''ἰνώδης''': ῑ, -ες, ([[εἶδος]]) [[πλήρης]] ἰνῶν, ἐπὶ μερῶν τοῦ σώματος ζῴου, Ξέν. Κυν. 4. 1, Ἀριστ. π. τ. Ζ. Ἱστ. 1. 17, 17· ἐπὶ τοῦ αἵματος, τὸ γὰρ [[αἷμα]] τούτων (δηλ. τῶν ταύρων καὶ κάπρων) ἰνωδέστατον ὁ αὐτ. π. Ζ. Μορ. 2. 4, 6· ἐπὶ φυτῶν ἢ λαχάνων, [[φλοιός]], φύλον Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 12, 1 καὶ 5.
}}
{{bailly
|btext=ης, ες :<br />rempli de fibre, nerveux.<br />'''Étymologie:''' [[ἴς]], -ωδης.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 21: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἰνώδης:''' [ῑ], -ες ([[εἶδος]]), [[γεμάτος]] από ίνες, [[ινώδης]], λέγεται για μέρη του σώματος των ζώων, σε Ξεν.
|lsmtext='''ἰνώδης:''' [ῑ], -ες ([[εἶδος]]), [[γεμάτος]] από ίνες, [[ινώδης]], λέγεται για μέρη του σώματος των ζώων, σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''ἰνώδης:''' (ῑ) [ἴς]<br /><b class="num">1)</b> [[полный волокон]], [[волокнистый]] ([[αἷμα]] Arst.);<br /><b class="num">2)</b> [[жилистый]], [[сильный]], [[крепкий]] (κεφαλὴ [[κυνός]] Xen.; δεσμοί Arst.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ἰ¯ν-ώδης, ες [[εἶδος]]<br />[[fibrous]], of parts of animals, Xen.
|mdlsjtxt=ἰ¯ν-ώδης, ες [[εἶδος]]<br />[[fibrous]], of parts of animals, Xen.
}}
{{mantoulidis
|mantxt=(=γεμάτος [[νεῦρα]]). Σύνθετο ἀπό τό [[ἴς]] + [[εἶδος]]. Δές γιά ἄλλα παράγωγα στή λέξη [[ἴς]].
}}
}}

Latest revision as of 22:20, 24 November 2023

English (LSJ)

[ῑ], ες, fibrous, of parts of animals, X.Cyn.4.1, Arist.HA 497a21; ἰνωδέστατον αἷμα Id.PA651a3; of vegetables, φλοιός, φύλλον, Thphr. HP 3.12.1,5, cf. Dsc.4.20; sinewy, X.Cyn.4.1.

French (Bailly abrégé)

ης, ες :
rempli de fibre, nerveux.
Étymologie: ἴς, -ωδης.

Russian (Dvoretsky)

ἰνώδης: (ῑ) [ἴς]
1 полный волокон, волокнистый (αἷμα Arst.);
2 жилистый, сильный, крепкий (κεφαλὴ κυνός Xen.; δεσμοί Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

ἰνώδης: ῑ, -ες, (εἶδος) πλήρης ἰνῶν, ἐπὶ μερῶν τοῦ σώματος ζῴου, Ξέν. Κυν. 4. 1, Ἀριστ. π. τ. Ζ. Ἱστ. 1. 17, 17· ἐπὶ τοῦ αἵματος, τὸ γὰρ αἷμα τούτων (δηλ. τῶν ταύρων καὶ κάπρων) ἰνωδέστατον ὁ αὐτ. π. Ζ. Μορ. 2. 4, 6· ἐπὶ φυτῶν ἢ λαχάνων, φλοιός, φύλον Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 12, 1 καὶ 5.

Greek Monolingual

-ες (Α ἰνώδης, -ῶδες)
αυτός που έχει πολλές ίνες ή αυτός που σχηματίζεται από τη συνένωση ινών («ινώδης ιστός»)
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το ινώδες
δυσδιάλυτη πρωτεΐνη που προκύπτει από το ινωδογόνο κατά τη διάρκεια του σχηματισμού του, όταν πήζει το αίμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἴς, ἰνός + κατάλ. -ώδης (πρβλ. μυώδης, νευρώδης)].

Greek Monotonic

ἰνώδης: [ῑ], -ες (εἶδος), γεμάτος από ίνες, ινώδης, λέγεται για μέρη του σώματος των ζώων, σε Ξεν.

Middle Liddell

ἰ¯ν-ώδης, ες εἶδος
fibrous, of parts of animals, Xen.

Mantoulidis Etymological

(=γεμάτος νεῦρα). Σύνθετο ἀπό τό ἴς + εἶδος. Δές γιά ἄλλα παράγωγα στή λέξη ἴς.